Μνημείο Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας χαρακτηρίστηκε, σύμφωνα με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού, το Μνημείο Ζαλόγγου, στην ΠΕ Πρεβέζης, όπως αυτό σχεδιάσθηκε από τον γλύπτη Γεώργιο Ζογγολόπουλο και εκτελέσθηκε υπό την επίβλεψη του ιδίου, του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού και του μαρμαροτεχνίτη Ελευθέριου Γυφτόπουλου, ευρισκόμενου εντός του αρχαιολογικού χώρου της Κασσώπης, διότι αποτελεί ένα πρωτοποριακό έργο μοντέρνας γλυπτικής, μεγάλης κλίμακας, σε υπαίθριο χώρο, με εξαιρετική ιστορική, καλλιτεχνική και τεχνική αξία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου εξέφρασε τις θερμότερες ευχαριστίες του για την τιμητική αποδοχή και έγκριση του αιτήματός του για τον χαρακτηρισμό του Μνημείου Ζαλόγγου ως μνημείου εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας, καθώς και για την υποδειγματική συνεργασία με τις καθ’ ύλην αρμόδιες Διευθύνσεις και Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Ο Πρόεδρος του Ιδρύματος και ανιψιός του Γιώργου Ζογγολόπουλου, Νίκος Θεοδωρίδης, ο οποίος υπέβαλε το αίτημα χαρακτηρισμού προς το Υπουργείο εν όψει των εορτασμών των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση σημειώνει:
«Ο χαρακτηρισμός του γλυπτού “Ηρώον Ζαλόγγου” από το ΥΠΠΟΑ σαν Μνημείο Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς είναι δικαίωση τόσο για τον μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη, Γιώργο Ζογγολόπουλο, όσο και αναγνώριση της καλλιτεχνικής αξίας του ίδιου του μνημείου. Ταυτόχρονα, όμως, η απόφαση κήρυξης του ηρώου σε μνημείο είναι αναγνώριση της θυσίας των Ελλήνων της προεπαναστατικής περιόδου στον βωμό της Ελευθερίας και της εκκωφαντικής απάντησής τους στο δίλλημα “Ελευθερία ή Θάνατος», το δίλημμα που μετά από μερικά χρόνια έγινε κραυγή και σύνθημα και σύμβολο του Απελευθερωτικού Αγώνα. Είναι, επίσης, αναγνώριση στη συμβολή της Ελληνίδας, της ηρωίδας γυναίκας που πολέμησε και θυσιάστηκε δίπλα-δίπλα με τον άντρα, το σύζυγο και το γιο».
Ο χαρακτηρισμός του Μνημείου Ζαλόγγου συμπίπτει, κατά ευτυχή συγκυρία, με την επέτειο των 200 χρόνων από την Εθνική Παλιγγενεσία αλλά και με την 60ή επέτειο από τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου Ζαλόγγου.
Το γλυπτό είναι το πρώτο και μοναδικό μνημείο, τέτοιας κλίμακας, αφιερωμένο στην προεπαναστατική ιστορία της χώρας μας (1803). Έργο του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου, αποτελεί μοναδική περίπτωση έργου τέχνης στον δημόσιο χώρο.
Η φυσική του θέση αλλά και οι μνημειακής κλίμακας διαστάσεις του, 18 x 15 μ., το κάνουν ορατό από απόσταση 30 χλμ. γεγονός που το αφηγείται ο ίδιος ο δημιουργός του όταν το είδε από το πλοίο ταξιδεύοντας από Ελλάδα για Ιταλία, γράφοντας χαρακτηριστικά:
«Το Ηρώον τοποθετείται εις το χείλος κατακόρυφου βράχου […], η επικοινωνία και άνοδος προς τον βράχον γίνεται μόνον δια μιας στενής ατραπού διερχομένης μέσω απότομων βράχων. Προς βορράν το Ζάλογγον περιβάλλεται από τα μεγαλοπρεπή Ηπειρωτικά όρη. Κάτωθεν του βράχου και εις απόστασιν 800 μ. βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Κασσώπης. Μεταξύ Ζαλόγγου και θαλάσσης διέρχεται ο τουριστικός δρόμος Αθηνών – Κερκύρας. Κατά τον διάπλουν εσωτερικής γραμμής Κερκύρας και εξωτερικής Ιταλίας το μνημείον είναι ορατόν. Παρ’ όλον το τραχύ και μεγαλειώδες θέαμα των Ηπειρωτικών βουνών και την εκτεταμένην έννοιαν της θαλάσσης του Ιονίου Πελάγους, δημιουργείται ένα αίσθημα ισορροπίας και γαλήνης. Η κλίμαξ του Ηρώου προσαρμόζεται προς την κλίμακα του τοπίου», Γ. Ζογγολόπουλος, Αθήνα: Απρίλιος 1960.
Το μέγεθος του μνημείου σε όρους αστικού τοπίου, αντιστοιχεί σε μία πενταόροφη πολυκατοικία που αναπτύσσεται σε δύο οικόπεδα. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1954 και διήρκεσε μέχρι το 1960 και χρηματοδοτήθηκε από σχολικούς εράνους και από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το οποίο συνεισέφερε και με εργασία στρατιωτών αλλά και με αυτοκίνητα και άλλον τεχνολογικό εξοπλισμό. Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος με τη σύζυγό του, ζωγράφο Ελένη Πασχαλίδου – Ζογγολοπούλου, από το 1954 μέχρι και το 1960 κάθε άνοιξη άφηναν το εργαστήριό τους στο Ψυχικό και, φορτώνοντας τα εργαλεία της δουλειάς του ο Γ. Ζογγολόπουλος, επιβιβάζονταν σε ένα φορτηγό του στρατού και πήγαιναν στην Καμαρίνα στα ριζά του γκρεμού του Ζαλόγγου. Η δε πρόσβαση στο σημείο της ανέγερσης του μνημείου γινόταν από ένα υποτυπώδες μονοπάτι ανάμεσα από βράχια και θάμνους.
Το εσωτερικό του μνημείου είναι κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα και το περίβλημα με τις μορφές των γυναικών αποτελείται από 4.300 όγκους λευκής ηπειρώτικης πέτρας που βρήκε και επέλεξε ο καλλιτέχνης σε νταμάρι, σε απόσταση 160 χλμ. από το εργοτάξιο του μνημείου. Η πέτρα μεταφέρθηκε σε όγκους και σε διαστάσεις 50 x 25 x 20 εκ. και λαξευόταν in situ. Όλοι αυτοί οι εκατοντάδες τόνοι των υλικών έπρεπε να ανέβουν με τα χέρια στο εργοτάξιο. Μέσα δεν υπήρχαν. Ο ευρηματικός Ζογγολόπουλος κατασκεύασε ένα αναβατόριο, χρησιμοποιώντας τη μηχανή από ένα τζιπ του στρατού, καλώδια και τροχαλίες αλλά μετά από ένα ατύχημα, και για λόγους ασφαλείας, αποφάσισε ότι τα υλικά μπορούν να μεταφερθούν μόνο με ανθρώπους και ζώα. Η προσφορά εργασίας ήταν παλλαϊκή. Στρατιώτες, αλλά και γυναίκες και άνδρες, κάτοικοι των χωριών Καμαρίνας, Ζαλόγγου, Κρυοπηγής Πρεβέζης, με τα ζώα τους αλλά και με τα χέρια και στους ώμους τους, επί έξι χρόνια, κάθε άνοιξη, ανεβαίνοντας το δύσβατο μονοπάτι ανάμεσα από βράχια θάμνους και φίδια, κουβαλούσαν νερό, τσιμέντα, αμμοχάλικα, σίδερα και πέτρες στο εργοτάξιο ψηλά στον βράχο, όπου ο Ζογγολόπουλος με εργάτες, τεχνίτες και λιθοξόους κατασκεύαζε το έργο του.
Το αποτέλεσμα δικαίωσε τις προσδοκίες όλων. Το έργο ήταν τόσο εντυπωσιακό που αμέσως άρχισαν οι έριδες για την πατρότητα της ιδέας, αλλά και την πρωτοβουλία της κατασκευής. Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν ότι τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 10 Ιουνίου του 1961 με μεγάλη επισημότητα και παρόντες τους τότε Βασιλείς Φρειδερίκη και Παύλο, μέλη της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, εκπροσώπους της Εκκλησίας και πλήθος κόσμου.
Το μνημείο αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα εφαρμογής των αρχών του μοντερνισμού στη μνημειακή γλυπτική της Μεταπολεμικής Ελλάδας. Οι μορφές των γυναικών δεν αναπαριστούν γνωστές ιστορικές μορφές, αλλά εκ προθέσεως αφέθηκαν από τον γλύπτη χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και επιλέχθηκε η πλήρης αφαίρεση των λεπτομερειών του προσώπου και του κορμού, στοχεύοντας ο γλύπτης να αφήσει ελεύθερο τον θεατή να πλάσει με την ψυχή και τη φαντασία του την κάθε μία από αυτές τις γυναίκες. Έτσι, απέφυγε τον ρεαλισμό, παρόλο το ανθρωπομορφικό θέμα του μνημείου.
Το έργο διατυπώνει με σαφήνεια τη σύγχρονη έννοια landscape installation art, παρότι η ορολογία κατά την εποχή της δημιουργίας του έργου ήταν μάλλον άγνωστη. Τα ανοίγματα που δημιουργούνται καθώς οι γυναίκες φαίνεται να πιάνουν η μία την άλλη σέρνοντας τον χορό -ανοίγματα που θυμίζουν γοτθικές επιρροές ίσως, καθώς εκείνη την εποχή ο γλύπτης σπούδαζε χαλκοχυτική στην Ιταλία, έκαναν τον Ζογγολόπουλο να συνειδητοποιήσει ότι στη γλυπτική «κενό και πλήρες ισούται με ένα». Τα τεράστια κενά μεταξύ των μορφών αποτελούν «παράθυρα» θέασης αλλά και εναρμόνισης με τον περιβάλλοντα χώρο και καταφέρνουν να ενώσουν οπτικά τα σκληρά πετρώματα της Ηπείρου με τον γαλάζιο ουρανό του Ιονίου. Με την αφαίρεση αυτών των όγκων υλικού το μνημείο αποκτά μία ιδιαίτερη ελαφρότητα και διαφάνεια στον χώρο, παρόλο το τεράστιο μέγεθός του.
Τα χρόνια πέρασαν, η κακή αντικεραυνική προστασία και ο πάγος του χειμώνα κατέστρεφαν συνεχώς το μνημείο, οι επικλήσεις του Ζογγολόπουλου για την ανάγκη επισκευών ήταν προς ώτα μη ακοώντων.
Μετά τον θάνατο του γλύπτη και τη σύσταση του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου, το 2004, ένα από τα πρώτα πράγματα που απασχόλησαν τη Γενική Γραμματέα του Ιδρύματος, Υβόννη Θεοδωρίδη, που τότε διηύθυνε το Ίδρυμα καθώς ήταν ο άνθρωπος που εκτελούσε χρέη γραμματέως του Γιώργου Ζογγολόπουλου όταν ο καλλιτέχνης ήταν εν ζωή, ήταν η αποκατάσταση του Μνημείου Ζαλόγγου σε συνεργασία με τον Δήμο Ζαλόγγου και την Περιφέρεια Ηπείρου.
Τελικά, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού, ύστερα από ενέργειες του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου και της Περιφέρειας, το 2007, ο Δήμος Ζαλόγγου και η Περιφέρεια Ηπείρου πήρε ένα σημαντικό κονδύλι για την αποκατάσταση του έργου. Τμήματα από τις κεφαλές των γυναικών είχαν καταστραφεί και εξαφανιστεί τελείως, το Ίδρυμα Γεωργίου Ζογγολόπουλου αποφάσισε να αναθέσει στο Εργαστήριο Φωτογραμμετρίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου την τρισδιάστατη ψηφιακή αποτύπωση και γεωμετρική αποτύπωση του μνημείου. Η αποτύπωση έγινε από τρισδιάστατο σαρωτή laser, ο οποίος κατέγραψε 18 εκατομμύρια σημεία που απέχουν μεταξύ τους 2 εκ. Η επισκευή και αποκατάσταση του μνημείου από τεχνίτες, καλλιτέχνες και φοιτητές συντηρητές, καθώς και η νέας τεχνολογίας αντικεραυνική προστασία, διήρκεσε 5 χρόνια και έγινε με υποδείξεις, μελέτες και επιστασία του διευθυντή του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου και αρχιτέκτονα, Άγγελου Μωρέτη.
Η επισκευή του μνημείου, 47 χρόνια μετά την ανέγερσή του, απεκάλυψε διάφορες πινακίδες που επικάλυπταν η μία την άλλη και που είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα, κατά καιρούς, «εγκαίνια» του μνημείου. Θεωρώντας ότι και αυτές οι πινακίδες αποτελούν μέρος της ιστορίας του μνημείου ενσωματώθηκαν στη βάση του μνημείου μία-μία χωριστά.
Η κήρυξη του γλυπτού σε Μνημείο Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς διασφαλίζει την προστασία του μνημείου ώστε να έχει την επίσημη μέριμνα της Ελληνικής Πολιτείας, σύμφωνα με την ιστορική και πολιτιστική του αξία.
Η πρόσβαση στον ιερό βράχο και στο σημείο του μνημείου είναι δυνατή μόνο από ένα λιθόχτιστο μονοπάτι, 410 σκαλοπατιών, σε σχέδιο του Πάτροκλου Καραντινού. Η κατασκευή τελεφερίκ για εύκολη πρόσβαση στο μνημείο κρίνεται απαραίτητη. Η μη ύπαρξη τελεφερίκ και, γενικά, εύκολης πρόσβασης στον ιερό βράχο μειώνει την επισκεψιμότητα του μνημείου αλλά και το ενδιαφέρον επισκεπτών του ευρύτερου χώρου εφ’ όσον αποκλείει ομάδες όπως ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, μητέρες με μικρά παιδιά, εκπαιδευτικές εκδρομές μικρότερων ηλικιών, ΑΜΕΑ, κλπ. Αυτή την στιγμή η επισκεψιμότητα του μνημείου είναι 30-35.000 άτομα τον χρόνο που με την ύπαρξη τελεφερίκ θα πολλαπλασιαστεί τονώνοντας την τουριστική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής.
Εν τω μεταξύ, το ίδιο το ιστορικό γεγονός του Χορού του Ζαλόγγου φέρει άυλη πολιτιστική κληρονομιά, λαϊκή παράδοση, λογοτεχνία, θεατρικά έργα, χορό και μουσικά έργα από τα οποία, μέσα από τις ψηφιακές τεχνολογίες, μπορούν να παραχθούν διάφορα μέσα προβολής του γεγονότος, αλλά και του μνημείου του ίδιου.
Με την αύξηση της επισκεψιμότητας θα είχε πλέον νόημα και η δημιουργία Μουσείου για την κατασκευή, αλλά και την επισκευή του έργου, προβάλλοντας το σχετικό αρχειακό υλικό διότι και η επισκευή, και πολύ περισσότερο η κατασκευή, θεωρούνται ως τεχνολογικοί και καλλιτεχνικοί άθλοι έως σήμερα.
Το Μνημείο Ζαλόγγου, υπό κλίμακα 1/10, δημιουργήθηκε από τον γλύπτη σε τέσσερα ορειχάλκινα αντίτυπα, τα οποία βρίσκονται: στο Προεδρικό Μέγαρο, στην Εθνική Γλυπτοθήκη, στο Μουσείο Μπενάκη και στην Υπαίθρια Δημοτική Γλυπτοθήκη Ψυχικού που είναι αφιερωμένη στο έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου.