«Οι Δαναΐδες», η σπουδαία ιταλόφωνη τραγωδία, η μόνη που ολοκλήρωσε και εξέδωσε ο ίδιος ο Ανδρέας Κάλβος, ποιητής της ελευθερίας, δύο αιώνες πριν, παρουσιάζεται φέτος, για πρώτη φορά, 150 χρόνια από τον θάνατό του, στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, την Παρασκευή 2 και το Σάββατο 3 Αυγούστου, σε σκηνοθεσία Νατάσας Τριανταφύλλη, με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.
Ο γνωστός μύθος των Δαναΐδων, συναντά στο ποιητικό σύμπαν του Κάλβου, τις μεγάλες εικόνες και την ορμητική μελαγχολία του, περνάει μέσα από τα ρεύματα του νεοκλασσικισμού και του ρομαντισμού της εποχής του, και καταφέρνει να εκφράσει το όραμα του σημερινού ανθρώπου για ανεξαρτησία αλλά και κοινωνική συνοχή.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Άργος. Οι πενήντα γιοι του Αίγυπτου, αδελφού του βασιλιά του Άργους, Δαναού, ζητούν σε γάμο τις πενήντα κόρες του Δαναού, Δαναΐδες. Ο βασιλιάς φοβάται ότι ένας από τους γαμπρούς του θα τον εκθρονίσει, έχοντας λάβει μάλιστα σχετικό χρησμό από το μαντείο. Σε μια προσπάθεια να αποφύγει το μοιραίο, ο Δαναός δίνει εντολή στις κόρες του να δολοφονήσουν τους συζύγους τους, τη νύχτα του γάμου. Η μόνη που παραβαίνει την εντολή του αλλά και αρνείται τον χρησμό είναι η Υπερμνήστρα, η οποία είναι ερωτευμένη με τον άντρα της, τον Λυγκέα, όπως και εκείνος, μαζί της.
Στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, δίπλα στο αρχαίο τείχος της πόλεως, μερικά μέτρα από την θάλασσα, για πρώτη φορά το ποιητικό κείμενο του Ανδρέα Κάλβου θα απελευθερωθεί το ίδιο και θα εμπνεύσει ελευθερία. Για τη Νατάσα Τριανταφύλλη είναι και η πρώτη φορά που σκηνοθετεί στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Μιλήσαμε μαζί της.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την παράσταση;
«Είναι μια πολύ σημαντική συνάντηση για μένα, αφενός γιατί έχουμε τη χαρά να αποκαλύπτουμε για πρώτη φορά στη σκηνή την τραγωδία αυτή του Κάλβου, και έπειτα γιατί έχω την ευτυχία να ξανανταμώνω και πάλι με αυτή την “άτυπη” θεατρική οικογένεια ηθοποιών και συντελεστών στην οποία έχω την χαρά να ανήκω. Αυτή την φορά μάλιστα, έχουμε την τύχη να “καταλύουμε” σε αυτό το σπουδαίο, μικρό, αλλά μέγα θέατρο της Επιδαύρου. Οι στίχοι του Κάλβου ήταν η αφορμή και η έμπνευση για όλους μας, να δημιουργήσουμε το σύμπαν των Δαναΐδων, ένα σύμπαν γεμάτο από ιδιάζουσες ψυχικές δυναμικές, και λεπτές αισθήσεις. Κάπου εκεί συναντήσαμε και τις αντίστοιχες δικές μας».
Τι διαπραγματεύεται στον πυρήνα της, η υπόθεση του έργου;
«Αιφνιδιάστηκα όταν συνειδητοποίησα, ότι σχεδόν είκοσι χρόνια πριν τις “Ωδές”, ο Κάλβος στις Δαναΐδες διαπραγματεύεται και πάλι την έννοια της ελευθερίας. Σε πεδίο πιο ανθρωποκεντρικό βέβαια απ’ ότι στις “Ωδές” του. Διαπραγματεύεται τη στιγμή εκείνη όπου ο άνθρωπος βρίσκεται σε ένα παράξενο μεταίχμιο, όπου πρέπει να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Και οι τρεις ήρωες βρίσκονται ανάμεσα σε δύο πόλους, οι οποίοι τους έλκουν αντίρροπα. Αναζητούν να απελευθερωθούν, βρίσκοντας τη δική τους καινούρια ισορροπία».
Η τραγωδία –γραμμένη το 1813- ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο. Που αποδίδετε αυτή την «καθυστέρηση» και τι είναι αυτό που οδήγησε εσάς στην επιλογή του συγκεκριμένου ανεβάσματος;
«Υπάρχει σίγουρα μια αντικειμενική ερμηνεία, ότι πριν τη μετάφραση και την επιστημονική δουλειά του Δημήτρη Αρβανιτάκη και της επιστημονικής ομάδας στο Μουσείο Μπενάκη, το έργο μας ήταν ουσιαστικά άγνωστο. Εκδόθηκε μόλις τρία χρόνια πριν, στα “Άπαντα του Ανδρέα Κάλβου”, από το Μουσείο. Απ’ την άλλη, ακολουθεί και αυτή η τραγωδία, το μυστήριο παιχνίδι που παίζει η μοίρα, με τη ζωή του Κάλβου. Μας αποκαλύπτεται λίγα χρόνια μετά. Σαν τα αστέρια, που το φως τους το βλέπουμε πολλά χρόνια αργότερα. Αυτό είναι κάτι που με ενέπνευσε πολύ. Έπρεπε να φτάσει το φως και σε μας».
Που εστίασε η σκηνοθετική σας προσέγγιση;
«Ο Κάλβος είναι ένας ποιητής σκηνοθέτης. Καταφέρνει να μας συγκινεί με τις μεγάλες εικόνες που φτιάχνει και που παρακολουθούν την κίνηση του ανθρώπινου ψυχισμού μας αλλά και του κόσμου με έναν λεπτομερειακό αλλά και πολύ επιδραστικό στον αναγνώστη ή θεατή τρόπο. Όλοι μαζί θελήσαμε να αφεθούμε σε αυτό το μαγικό καλβικό σύμπαν, δίνοντας έμφαση στις έντονες αντίρροπες δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ των ηρώων».
Τα γραμμένα στα ιταλικά χορικά έχει μελοποιήσει η Monika. Κάποιο σχόλιο για τη συνεργασία σας;
«Νιώθω πολύ τυχερή που συναντηθήκαμε με τη Μonika. Σαν συνεργάτες πρώτα, πριν από πέντε χρόνια στην “Αντιγόνη”, και σαν φίλες έπειτα. Πιστεύω ότι η δουλειά της στις Δαναΐδες, είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχει κάνει. Κατάφερε, μέσα από το πάντρεμα του μελοδράματος και της σύγχρονης αισθητικής της να μεταφέρει σε μας μουσικά την αίσθηση των μεγάλων εικόνων του Κάλβου. Είναι μια πολύτιμη συνεργάτης, κυρίως γιατί η ιδιοφυΐα και το ταλέντο της, καταφέρνουν να ενώνουν πολύ αποτελεσματικά κάθε σκηνοθετική ιδέα και σκέψη, με την προσωπική της ανάγκη».
Περιγράψτε μας μια σκηνή, πείτε μας κάποια λόγια από το έργο –ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«Με συγκινεί από την πρώτη μέρα που διάβασα το κείμενο, δυο χρόνια πριν, το σημείο εκείνο όπου ο Δαναός, λίγο πριν ζητήσει επιτακτικά από την κόρη του Υπερμνήστρα, να σκοτώσει τον άντρα της Λυγκέα, κάνει ένα “ταξίδι” στις στιγμές εκείνες όπου η κόρη του ήταν μικρή, τότε που μεταξύ τους αναπτυσσόταν αυτή η οικογενειακή γαλήνη. Εμφανώς θέλει να οδηγήσει την κόρη του σε μια ψυχική συγκίνηση τέτοια, όπου ό,τι και να της ζητήσει να μην του αρνηθεί. Κι όμως για κάποια δευτερόλεπτα, πιστεύω ότι ο πατέρας Δαναός συγκινείται στ’ αλήθεια. Μέσα σε αυτό των μεγάλων εντάσεων έργο, ζει μερικά δευτερόλεπτα αγάπης. Για μένα αυτή η μεγάλη αντίφαση, δικαιώνει πολλά πράγματα. Κυρίως την ελπίδα ότι το φως ξεπροβάλει πάντα εκεί που δεν το περιμένεις».
Σκέψεις και συναισθήματα για τη σκηνοθετική εμπειρία στον χώρο της αρχαίας Επιδαύρου;
«Είναι ένα δώρο που σου χαρίζεται προσωρινώς και που υποχρεούσαι να επιστρέψεις με επιπρόσθετη αξία. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν το θέατρο αυτόν τον χρόνο, ένιωθα να συναντάω με έναν παράξενο τρόπο το παρελθόν του θεάτρου, τους ανθρώπους που το έφτιαξαν, τους θεατές που κάθισαν στα ίδια εδώλια, χιλιάδες χρόνια πριν, εκείνους που είχαν χτίσει τα “τείχη” της πόλης ακριβώς στο πίσω μέρος της ορχήστρας. Το πιο παράξενο όμως είναι ότι εκεί, έκανα και τις πιο ειλικρινείς και ρηξικέλευθες για τη ζωή και την τέχνη μου σκέψεις. Το παρελθόν με ανάγκασε, ή μάλλον με βοήθησε, να συναντήσω την αλήθεια του μέλλοντος μου. Είναι πραγματικά μια εμπειρία, back to the future! Eίμαι ευγνώμων!».
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Δημήτρης Αρβανιτάκης και Έφη Καλλιφατίδη
Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη
Ερμηνεύουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Λένα Παπαληγούρα, Άρης Μπαλής.
Μουσική: Μόνικα – Τραγουδά η Άρτεμις Μπόγρη.
Φωτογραφίες: Λάμπρος Ρουμελιωτάκης.