Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Με τον αγαπημένο ηθοποιό Κώστα Αρζόγλου είχαμε τη μεγάλη χαρά και τιμή να μιλήσουμε με αφορμή την “Οδυσσέως σχεδία”, που παρουσιάζει το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας.
Η παράσταση -βασισμένη σε ραψωδίες της “Οδύσσειας” του Ομήρου, σε μετάφραση Δημήτρη Μαρωνίτη και σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη- ανεβαίνει την Πέμπτη 27 Αυγούστου, στο θέατρο Πέτρας.
Κύριε Αρζόγλου, θα θέλατε να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια σας για το ανέβασμα;
«Είναι πολύ σπουδαίο πράγμα να καταπιάνεται κανείς με την “Οδύσσεια”. Ο Γιάννης Μαργαρίτης έχει κάνει αυτό το άλμα, θα έλεγα, αυτή την καταβύθιση στην αρχή του έπους, στην αρχή της διήγησης. Η “Οδύσσεια” είναι ένα κείμενο που είναι η “αρχή του παντός”. Τα πάντα υπάρχουν εκεί μέσα.
Όλοι μας απ’ το σχολείο ακόμη, αλλά κι αργότερα, έχουμε την εικόνα ενός Οδυσσέα πολυπράγμονα και παμπόνηρου Έλληνα, που καταφέρνει τελικά να φτάσει στην Ιθάκη του. Δεν είναι έτσι. Η “Οδύσσεια” δεν έχει ευθύγραμμη ανάγνωση, ούτε είναι μια κατά παράταξιν σειρά επεισοδίων. Πάντα κινδυνεύει ο Οδυσσέας, πάντα ρισκάρει, πάντα χάνει συντρόφους. Αυτό είναι σημαντικό και ιδιαίτερα σημερινό συστατικό του ανεβάσματος. Αυτό το ανέβασμα ακουμπά στη δύναμη της αφήγησης της ίδιας».
Μιλήστε μας για την παρουσία σας στην παράσταση.
«Είμαι ένας αφηγητής της “Οδύσσειας”, όπως άλλωστε όλοι οι ηθοποιοί στην παράσταση, που κατά καιρούς παριστάνει μπροστά στα μάτια των θεατών διάφορα πρόσωπα. Ελέγχει την παράσταση σαν σκηνοθέτης της, που παίζει κιόλας».
Μια σκέψη σας για τη μετάφραση του μεγάλου Έλληνα φιλόλογου, του αείμνηστου Δημήτρη Μαρωνίτη;
«Η παράσταση ξεκινά από διάφορες άλλες μεταφράσεις και επιλέγεται του Μίμη. Είναι η πιο παραστατική, νομίζω, μετάφραση που έχει γίνει πάνω στην “Οδύσσεια”. Ο Μίμης δεν χρησιμοποιεί μόνο τη δράση του Οδυσσέα και των θεών αλλά και κάτι σημαντικό μορφολογικό: χρησιμοποιεί λέξεις και μέτρα τού δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχει, βέβαια, ο Όμηρος, ο πρώτος συγγραφέας. Δεν υπάρχει, όμως, αρχαιολαγνεία, μόνο αγάπη στο δημοτικό τραγούδι. Είναι ό,τι καλύτερο για την επιλογή που έχουν κάνει ο Πλάτων Μαυρομούστακος με συνεργό τον Γιάννη Μαργαρίτη».
Και κάποιο σχόλιό σας για το σκηνοθετικό βλέμμα του Γιάννη Μαργαρίτη;
«Η ματιά του Γιάννη είναι αντισυμβατική λιγάκι, και καθόλου επιδερμική. Μια μεγάλη ποίηση σαν και αυτή, πρέπει να την αντιμετωπίσει κανείς παραστατικά κι εξίσου ποιητικά. Να συντονιστεί με την ποίηση του ίδιου του κειμένου. Αυτό που νομίζω ότι τον οδήγησε, είναι ότι βρήκε μέσα σ’ αυτό το έπος, μια μυστική (δηλαδή του μύστη) διαδικασία πνευματικής ωρίμανσης. Χάνει ο Οδυσσέας συντρόφους, αλλά κερδίζει σε ωριμότητα. Χωρίς θυσίες τίποτα δεν γίνεται, ούτε θα γινόταν».
Σκέψεις και συναισθήματά σας από την επαφή με το έργο του Ομήρου;
«Ο χρόνος μου είναι λίγος. Όσο μπόρεσα να εμβαθύνω το έκανα και θα εμβαθύνω κι άλλο. Δεν έχω πει στον εαυτό μου “από δω και μπρος γινόμαστε μπετόν”. Τα αινίγματα μου τα βάζει ο ίδιος ο Όμηρος και η μετάφραση του Μίμη. Γιατί έβαλε αυτή τη λέξη και όχι την άλλη.
Τα ερωτήματα στην “Οδύσσεια” είναι πάμπολλα. Οι γυναίκες γιατί, άραγε, είναι πάντα σε νησί; Πότε ο Οδυσσέας ξεπερνάει το μέτρο και αυθαδιάζει; Πώς απαιτεί από τους συντρόφους να γίνουν σαν εκείνον; Τι είναι η τροφή (εξ ου και σύν-τροφοι) κι η πείνα τους; Τι είναι αυτοί που ξεχνούν και γίνονται λωτοφάγοι; Τι σημαίνουν τα γουρούνια που τους μετατρέπει η Κίρκη; Αυτά, αν δεν δημιουργούν συναισθήματα, τότε δεν αφουγκράζεται κανείς τη μουσική του έργου».
Πείτε μας κάποια λόγια από το κείμενο –όποια σας έρθουν πρώτα στον νου.
«“Κι ο Ήλιος τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα”, δηλαδή λίγο πριν. Όλα στην “Οδύσσεια” συμβαίνουν στο παρά πέντε».
Μιλήστε μας για την επιλογή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας, να προχωρήσει στο συγκεκριμένο ανέβασμα, μέσα στην πρωτόγνωρη συνθήκη της πανδημίας.
«Πρόκειται για τόλμη. Μόνο με πρωτόγνωρα ανεβάσματα μπορεί κανείς να αντισταθεί σε πρωτόγνωρες συνθήκες σαν κι αυτή που περνάμε. Γιατί ο κορωνοϊός να μας απομακρύνει απ’ την επαφή μας με αυτά τα κείμενα; Μπορεί να επισπεύσει την επαφή μας με αυτά, δεν είναι, άλλωστε, πολλά αυτά στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η αντίληψη ότι σε αυτές τις συνθήκες ο κόσμος θέλει να ξεσκάσει, δεν μου λέει τίποτα. Δεν θέλει να ξεσκάσει. Με πλήρη ειλικρίνεια, ακόμα και αυτοί που θέλουν να ξεσκάσουν, δεν με αφορούν. Μακάρι να κερδίσουμε έστω έναν απ’ αυτούς, να τον μαγέψει η “Οδύσσεια” αυτόν τον έναν».
Κάποιες σκέψεις σας για την παρουσία του νέου κορωνοϊού στις ζωές μας;
«Πιθανόν, θα υπάρξει τοπική καραντίνα, σε χώρους που κινδυνεύουν περισσότερο, όχι όμως εθνική. Δεν το αντέχει κανείς ούτε ψυχολογικά, ούτε το κράτος οικονομικά -θα διαλυθεί. Είναι, σίγουρα, μεγάλη πρόκληση και ευκαιρία να δοκιμάσουμε νέους τρόπους έκφρασης».
Την τέχνη σας, χαρακτηρίζει η επαφή με το κοινό και η μεγάλη έκθεση. Όταν τα φώτα και οι ήχοι της σκηνής σβήνουν, ανάβουν αυτά του σπιτιού και έρχεται η ησυχία της ιδιωτικότητας. Και μετά πάλι η σκηνή… Πόσο εύκολη είναι η μετάβαση από τη μία κατάσταση στην άλλη;
«Είναι σαν “αντάρτικο” η τέχνη μας. Σαν μάχη πόλεων ας πούμε. Η έκθεσή μας στο κοινό γίνεται ξαφνικά, όταν σκοτεινιάσει και μετά πάλι μπαίνουμε στο “κρησφύγετό” μας. Όταν τελειώνει πάντως η παράσταση, υπάρχει μια απέραντη μοναξιά, πριν συνδεθεί κάθε ηθοποιός με τα χούγια του, με το σπίτι του, με τα πράγματά του. Ενδιάμεσα υπάρχει μια πάρα πολύ σημαντική ψυχολογική ζώνη που είναι αυτή η μοναξιά. Αν είναι κανείς καλός στην παράσταση και αν έχει ψάξει λίγο πιο πολύ, κάθε παράσταση είναι καινούρια και αυτό αναγκάζει κάθε ηθοποιό να μπει πιο βαθιά στον εαυτό του και αυτό είναι ένα κατάλυμα, που δεν μπορεί να το ξεχάσει το σώμα, αμέσως μετά την παράσταση».
Βάσει της πλούσιας εμπειρία σας, θα αλλάζατε κάτι από τις παρελθοντικές καλλιτεχνικές επιλογές σας;
«Είναι πολύ εύκολο να πεις κανείς ναι. Ότι θα άλλαζα, ότι κάποια πράγματα δεν θα τα είχα κάνει. Αλλά ξεχνά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται κάτι. Αυτές οι δράσεις που με έκαναν δημόσια γνωστό είναι πολύ μικρής αξίας. Αντίθετα, αυτές που με γέμιζαν τις προφυλάσσω ακόμη και σήμερα, μη μου κακοπάθουν.
Οτιδήποτε συμβαίνει, είναι μέσα σε ένα περιβάλλον. Ξεχνάμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο πλέει μια απόφαση, μια επιλογή. Αντιθέτως, θα μπορούσα να πω ότι είμαι πάρα πολύ περήφανος για τα πράγματα τα οποία δεν έχω κάνει στη ζωή μου. Μου έχουν προτείνει και πολλά λεφτά και μονολόγους και Δελφινάρια. Οι καριέρες χτίζονται και με όσα δεν έχει κάνει κανείς, όχι μόνο με αυτά που έχει κάνει. Είναι μισό μισό το πράγμα. Ό,τι έκανα, λοιπόν, καλά έκανα και το έκανα και είναι τεράστια γκάμα, από ελαφροκωμωδία μέχρι αρχαία τραγωδία, ενδιάμεσες κωμωδίες κ.λπ. Αυτό που μου λείπει, είναι ότι μέσα μου κουβαλάω ένα χιούμορ, καταλαβαίνω τη ζωή σαν φάρσα και αυτό δεν το έχω βγάλει σκηνικά, δεν έχω βρει την ευκαιρία. Το απολαμβάνουν μόνο οι φίλοι μου (γέλια)».
Κάτι που ετοιμάζετε ή έχετε κατά νου για το μέλλον;
«Ετοιμάζω έναν -ας πούμε- μονόλογο με μουσικές, τραγούδια που είναι πάρα πολύ αστείος. Θα προσπαθήσω εκεί να βγάλω αυτή τη φαρσική πλευρά μου, όσο μπορώ. Η βάση του αφορά στην ηλικία, πόσο χρονών είσαι; Έτσι λέγεται το έργο της Φρανσουάζ Σουαρέλι, που χρησιμοποιώ σαν βάση. Διάφορα πλάσματα που έρχονται και φεύγουν, από μια εξαδέρφη μου με την οποία ήμουν ερωτευμένος 13 χρόνων μέχρι γέρους ανθρώπους που έχουν σχέση με την ηλικία την παρούσα σε μένα σήμερα».
Είστε καλλιτεχνικός Διευθυντής της «Ανώτερης Δραματικής Σχολής Πέτρας». Μιλήστε μας για τη διδασκαλία της Υποκριτικής –κάποια κεντρικά σημεία της προσέγγισής σας, αλλά και για την επαφή σας με τους νεοεισερχόμενους στον χώρο της Τέχνης σας.
«Η Σχολή Πετρούπολης έχει τεθεί σε αναστολή για φέτος, για να αναδιοργανωθεί όλη η θεατρική παιδεία της πόλης, να μην φυτοζωεί πια. Να αναπροσαρμοστεί με τα νέα δεδομένα της Τέχνης μας. Με αφορούν πάρα πολύ οι νέοι και η σχέση μου μαζί τους. Από τότε που ιδρύθηκε αυτή η σχολή και που συνετέλεσα πολύ στο να πραγματωθεί, έχουν αλλάξει πάρα πολλά. Έχουν άλλα πρότυπα οι άνθρωποι και με άλλα μυαλά έρχονται. Άλλες προσλαμβάνουσες έχουν σήμερα. Με μαγειρικές, με παρουσιάστριες, με πασαρέλες, διάφορα καταναλωτικά προϊόντα. Όλα αυτά υπάρχουν μέσα στην υποκριτική, όταν γίνουν σωστά. Και πρέπει να τα εντάξω μέσα σε μια νέα αντίληψη για την υποκριτική, αλλιώς, δεν χρειάζεται να κάνουμε θέατρο. Αν κυριαρχήσουν, όμως, αυτά, δεν χρειάζεται να κάνουμε καν θέατρο».
Ένα βιβλίο που διαβάσατε τελευταία και σας άρεσε;
«Έχω κολλήσει στα “100 χρόνια μοναξιάς” του Μαρκές, όσα νέα βιβλία κι αν διαβάσω.
Ένας αγαπημένος προορισμός;
«Το να βάζω το κλειδί στο αυτοκίνητο και να φεύγω χωρίς να ξέρω πού και πόσο θα διαρκέσει το ταξίδι. Δεν είναι ένας συγκεκριμένος τόπος, η Θάσος ή η Σέριφος, αν και έχει απίστευτα μέρη η Ελλάδα. Μια ψυχή on the road μόνο».
Ποια χαρακτηριστικά εκτιμάτε ιδιαίτερα στους άλλους;
«Τη γενναιοδωρία, όταν αυτή δεν είναι μονοφαγάδικη. Μου πάει αυτό, κουμπώνει πολύ με μένα. Κι επειδή η σκηνή η ίδια είναι ομαδικό σπορ, αυτή η γενναιοδωρία είναι απολύτως απαραίτητη. Και τη φαντασία των ανθρώπων, εκτιμώ, όταν γίνεται πράξη».
Και κάποια που σας απωθούν;
«Αυτό που με θυμώνει αρκετά είναι ότι υπάρχουν οι μισοί άνθρωποι περίπου που νομίζουν ότι το υλικό, η ύλη, είναι το παν. Ξεχνούν ότι στον άκρατο καπιταλισμό, στην άκρατη κεφαλαιοκρατία που ζούμε όλοι, υπάρχουν πράγματα που προβλέπονται με άυλη και όχι υλική αξία. Αυτό προβλέπεται κανονικότατα και είναι ένας προχωρημένος καπιταλισμός, θα λέγαμε. Απεχθάνομαι τους ανθρώπους που είναι τόσο στενοκέφαλοι που νομίζουν ότι εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν. Για παράδειγμα, ένα έργο που παιζόταν στο θέατρο Πέτρας, μια “Αντιγόνη”, με ρώτησαν ως ειδήμονα, αν είναι καλή παράσταση. “Ναι, βέβαια”. Και μου απάντησαν “Ήταν πάρα πολύ καλή, έφερε τα λεφτά της”. Δηλαδή, αν δεν έφερνε τα λεφτά της, δεν θα ήταν καλή παράσταση; Δεν κρίνονται όλα με οικονομικό κριτήριο».
Κύριε Αρζόγλου, να κλείσουμε με κάτι που σας δίνει χαρά;
«Ο έρωτας μου δίνει χαρά, η σκηνή, πρόσωπα, ανοίγουν τους πόρους μου, απλώς είμαι σε μια φάση, που θέλω γύρω μου πράγματα που ξεπλένουν τα κύτταρά μου. Και όταν στον ύπνο μου συμβαίνει, να συνεχίσω το όνειρο που έβλεπα χτες».
TAYTOTHTA ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης
Δραματουργική επεξεργασία, θεατρική διασκευή: Πλάτων Μαυρομούστακος, Γιάννης Μαργαρίτης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Μαργαρίτης
Πρωτότυπη μουσική: Δημήτρης Οικονομάκης
Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Παίζουν: Κώστας Αρζόγλου, Χρυσάνθη Δούζη, Νίκος Καρδώνης, Στάθης Κόικας