Το βιβλίο «H καλλονή» της Κατερίνας Μπέη είναι μια αληθινή ιστορία γραμμένη σαν παραμύθι. Με αφορμή την κυκλοφορία του από τις εκδόσεις Key Books, η συγγραφέας και σεναριογράφος μίλησε μαζί μας.
Η «Καλλονή» είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα –μιλήστε μας γι’ αυτό, για τις πραγματικές ιστορίες που βρίσκονται πίσω από το βιβλίο.
«Η αρχική ιδέα μου ήταν να γράψω για την ομορφιά: όπως αυτονόητα την έχουμε στο μυαλό μας, αλλά κι όπως ενδεχομένως δεν φανταζόμαστε. Να μιλήσω για τα στερεότυπα που ακολουθούν την “ταμπέλα” της όμορφης και να δω τι συμβαίνει και πίσω από αυτά. Στην πορεία, συζητώντας με όμορφα κορίτσια για τις εμπειρίες τους, άρχισαν να μου αποκαλύπτουν σοκαριστικές ιστορίες κατάχρησης, κακοποίησης, μπούλινγκ και βίας σωματικής, λεκτικής και ψυχολογικής. Κι όλα αυτά με φυσικότητα, σαν να ήταν απόλυτα αποδεκτή κι επόμενη, κι από τις ίδιες, αυτή η αντιμετώπιση. Ξεκίνησα, λοιπόν, να γράφω την ιστορία της Ντάσα, μια Ουκρανής πανέμορφης κοπέλας που έρχεται παιδί ακόμη παράνομα στην Ελλάδα με τη μητέρα της και έβαλα πολλές πραγματικές ιστορίες ανακατεμένες με στοιχεία μυθοπλασίας, όπως γίνεται, συνήθως, στα βιβλία.
Φυσικά μίλησα και με κορίτσια του Ανατολικού μπλοκ, για τον τρόπο που έρχονται στην Ελλάδα και τις συνθήκες που ζουν. Όπως μίλησα και με κορίτσια που έχουν πάει σε καλλιστεία, έχουν κάνει μόντελινγκ στην Ελλάδα και το εξωτερικό, για να γράψω τη συνέχεια της ιστορίας. Έτσι δημιουργήθηκε ένα κράμα αλήθειας και μύθου και, τελικά, μετατοπίστηκε κάπως ο πυρήνας, και αντί να είναι μια ιστορία μόνο για την ομορφιά, στο τέλος διαμορφώθηκε σε μια ιστορία για τον ρατσισμό, την κατηγοριοποίηση και την προσπάθεια να ξεφύγεις από τον ρόλο που σου “φοράνε” οι άλλοι».
Υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη πως «η ομορφιά ανοίγει πόρτες». Τι μας διδάσκει, ως προς αυτό, η περίπτωσης της Ντάσα, της κεντρικής ηρωίδας;
«Η ιστορία της Ντάσα κινείται μέσα στο δίπολο του “η ομορφιά ανοίγει πόρτες” κι η “ομορφιά είναι καταραμένη”. Όσο και να θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την ομορφιά με τη λογική, τον εκλεπτυσμό και την πολιτική ορθότητα -κι οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό, όχι μόνο την ομορφιά- λειτουργούμε με αυτοματισμούς: “όμορφη, άρα κενή/ χαζή/ εύκολη/τυχερή/ δεν προσπάθησε για τίποτα/ τα βρήκε όλα εύκολα κ.τ.λ. Βέβαια, κάποιες από τις ταμπέλες επιβεβαιώνονται, κάποιες όμως κρύβουν πολύ πόνο κι απελπισία και, σε κάθε περίπτωση, όλες οι ταμπέλες, έχουν έναν υποβόσκοντα ρατσισμό.
Η Ντάσα ξεκινάει τη ζωή της, έχοντας την ομορφιά της σαν βαρίδι, σαν πηγή κακοποίησης κι υποτίμησης και κάποια στιγμή αποφασίζει να το αντιστρέψει όλο αυτό και να το “εκμεταλλευτεί”. Γίνεται μοντέλο, πάει σε καλλιστεία, ταξιδεύει, βγάζει χρήματα, τότε βέβαια μπαίνει σε έναν κύκλο πιο διευρυμένης εκμετάλλευσης και εμπορευματοποίησης του εαυτού της, αλλά έχει ωριμότητα κι ευαισθησία κι ενσυναίσθηση και διάθεση να υπερβεί αυτό που της συμβαίνει και, τελικά, μέσα από μια δαιδαλώδη πορεία τα καταφέρνει».
Από το υλικό που συγκεντρώσατε για τη συγγραφή του βιβλίου σας, υπάρχει κάποια ιστορία που ξεχωρίσατε;
«Είναι αρκετές οι σκηνές που ακόμα επιδρούν πάνω μου συναισθηματικά. Υπάρχει μια σκηνή που η ηρωίδα είναι σε προεφηβεία και κακοποιείται από τον φίλο της μητέρας της. Η μητέρα της, αδύναμη να αντιδράσει υπομένει και, τελικά, συγκαλύπτει.
Είναι κι άλλη μια σκηνή που η Ντάσα βρίσκει, επιτέλους, μια συμμαθήτρια-φίλη που την καλεί σπίτι της για φαγητό και τότε η Ντάσα έχει μεγάλη αγωνία που θα ζήσει μια “κανονική” εμπειρία με μακαρόνια με κιμά, γλυκό και οικογενειακό τραπέζι. Και, δυστυχώς, και πάλι έρχεται σε επαφή με την “αγία” οικογένεια και με καινούριες παραλλαγές συγκεκαλυμμένης βίας και δυστυχίας».
Το βιβλίο προλογίζουν οι φίλοι σας Φοίβος Δεληβοριάς, Άρης Δημοκίδης, Τζένη Μπότση, Φώτης Σεργουλόπουλος. Θα σταθούμε σε μία συγκεκριμένη φράση του κ. Δεληβοριά, ο οποίος σας αποκαλεί «λογοτεχνική ντετέκτιβ ψυχών». Νιώθετε, αλήθεια, έτσι;
«Πώς νιώθει στα αλήθεια ένας ντετέκτιβ; Κι ειδικότερα ένας ντετέκτιβ ψυχών; Με τιμάει πολύ ο χαρακτηρισμός του Φοίβου και, βέβαια, και όσα έγραψαν κι ο Φώτης, ο Άρης και η Τζένη. Για να απαντήσω στην ερώτηση θα πω, πως όταν γράφω, μυθιστόρημα ή σενάριο, βασική μου ανάγκη για να ξεκινήσω να πω την ιστορία, είναι να βρω τον χαρακτήρα του ήρωα. Ποιος είναι, γιατί είναι έτσι, ποια είναι τα τραύματά του και ποια τα απωθημένα του. Οπότε ναι, προσπαθώ, με μια έννοια, να γίνω ντετέκτιβ ψυχών, έστω κι ανύπαρκτων».
Πιστεύετε ότι, πλέον, η κοινωνία είναι περισσότερο έτοιμη να ακούσει και να «αγκαλιάσει» άτομα που έχουν υποστεί εκμετάλλευση και βία, όπως η Ντάσα;
«Πιστεύω πως είμαστε πιο έτοιμοι να ακούσουμε τέτοιες ιστορίες και να μην επικρίνουμε, κάνουμε χοντρά αστεία ή βγάλουμε εύκολα συμπεράσματα. Το να τις αγκαλιάσουμε, μάλλον, είναι το επόμενο βήμα. Έγινε, όμως, η αρχή».
Πόσο συνέβαλε, κατά τη γνώμη σας, στην ευαισθητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας σε τέτοια ζητήματα, το ελληνικό #meToo;
«Νομίζω πως είναι κάπως σαν την κότα με το αυγό. Το ελληνικό #metoo εκφράστηκε μαζικά και ορμητικά, όταν υπήρξε κάποια ρωγμή ελπίδας ότι μπορούσε να ακουστεί. Τα ίδια πράγματα σε άλλη χρονική στιγμή, όταν είχαν ειπωθεί, όχι μόνο δεν είχαν ευαισθητοποιήσει, αλλά είχαν θεωρηθεί, από γραφικά, υπερβολικά, ως ενοχλητικά».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]