Υπό τον τίτλο «No sugar added», η ομαδική έκθεση της γκαλερί Dépôt εγκαινιάζεται την Τρίτη 6 Φεβρουαρίου, από τις 8 έως τις 11.30 το βράδυ, και θα διαρκέσει έως τις 17 Φεβρουαρίου, με ελεύθερη είσοδο.
Οι ιστορικοί τέχνης Ευαγγελία Καϊράκη και Μαρία Μόσχα Καρατζόγλου σημειώνουν στο κείμενο της έκθεσης: «Το 1967, τη χρονιά που οι ΗΠΑ αυξάνανε δραματικά τις δυνάμεις τους στο Βιετνάμ, η Nancy Sinatra τραγουδούσε το τραγούδι του Lee Hazlewood, “Sugar town”, από τον δίσκο με τον τίτλο – τι άλλο – “Sugar”.
Πίσω από την ποπ μουσική και τους φαινομενικά εύκολους στίχους, η ζάχαρη γίνεται μια μεταφορά για τα ναρκωτικά και για τα υποκατάστατα εν γένει. Για μία από τις προστατευόμενες καλλιτέχνιδές του, με το εύγλωττο όνομα Candy Darling, ο Lou Reed θα γράψει στο τραγούδι των The Velvet Underground, “Candy says”: “Candy says I’ve come to hate my body and all that it requires in this world”, καταδεικνύοντας την αντίθεση ανάμεσα στο γλυκό όνομα και την πικρή αλήθεια.
Η ίδια η ύπαρξη, άλλωστε, εμφορείται από τις ίδιες αντιφάσεις. Μια πάλη ατέρμονη ανάμεσα στην “ηδίστη” οδό της κακίας και τη “χαλεπή” της αρετής, μία διαρκής σύγκρουση απέναντι σε δυνάμεις έσω και έξω υπέρτερες, στο ορθολογικό και το ανορθολογικό, την αίσθηση και τη συναίσθηση, τον ρεαλισμό που συστηματοποιεί τον υπαρκτό κόσμο και την ουτοπία, που οροθετεί εκείνον των ονείρων.
Και φτάνουμε στο σήμερα, την εποχή που αναπαράγονται, με τη βοήθεια και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με τρομαχτική ταχύτητα και σε ακόμα πιο τρομαχτική ποσότητα, εικόνες ανθρώπων, ζώων, τόπων, ρούχων, φαγητών, που μοιάζουν ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους, μια πραγματικότητα κυριολεκτικά φιλτραρισμένη, ενώ το αναμάσημα ευφυολογημάτων έχει υποκαταστήσει τον στοχασμό, ακόμα και τη σιωπή, όπου χρειάζεται. Κι όλα αυτά, ενώ η οικονομική κρίση και η συνακόλουθη εν γένει κρίση μαστίζει όχι μόνο την χώρα μας, αλλά και τον παγκόσμιο χάρτη, με τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες να αυξάνονται διαρκώς. Και η τέχνη;
Ένα παράδειγμα σύγχρονης τέχνης που, μέσα από στοιχεία της καθημερινότητας, μιλάει με ποιητικό τρόπο για προσωπικές πληγές και κοινωνικά προβλήματα (και που σχετίζεται, κατά κάποιον τρόπο, με την έκθεσή μας!) είναι η σειρά “placebo” του πρόωρα χαμένου Felix Gonzalez – Torres, όπου οι θεατές μπορούσαν να ανοίξουν συσκευασίες από καραμέλες που ήταν στοιβαγμένες και να τις φάνε (σαν να κατανάλωναν την ίδια την τέχνη, αλλά και το σώμα του συντρόφου του καλλιτέχνη, που πέθανε από AIDS).
Ο Nicolas Bourriaud, στο δοκίμιό του, “Σχεσιακή αισθητική” (“Esthetique relationelle”, 1998), μιλάει για την κατεύθυνση της σύγχρονης τέχνης, που, μακριά από τον διδακτισμό, τις καινοτομίες και την πίστη σε ουτοπίες του παρελθόντος, μέσα από τα δεδομένα της κουλτούρας του σήμερα, προσπαθεί να διαχειριστεί τις σύγχρονες συνθήκες ζωής (le temps vécu, ο βιωμένος χρόνος), και γι’ αυτό είναι παράλογο να πιστεύει κανείς ότι δεν είναι πολιτική ή κοινωνική. Μέσα, λοιπόν, από ατομικές προσπάθειες ή την τέχνη του δρόμου ή καλλιτεχνικές κολεκτίβες, οι εικαστικοί δημιουργούν την τέχνη του σήμερα, με αφορμή, πολύ συχνά, εικόνες από αυτό, με άλλοτε πιο καταγγελτικό και άλλοτε πιο χαμηλόφωνο ύφος. Υπό την ευρύτερη έννοια, πρόκειται για ένα είδος ποπ αρτ (χωρίς να γίνεται σύγχυση με την επιτηδευμένα κιτς αισθητική του νέο – ποπ αρτ κινήματος). Η παρούσα έκθεση θέλαμε να είναι ενδεικτική αυτής της τάσης της τέχνης.
Σε εννοιολογικό επίπεδο, τα έργα της έκθεσης πειραματίζονται με το δίπολο οικείου – ανοίκειου, ένα υπαρξιακό αντιστάθμισμα που εμφιλοχωρεί στην εικαστική δημιουργία (π.χ., υπάρχει πάντοτε κάτι ενοχλητικό στους στυλιζαρισμένους πίνακες του Balthus ή τα συμμετρικά πλάνα του Wes Anderson). Όπως είπε και ο Φρόιντ μιλώντας για το αλλόκοτο (“Das Unheimlich”, 1919), με άξονα τις αντανακλάσεις της φανταστικής λογοτεχνίας στο θυμικό, το αλλόκοτο ενυπάρχει στην αντικατάσταση και την απώθηση του κάποτε οικείου. Ενός βιώματος της νεογνικής ακόμα ή και νηπιακής ηλικίας στις πύλες του υποσυνείδητου, βίωμα που εγκαλείται ανύποπτα ή και συστηματικά σαν κάτι ξένο, φοβιστικό και παράδοξο προϊούσης της ζωής.
Ο διαρκής, λοιπόν, αγώνας να αντιπαλέψει το άτομο τους δράκους του και, τελικά, να τους εξοντώσει, τις υπέρτερες και δαιμονικές δυνάμεις που ορθώνονται μπροστά του, να επιβιώσει έκπτωτος από τον παράδεισο της νηπιακής ηλικίας στον ορυμαγδό της ενήλικης ζωής, αναπολώντας σαν παρηγοριά {παραμυθία: παρηγοριά (λογ.)} τα παραμύθια που άκουγε μικρός στη θαλπωρή μιας αγκαλιάς, τα βαζάκια με γλυκό του κουταλιού που ξεσήκωνε σκανταλιάρικα από τα ράφια της γιαγιάς. Κιβωτός μνήμης, λοιπόν, και όχι ένα ηθικοπλαστικό αφήγημα, κατά τον Γιουνγκ τα παραμύθια, όπου η ψυχή διηγείται την ιστορία της και το άτομο μοιραία αφηρωίζεται μέσα από την προσωπική του ανάβαση. Οι δράκοι ηττώνται, τελικά, σε μια ακανθώδη, όσο και αποκαλυπτική διαδρομή από το πάθος στην κάθαρση.
Εικοσιτέσσερις σύγχρονοι καλλιτέχνες, άνθρωποι που ζουν και εργάζονται στο σήμερα, με κίνητρο την εικαστική πράξη, καταδύονται σε πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, σε μιαν απόπειρα να αναμοχλεύσουν κάτι καλά κρυμμένο, μυχό και ανείπωτο και απροκάλυπτα να το φέρουν στο φως. Δεν απορρίπτουν τη ζάχαρη, μεγάλωσαν, μεγαλώσαμε με αυτήν, αλλά ανιχνεύουν τη ζωή κάτω από την επικάλυψή της. Μιλούν για τα όνειρα, τους φόβους, τις προσδοκίες, τις αγωνίες, τα άγχη, τις διαψεύσεις, τα διλήμματα και τα καταφύγιά τους, τα δικά τους και της γενιάς τους ή των συμπολιτών και συνανθρώπων τους. Δεν αρνούνται την παραστατικότητα ή τη σύνδεση με υλικά και αντικείμενα της καθημερινότητας, ενώ επιστρέφουν αρκετά στην παιδική τους ηλικία και, γι’ αυτό, συχνά χρησιμοποιούν μοτίβα και χρώματα που παραπέμπουν σε αυτήν.
Ταυτόχρονα όμως, ανοίγουν συνειδητά μια χαραμάδα στο αίνιγμα και στα κενά που έχουν από αυτήν και διαχειρίζονται τα τραύματά τους, συλλογικά και ατομικά, με τρόπο δημιουργικό. Αυτός ο διάλογος μεταξύ του “οικείου” απτού – πραγματικού και του “ανοίκειου” ονειρικού – φαντασιακού μορφοποιείται μέσα από τη χειρονομία (τη φόρμα, τη γραμμή και το χρώμα), ο κόσμος αποδομείται και ανασυστήνεται, τα είδωλα στρεβλώνονται μέσα στους καθρεφτισμούς τους, τα μοτίβα αποκτούν τη δική τους σημειολογία.
Η εμπειρία της θέασης αφυπνίζει τη μνήμη, που αυτή, με τη σειρά της, συνειρμικά – συνειδησιακά ή και αθέλητα – ασυνείδητα, εισχωρεί στα εσώτερα της ψυχής και έρχεται αντιμέτωπη με τις καθηλώσεις της. Ένας δονούμενος εικαστικός μικρόκοσμος, δηκτικός όσο και γλαφυρός, σκηνογραφημένος σε έναν ουτοπικό χωροχρόνο που ωθεί αυθόρμητα τον επισκέπτη να γίνει μέτοχος και κοινωνός του. Ποιός είπε, άλλωστε, ότι τα παραμύθια είναι αθώα;».
Οι καλλιτέχνες
Στην έκθεση, συμμετέχουν οι εικαστικοί: Αγγελίδου Έφη, Ασπρογεννίδου Θεοδώρα, Βαρδάκα Κέλλυ, Γεράκη Εύα, Γκουσγκούνης Σωτήρης, Θωμάς Γεράσιμος, Ζαχαράκης Γιάννης, Καράλη Αγγέλα, Κεχαγιά Ελισάβετ, Κοκκίνη Γεωργία, Μαντζούκα Αντωνία, Μαυρογένη Άννα, Μπόμπορη Αγγελική, Νασιοπούλου Ντιάνα, Οικονόμου Μαρία, Παπαδημητρίου Γιώργος, Παπαδουλή Αφροδίτη, Σιαλακάς Νίκος, Στεφανοπούλου Πάμελα, Ταπεινού Μάγια – Γαλάτεια, Τζομάκας Γιάννης, Τσαλδίρη Ελένη, Φερεντίνου Αμαλία, Χατζή Κατερίνα.
Πληροφορίες
Γκαλερί Dépôt: Νεοφύτου Βάμβα 5 – Κολωνάκι, τηλ.: 210 3648174. Ώρες λειτουργίας: Τρίτη έως Παρασκευή: 14:00 – 20:00, Σάββατο: 11:00 – 15:00, Κυριακή: κλειστά, Δευτέρα: κατόπιν ραντεβού.