Το σύντομο αφήγημα «Η ξένη του 1854», που αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα της γραφής του Εμμανουήλ Λυκούδη (1849-1925), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, με Εισαγωγικό Σημείωμα του Σπύρου Τσακνιά (1929-1999).
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1893 και, στηριζόμενο σε πραγματικά γεγονότα, περιγράφει με δραματικό τρόπο την επιδημία χολέρας που ξέσπασε στην Αθήνα και τον Πειραιά, το 1854, σπέρνοντας τον πανικό και τον θάνατο στους δύστυχους κατοίκους. Κατά τους ιστορικούς, η επιδημία μεταδόθηκε από τα ξένα στρατεύματα.
«Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιος θα λησμονήση τι κακά έσυρε μαζί της; Είναι κάτι χρόνοι, όπου τραβούν οπίσω τους τα βάσανα, τις συμφορές, αλυσίδα βαρειά, ατέλειωτη αλυσίδα που σέρνεται στα στήθια. Αφορία από έτη, καταστροφές από σεισμούς, ελπίδες ξερριζωμένες, η ληστεία να βράζη στην Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Να μπαίνουν οι ληστρικές συμμορίες μέσα στας πόλεις, στας Θήβας, στη Λιβαδειά, στα Μέγαρα, η ξένη Κατοχή υβριστική να πατή κατάστηθα τη χώρα, χωρίς ούτε καν να πνίξη τη μαύρη διχόνοια! Και όμως δεν ήσαν αρκετά αυτά· όχι. Πίσω ήταν το πλειό φαρμακερό ποτήρι.
Ήταν γραφτό να στήση στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντήρι της, στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία. […]
Πώς μας ήρθε λοιπόν η θεοκατάρατη Ξένη;
Πολλά λένε. Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε πως μπήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθειά, στο μπαλαούρο, μέσα σε μια καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία.
Αχ! Έπρεπε στου κάβου Μαλιά τα κρεμαστά τα βράχια να εύρη μαύρη βαθειά καταβόθρα, τη μανιωμένη θάλασσα, τόσο βαθειά που να μην αποφανή ούτε το πόμολο του μεσιανού της καταρτιού, για να μη γλυτώση η Μαύρη Ξένη, για να μη φτάση να φέρη σ’ αυτό το δύστυχο τον τόπο την ερήμωσι.
Όμως αλλοιώς ήταν γραφτό·».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]