Ομόφωνα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε θετικά, στην τελευταία συνεδρίασή του, για την έγκριση της γεωτεχνικής-στατικής μελέτης των περιμετρικών τειχών της Ακρόπολης των Αθηνών και του βραχώδους υποβάθρου τους, σε επιλεγμένες θέσεις άμεσης προτεραιότητας. Πρόκειται για μια σημαντική μελέτη, τόσο σε μεθοδολογικό, όσο και σε επιστημονικό επίπεδο, για την προστασία των τειχών του Ιερού Βράχου.
Το πλαίσιο της μελέτης, έπειτα από εισήγηση ειδικής επιστημονικής υποεπιτροπής, αποτελούμενης από τους καθηγητές Μανώλη Κορρέ, Πέτρο Κουφόπουλο και Μίλτο Χρονόπουλο, έχει υποβληθεί στην ΥΣΜΑ και εγκριθεί από την ΕΣΜΑ.
Σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με την διαθεσιμότητα των αναγκαίων κονδυλίων για την υλοποίηση του έργου μετά την έγκριση της μελέτης η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε:
«Το σύνολο των πόρων για την απρόσκοπτη συνέχιση των έργων στην Ακρόπολη είναι απολύτως διασφαλισμένο. Ήδη, εξελίσσονται ομαλά οι απορροφήσεις των πόρων, από το τρέχον ΕΣΠΑ 2014-2020. Η χρηματοδότηση του έργου προστασίας των τειχών έχει ήδη εξασφαλιστεί, καθώς αποτελεί τμήμα του ευρύτερου έργου που αφορά σε εργασίες αποκατάστασης και αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης, συνολικού προϋπολογισμού 10.000.000 ευρώ, το οποίο έχει ήδη εγκριθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η μέριμνά μας για την Ακρόπολη των Αθηνών αποτελεί σήμερα προτεραιότητά μας. Η μόλις εγκριθείσα από το ΚΑΣ μελέτη, επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα του συνόλου των υδραυλικών μελετών και έργων που από το 2020 εκτελούνται στον Βράχο, καθώς είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι η κίνηση του νερού και πολύ περισσότερο τα λιμνάζοντα ύδατα, αποτελούν βασική αιτία για τα προβλήματα που εντοπίζονται στα τείχη».
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, δεν υπάρχει θέμα ευστάθειας των τειχών στην υφιστάμενη κατάσταση. Επικινδυνότητα εκτεταμένων βλαβών ή κατάρρευσης προκύπτει μόνο σε περίπτωση ισχυρής σεισμικής δόνησης. Οι προτεινόμενες επεμβάσεις επιμερίζονται σε 5 διακριτές δέσμες:
– Δέσμη επεμβάσεων Α (αφορά τις ασθενικές περιοχές της αρχαίας εν ξηρώ δομής), που περιλαμβάνει αντικαταστάσεις διαβρωμένων αρχαίων δόμων και συμπληρώσεις ανοιχτών – χαινουσών κοιλοτήτων με νέους δόμους από υγιές υλικό.
– Δέσμη επεμβάσεων Β (αφορά τις ασθενικές και χαλαρές περιοχές των μεταγενέστερων λιθοδομών και λιθόδμητων επενδύσεων), που περιλαμβάνει αποκαταστάσεις με εφαρμογή νέου κονιάματος (ενσφραγίσεις, ενεματώσεις) και νέων λίθων (αντικαταστάσεις διαβρωμένων λιθοσωμάτων, τοπικές ανακτίσεις και συμπληρώσεις).
– Δέσμη επεμβάσεων Γ (αφορά στον κρίσιμο αρμό ποδός των διατομών), που περιλαμβάνει ενσφραγίσεις του αρμού με βαθύ αρμολόγημα, ενεματώσεις με ενέσιμο κονίαμα πλήρωσης και ενσφηνώσεις νέων λίθων, με στόχο την εξασφάλιση δεσμού υψηλής αντοχής και συνοχής-τριβής με τον υποκείμενο βράχο.
– Δέσμη επεμβάσεων Δ: Aποτόνωση των Τειχών μέσω αποχωμάτωσης και ελεγχόμενης επανεπίχωσης.
– Δέσμη επεμβάσεων E: Προστασία των επισκεπτών στα κατάντη του Βράχου, μέσω παθητικών μέτρων ανάσχεσης – συγκράτησης κορημάτων, λίθων ή βραχοτεμαχών.
Η υφιστάμενη κατάσταση διατήρησης του τείχους
Οι ιστορικές καταρρεύσεις τμημάτων και οι συνεχείς επεμβάσεις στερεώσεως των τειχών αποτελούν την βασική μαρτυρία ότι τα αρχαία τείχη παρ’ όλη τη προσεγμένη τους κατασκευή παρουσίασαν στατικά προβλήματα και σε ορισμένες περιπτώσεις κάτω από ισχυρές καταπονήσεις (σεισμούς, ωθήσεις γαιών) αστόχησαν. Σε περιοχές πάλι που αυτά διατηρούνται, έχουν υποστεί έντονες παραμορφώσεις. Χαρακτηριστική είναι η απόκλιση προς τα έξω του νότιου τείχους στη ΝΔ γωνία του Παρθενώνα. Οι νεώτερες επεμβάσεις στους όψιμους χρόνους της Τουρκοκρατίας που απέβλεπαν στην αντιμετώπιση αυτών των σοβαρών στατικών προβλημάτων, κυρίως με την προσθήκη αντηρίδων, ποδαρικών και εξωτερικών επενδύσεων των τειχών, δεν είναι γνωστό κατά πόσον έλυσαν τα προβλήματα ή αν παραμένουν σοβαρά στατικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν.
Παρατηρούνται ακόμη παραμορφώσεις και φουσκώματα σε τμήματα των τειχών που οφείλονται πιθανότατα σε ωθήσεις γαιών, αποκόλληση των νεώτερων επενδύσεων από τα αρχαία τείχη, είτε και σε προβλήματα της θεμελιώσεως (ολίσθηση, υπερφόρτιση).
Η κίνηση του νερού αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα φθοράς των τειχών. Κινείται ή λιμνάζει στην επιφάνεια. Αποθηκεύεται σε μεγάλες ποσότητες στις επιχώσεις αυξάνοντας τις πλάγιες ωθήσεις. Εξατμίζεται σταδιακά από την τοιχοποιία προκαλώντας διάβρωση και τέλος απορρέει στην επιφάνεια του βράχου δημιουργώντας προβλήματα στην θεμελίωση. Η έντονη, κατά θέσεις, υγρασία έδειξε ότι τα νερά εισχωρούν ανεξέλεγκτα στη μάζα του τείχους και ακολουθούν τυχαία πορεία, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι έντονες εξαλλοιώσεις του πετρώματος.
Η διάβρωση και αποσάθρωση του αρχαίου τείχους, με την ταυτόχρονη μείωση των μηχανικών χαρακτηριστικών του, είχε ως αποτέλεσμα τμήματά του να καταπέσουν. Οι περιοχές αυτές συμπληρώθηκαν, σε διάφορες περιόδους, με διάφορα υλικά και διαφορετικές τεχνοτροπίες από τη αρχαία δόμηση. Στις νέες κατασκευές χρησιμοποιήθηκαν δόμοι μικρότερων διαστάσεων από την αρχική καθώς και χρήση κονιάματος.
Τμήματα των νέων προσθηκών μετά από διάβρωση και αποσάθρωση του κονιάματος κατέπεσαν και έγιναν νέες συμπληρώσεις, με αποτέλεσμα ο τοίχος στην εξωτερική του όψη να παρουσιάζει ποικίλες τεχνοτροπίες και υλικά δόμησης τόσο σε σύσταση όσο και σε γεωμετρία. Μεγάλες ζημίες, επίσης, προκλήθηκαν από βομβαρδισμούς που δημιούργησαν διάκενα στο τείχος και χαλάρωση της δομής του.
Στις μεγάλες αναστηλώσεις του Ν. Μπαλάνου έγιναν εκτεταμένες εργασίες, κυρίως στη νότια πλευρά για τη στερέωση και προστασία του τείχους. Αυτό έγινε με την κατασκευή υψηλών τειχών χρησιμοποιώντας λίθους μικρών διαστάσεων και συνδετικό υλικό από κονίαμα. Η εξαλλοίωση του κονιάματος οδήγησε σήμερα το εξωτερικό συμπλήρωμα στη νότια πλευρά να βρίσκεται κατά τόπους σε οριακή κατάσταση ισορροπίας, έτοιμο να καταπέσει με κίνδυνο να προκληθεί αλυσιδωτή κατάπτωση των υπερκείμενων δόμων καθώς και προβλήματα γενικότερης ευστάθειας του αρχαίου τείχους. Στις περιοχές που έχουν αποσπαστεί δόμοι διακρίνεται ότι η σύνδεση του εξωτερικού συμπληρώματος με το αρχαίο τείχος γινόταν μέσω κονιάματος. Η εξαλλοίωση κυρίως του κονιάματος, έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει σήμερα πρόσφυση (σύνδεση) του εξωτερικού συμπληρώματος με το εσωτερικό αρχαίο τείχος.