«Η μέρα χωρίς όνομα» του Φρίντριχ Άνι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου.
Μια δεκαεφτάχρονη κοπέλα αυτοκτονεί και ο αστυνομικός επιθεωρητής Γιάκομπ Φρανκ ανακοινώνει το γεγονός στη μητέρα της. Επί επτά ώρες κάθεται κοντά της για να την παρηγορήσει και επί είκοσι χρόνια η εικόνα της στοιχειώνει τα βράδια του. Ξαφνικά, στην πόρτα του τέως πλέον επιθεωρητή εμφανίζεται ο άντρας της γυναίκας και πατέρας του κοριτσιού: είναι σίγουρος πως η κόρη του είχε δολοφονηθεί.
«Δεν ήταν στο δωμάτιό της· την είχαν στο νεκροτομείο για να την εξετάσουν. Εκεί πήγα και την είδα, κρατώντας από το χέρι τη γυναίκα μου. Γεια σου, Έστερ, της είπα· τόσο ανόητος, τόσο ενοχλητικός ήμουνα εκείνη τη μέρα, κι όλες τις επόμενες μέρες, και τώρα ακόμα. Καλέ μου Θεέ, είπα, άκουσέ με αυτή τη μία και μοναδική φορά και κάνε ν’ ανασάνει ξανά. Δεν μπορεί να ’χουν τελειώσει οι ανάσες εκεί ψηλά στα ουράνια, είπα με δυνατή φωνή στο δωμάτιο της κόρης μας. Τέτοια πράγματα σκεφτόταν το μυαλό μου, κι εγώ τα ξεστόμιζα. Η Ντόρις, η γυναίκα μου, έκλαιγε στην κουζίνα, στο τραπέζι της κουζίνας. Εγώ δεν έκλαψα. Έκλαψα πολύ αργότερα, όμως αυτό δεν έχει καμιά σημασία.
Δεν είχαμε ιδέα. Η Σάντρα ήταν η πρώτη που μας το είπε κατάμουτρα ότι η Έστερ μας ήθελε να σκοτωθεί. Ψέμα! Θεέ μου. Πώς τόλμησε να σταθεί εκεί μπροστά μας, στο σαλόνι μας μέσα, και να μας πει τέτοιο πράγμα. Λίγες ώρες μετά την επιστροφή μας από το νεκροτομείο. Στην αρχή δεν το πίστεψα, η γυναίκα μου το πίστεψε. Το φαντάζεστε, επιθεωρητά; Η Ντόρις την πίστεψε τη Σάντρα, την πήρε στα σοβαρά. Αυτό δεν της συγχώρεσα ούτε τότε ούτε ποτέ. Ότι και καλά η κόρη μας είχε κάποιο είδος βαριάς μελαγχολίας και γι’ αυτό κρεμάστηκε. Έβαλα τέλος στη συζήτηση και πήγα ξανά στο δωμάτιο της Έστερ και προσευχήθηκα ξανά στον καλό Θεό, να πλάσει στην ανάγκη μια καινούργια ανάσα και να τη χαρίσει στην Έστερ.
Σας το λέω επειδή με ακούτε και με πιστεύετε, το βλέπω στο πρόσωπό σας. Αυτό δεν το ’χω ομολογήσει ποτέ σε κανέναν άλλον –μόνο σ’ εσάς.
Είμαι τώρα εξήντα τεσσάρων χρονών, τότε ήμουν σαράντα τεσσάρων, ολόκληρος άντρας δηλαδή, υπάλληλος σε μια ονομαστή εταιρεία ρουχισμού, ιδιοκτήτης ενός μικρού σπιτιού στο Ράμερσντορφ, με ωραίο κήπο. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πέφτει στα γόνατα να παρακαλάει: Καλέ μου Θεέ, δώσε ανάσα στο παιδί μου. Θα τον κοροϊδεύουν κι οι τοίχοι. Αλλά εγώ εκεί, δεν έλεγα να σταματήσω τα παιδιαρίσματα. Ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι η κόρη μας δεν είχε αυτοκτονήσει.
Μετά ήρθε ο αστυνόμος, ο συνάδελφός σας, και μας είπε ότι ο ιατροδικαστής δεν απέκλειε τελείως την περίπτωση εξωγενών αιτίων.
Δεν την ήξερα αυτή την έκφραση, δεν ήξερα πως υπάρχει, αλλά την κατάλαβα και την πίστεψα αμέσως. Εξωγενή αίτια. Κι έβαλα επιτόπου τις φωνές στη γυναίκα μου, μπροστά στον καλοντυμένο επιθεωρητή, σκούρα γραβάτα, σκούρο σακάκι, ήρεμο και συγκρατημένο φέρσιμο, τίποτα απ’ αυτά δεν μ’ εμπόδισε να βάλω τις φωνές στη γυναίκα μου, επειδή της άξιζε. Επειδή είχε πιστέψει τα λόγια της Σάντρας. Επειδή δεν μου είχε τηλεφωνήσει αυτή στο Σάλτσμπουργκ, η αστυνομία μου είχε τηλεφωνήσει στο ξενοδοχείο. Οι άλλοι όλοι στην ομάδα είχαν ήδη κινητά, εγώ όχι ακόμη· αλλά αυτό δεν είναι επιχείρημα· η γυναίκα μου μπορούσε να με βρει. Δεν ήθελε. Δεν μπορούσε, ισχυρίστηκε αργότερα – αλλά εγώ δεν την πίστεψα.
Εξωγενή αίτια θα πει ότι κάποιος άλλος ήταν εκεί και αυτός είχε το σκοινί. Αυτός ο άλλος το πέρασε θηλιά γύρω από το λαιμό της κόρης μας. Και την κρέμασε από το δέντρο στο πάρκο της Μπαντ Ντιρκχάιμερ Στράσε. Η Εγκληματολογική Υπηρεσία το απέκλεισε αυτό, παρά τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή.
Ρώτησαν όλους τους μαθητές του σχολείου, ερεύνησαν τα πάντα, πήραν όρκο ότι δεν άφησαν τίποτα που να μην το ψάξουν. Έτσι δεν είναι; Ούτε μάρτυρες ούτε αποδείξεις βρήκαν.
Η κόρη μου δεν είχε μελαγχολία στην καρδιά της. Έπεσε θύμα δολοφόνου. Κι αυτόν τον δολοφόνο πρέπει επιτέλους να τον βρείτε, κύριε Φρανκ. Σας παρακαλώ, σας ικετεύω γονατιστός».
Ο επιθεωρητής Φρανκ ξεπερνά τους ενδοιασμούς του και αρχίζει μια νέα έρευνα.
Με φόντο ή και πρόσχημα μια αστυνομική ιστορία, ο πολυβραβευμένος Γερμανός συγγραφέας Φρίντριχ Άνι εστιάζει στα συναισθήματα των πρωταγωνιστών του, φωτίζει τη μελαγχολία και τη μοναξιά και αποκαλύπτει την καθημερινή, υπόγεια και περίπλοκη βιαιότητα της ζωής.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]