Στο πλαίσιο του αφιερώματος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) στον Στέφανο Λαζαρίδη, μια από τις δημοφιλέστερες όπερες όλων των εποχών, η σπαρακτική «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι, παρουσιάζεται στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ).
Η τρίπρακτη όπερα «Τόσκα», που βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο «Η Τόσκα» (1887) του Βικτοριέν Σαρντού, παρουσιάζεται σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια Νίκου Σ. Πετρόπουλου, στις 28 και 31 Ιανουαρίου και στις 4, 6 και 9 Φεβρουαρίου, στις 8 το βράδυ.
Με έμφαση στο στοιχείο της βίας και του σαδισμού
Η παραγωγή αυτή πρωτοπαρουσιάστηκε το 2007, μετά από πρόσκληση του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ, Στέφανου Λαζαρίδη, στον Νίκο Σ. Πετρόπουλο, ο οποίος μετέφερε τη δράση του έργου στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Ρώμη. Η παράσταση υπογραμμίζει το στοιχείο της βίας και του σαδισμού, ενώ επιτρέπει στα ακραία συναισθήματα να εκφραστούν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Στη Β΄ Πράξη της όπερας, ο εκβιασμός της πρωταγωνίστριας από τον λάγνο αξιωματικό Σκάρπια και η σκηνή στην οποία η Τόσκα τον φονεύει, αποκτούν διαστάσεις θρίλερ. Η ασπρόμαυρη αισθητική τής παραγωγής και οι υποβλητικοί φωτισμοί δίνουν στο θέαμα αέρα κινηματογραφικής ταινίας και, ειδικότερα, παραπέμπουν στις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού.
Ο Στέφανος Λαζαρίδης σημείωνε για την παραγωγή: «Η μετατόπιση του ιστορικού πλαισίου δεν επηρεάζει το βασικό θέμα της όπερας, που αφορά στα συναισθήματα και στις επιθυμίες των τριών βασικών χαρακτήρων. Φιλοδοξεί, όμως, να φέρει στον νου εικόνες πολύ πιο οικείες σε όλους μας, από συνθήκες που οι παλιότεροι έχουν ζήσει και οι νεότεροι έχουν ακούσει από αφηγήσεις και δει μέσα από ντοκιμαντέρ και τον κινηματογράφο. Συνθήκες οριακές, που αποτελούν τη βάση για τις συγκρούσεις που πραγματεύεται η όπερα του Πουτσίνι».
Ο σκηνοθέτης Νίκος Σ. Πετρόπουλος αναφέρει: «Τον Φεβρουάριο του 1944, σε μια Ρώμη παρωδία ανοχύρωτης πόλης, γεμάτη πρόσφυγες, κατασκόπους, διπλούς πράκτορες, πληροφοριοδότες, συνεργάτες Γερμανών, δωσίλογους, βασανιστές, φυγάδες, μέσα στον πάταγο των συμμαχικών βομβαρδισμών, στη συνεχή μετακίνηση, των γερμανικών στρατευμάτων και στον γενικό πανικό, η “Τόσκα” βρίσκει έναν ιδανικό ιστό, για να μας οδηγήσει σε ένα ρεαλιστικό ιστορικό δράμα του 20ού αιώνα».
Οπερατικό θρίλερ με θανάσιμες παγίδες
Στην «Τόσκα», το οπερατικό αυτό θρίλερ που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 1900, στη Ρώμη, τα παράφορα πάθη υπογραμμίζονται από την άκρως υποβλητική μουσική του Πουτσίνι. Ηρωίδα του είναι η Φλόρια Τόσκα, μια ντίβα της όπερας, μία γυναίκα παράφορα ερωτευμένη, που ζηλεύει παθολογικά τον σύντροφό της. Ο Βαρόνος Σκάρπια, ένας σκοτεινός άνδρας με απόλυτη εξουσία, ηδονίζεται από τον πόνο των θυμάτων του. Ανάμεσά τους, βρίσκεται ο εραστής και αγνός πατριώτης Μάριο Καβαραντόσι, ο οποίος οδηγείται στον θάνατο, όχι για τις ιδέες του, αλλά επειδή κατέχει την Τόσκα, την οποία ποθεί ο Σκάρπια. Η μηχανή είναι καλά στημένη. Από τις παγίδες του Σκάρπια δεν θα ξεφύγει κανείς.
Η αφηγηματική πλοκή της «Τόσκας» συμπεριλαμβάνει μια σειρά από ανθρώπινα θεμελιώδη ζητήματα: τον έρωτα, τη ζήλεια, τη διεστραμμένη λαγνεία, την πίστη στη φιλία. Και παρά το γεγονός ότι ο θάνατος σφραγίζει το έργο, εντούτοις η ουσία της πλοκής του είναι ο αβίωτος διχασμός της ηρωίδας, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εφιαλτικό δίλημμα.
Χωρίς αφύσικες ωραιοποιήσεις
Στη διαδικασία της σύνθεσης της «Τόσκας», η λέξη – κλειδί για τον Πουτσίνι ήταν ο ρεαλισμός που έγκειται στην αγριότητα των καταστάσεων και των εντάσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και αποδίδεται από τη μουσική με τρόπο άμεσο, χωρίς αφύσικες ωραιοποιήσεις. Η επιθυμία του συνθέτη ήταν το έργο να μη θυμίζει καθόλου όπερα. Για να το επιτύχει αυτό, προχώρησε σε σοβαρές επεμβάσεις στο ποιητικό κείμενο, με στόχο την ανάπτυξη μιας διαρκούς σκηνικής δράσης. Σημασία για τον Πουτσίνι δεν είχαν μόνο τα συναισθήματα των χαρακτήρων, αλλά, κυρίως, τα όσα θα καλούνταν να πράξουν.
Ένας από τους λόγους, για τους οποίους η «Τόσκα» παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις δημοφιλέστερες όπερες, είναι τα χαρακτηριστικά της κεντρικής ηρωίδας. Η Τόσκα αποτελεί το πρότυπο της οπερατικής ντίβας, τόσο με το τραγούδι, όσο και με τη συμπεριφορά της. Όλοι της οι χειρισμοί και τα συναισθήματα στοιχειοθετούν το κατεξοχήν οπερατικό στερεότυπο της ματαιόδοξης λυρικής τραγουδίστριας, παραδομένης στα δυνατά της ένστικτα. Πρωταγωνιστεί, είτε βρίσκεται πάνω στη σκηνή, είτε πίσω από αυτήν.
Ένας «ρομαντικός κυνικός»
O Στέφανος Λαζαρίδης, ένα σπουδαίο κεφάλαιο για την ευρωπαϊκή όπερα, θεωρείται διεθνώς από τους πλέον εμβληματικούς και επιδραστικούς αναμορφωτές του είδους. Ένας «ρομαντικός κυνικός», όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται, ξεκινούσε πάντα από μια ιδέα, με βάση την οποία δημιουργούσε ένα ολόκληρο σκηνικό σύμπαν. Η φιλοσοφία του συνοψιζόταν στην έκφραση, με την οποία περιέγραφε την προσέγγισή του στην όπερα: «distorted traditionalism», κάτι σαν «δημιουργικός επαναπροσδιορισμός της παράδοσης».
Στα τριάντα χρόνια που εργάστηκε στην Εθνική Όπερα της Αγγλίας στο Λονδίνο, πρότεινε στο βρετανικό, αλλά και στο παγκόσμιο κοινό παραγωγές που, σήμερα, θεωρούνται ιστορικές. Δεν του άρεσαν τα μεγάλα θέατρα (Κόβεντ Γκάρντεν, Βιέννη κ.λπ.), διότι τα θεωρούσε εργοστάσια, και ανέλαβε την ΕΛΣ, επειδή ήταν μικρή και θα μπορούσε να δουλέψει τα έργα στην κάθε τους λεπτομέρεια. Σε διάστημα που αποδείχτηκε εξαιρετικά σύντομο, μόλις μία καλλιτεχνική περίοδο, έθεσε τις βάσεις για τον μετασχηματισμό της από περιφερειακό θέατρο σε έναν Οργανισμό, ο οποίος θα συνομιλεί ισότιμα με σημαντικά λυρικά θέατρα σε όλο τον κόσμο.
Αντιμετωπίζοντας την όπερα, πρωτίστως, ως θέαμα, έδωσε μεγάλη σημασία στη σκηνοθεσία των έργων, θέλοντας να αποφύγει τη μουσειακή αναπαράσταση και επιλέγοντας μια γλώσσα που θα μπορούσε να απευθυνθεί σε ένα σύγχρονο κοινό. Πίστευε σε διαχρονικά ενδιαφέρουσες σκηνοθεσίες και, γι’ αυτό, ήδη από την πρώτη του καλλιτεχνική περίοδο, επέλεξε να παρουσιάσει σε νέες σκηνοθεσίες έργα του βασικού ρεπερτορίου. Παράλληλα, είχε σκοπό να παρουσιάσει στο αθηναϊκό κοινό διάσημες παραστάσεις. Για τον Στέφανο Λαζαρίδη, εξίσου σημαντικό υπήρξε το μουσικό μέρος. Γι’ αυτό, προχώρησε στη διεύρυνση της τάφρου της ορχήστρας στο θέατρο Ολύμπια, ώστε να μπορέσουν να παιχτούν με τον αρμόζοντα τρόπο όπερες με αυξημένες συμφωνικές απαιτήσεις.
Ταυτότητα παράστασης
Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός, σκηνοθεσία – σκηνικά – κοστούμια: Νίκος Σ. Πετρόπουλος, αναβίωση σκηνοθεσίας: Ίων Κεσούλης, φωτισμοί: Τζουζέπε ντι Ιόριο, διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος, διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου. Ερμηνεύουν: Φλόρια Τόσκα: Τσέλια Κοστέα, Μάριο Καβαραντόσι: Πάβελ Τσέρνοχ (26, 28, 31/1 & 4/2) – Δημήτρης Πακσόγλου (6, 9/2), Βαρόνος Σκάρπια: Δημήτρης Τηλιακός, νεωκόρος: Βαγγέλης Μανιάτης, Τσέζαρε Αντζελότι: Τάσος Αποστόλου, Σαρόνε: Διονύσης Τσαντίνης, Σπολέτα: Χρήστος Κεχρής, δεσμοφύλακας: Χρήστος Αμβράζης. Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ.
Πληροφορίες
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος: λεωφ. Συγγρού 364 – Καλλιθέα, τηλ.: 213 0885700. Τιμές εισιτηρίων: 60, 45, 40, 30, 20, 15, 12 (φοιτητικό – παιδικό), 10 (περιορισμένης ορατότητας) ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: ταμεία της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ (καθημερινά: 09.00 – 21.00), καταστήματα Public, ηλεκτρονικά: tickets.public.gr, ticketservices.gr και nationalopera.gr.