Το «Νυχτοδάσος» της Τζούνα Μπαρνς (1892-1982) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Αργυρώς Μαντόγλου.
Δημοσιογράφος στο επάγγελμα, η Αμερικανίδα συγγραφέας στο «Νυχτοδάσος» τολμά να ανιχνεύσει τα βαθιά σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, και δημιουργεί ένα λογοτεχνικό ορόσημο της φεμινιστικής και λεσβιακής λογοτεχνίας που θαύμασαν οι Τζέιμς Τζόυς, Γουίλιαμ Φώκνερ, Ντίλαν Τόμας, Φορντ Μάντοξ Φορντ.
Παρίσι, Μεσοπόλεμος. Η Ευρώπη σε παρακμή. Οι κοινωνικές τάξεις, η θρησκεία, η σεξουαλικότητα επαναπροσδιορίζονται. Η Ρόμπιν παντρεύεται τον «αριστοκράτη» Φέλιξ.
«Περπατούσε λίγο πιο πίσω από εκείνη. Οι κινήσεις της ήταν ελαφρώς βιαστικές και με κάποια πλάγια κλίση· αργές, αδέξιες αλλά χαριτωμένες, είχε το ανοιχτό βήμα της νυχτερινής φρουράς. Δεν φορούσε καπέλο και το ωχρό πρόσωπό της, με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά να φυτρώνουν ίσια στο μέτωπο, που έδειχνε ακόμα στενότερο με τις μπούκλες να πέφτουν σχεδόν στο ύψος των τέλειων τοξοτών φρυδιών της, είχε την όψη των χερουβίμ των έργων της Αναγέννησης· οι βολβοί των ματιών έμοιαζαν ελαφρώς στρογγυλεμένοι στο προφίλ, οι κρόταφοι χαμηλοί και τετράγωνοι. Ήταν επιβλητική, ωστόσο έμοιαζε ξεθωριασμένη, σαν κανένα παλιό άγαλμα του κήπου, το οποίο έχει αποτυπώσει τις κακοκαιρίες που πέρασαν από πάνω του και άντεξε, και δεν μοιάζει τόσο με έργο ανθρώπου, όσο με έργο του ανέμου και της βροχής και του περάσματος των εποχών και, παρότι είναι πλασμένο κατ’ εικόνα του ανθρώπου, αναδεικνύεται σε εικόνα μιας μοίρας ολέθριας. Και αυτός ήταν ο λόγος που ο Φέλιξ ένιωθε στην παρουσία της οδύνη αλλά και ευτυχία. Η σκέψη της, η νοερή εικόνα της, απαιτούσε από αυτόν μεγάλη ψυχική προσπάθεια· ωστόσο το να την ανακαλεί στο μυαλό του, αφότου εκείνη είχε φύγει, ήταν το ίδιο εύκολο όσο η αναπόληση μιας όμορφης αίσθησης χωρίς τις λεπτομέρειές της. Όταν χαμογελούσε, το χαμόγελο ήταν λιγάκι πικρό και περιοριζόταν μονάχα στο στόμα· είχε το πρόσωπο ανθρώπου που πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια η οποία δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί.
Τις επόμενες ημέρες περνούσαν πολλές ώρες στα μουσεία και, παρότι αυτό ευχαριστούσε τρομερά τον Φέλιξ, του έκαναν εντύπωση οι διακυμάνσεις της αισθητικής της: τη συγκινούσαν εξίσου τα ωραιότερα έργα αλλά και τα πλέον ευτελή. Όταν έπιανε κάποιο αντικείμενο, τα χέρια της έμοιαζαν να παίρνουν τη θέση των ματιών της. Και σκεφτόταν, “Έχει την αφή των τυφλών οι οποίοι, λόγω του ότι “βλέπουν” περισσότερα με τα δάχτυλά τους, σβήνουν περισσότερα από το μυαλό τους”. Τα δάχτυλά της προχωρούσαν, δίσταζαν, έτρεμαν, σαν να είχαν ανακαλύψει κάποιο πρόσωπο στο σκοτάδι. Όταν το χέρι της σταματούσε κάπου, η κλειστή παλάμη έμοιαζε σαν στόμα που ούρλιαζε. Εκείνες τις στιγμές ο Φέλιξ ένιωθε έναν απερίγραπτο φόβο. Η αισθαντικότητα των χεριών της τον τρόμαζε. […]
Κατάλαβε πως η αγάπη του για τη Ρόμπιν δεν ήταν επιλογή του ακριβώς, ήταν σαν το βάρος της ζωής του να είχε συσσωρευτεί στην άκρη ενός γκρεμού Είχε πιστέψει πως θα μπορούσε να φτιάξει το δικό του πεπρωμένο με επίμονη και συνεχή προσπάθεια. Αλλά με τη Ρόμπιν το πεπρωμένο ήταν σαν να στεκόταν ακάλεστο μπροστά του. Όταν της ζήτησε να τον παντρευτεί με μια τόσο απροκάλυπτη και αυθόρμητη λαχτάρα, ξαφνιάστηκε μόλις αντιλήφθηκε πως το αίτημά του έγινε δεκτό λες και η ζωή της Ρόμπιν δεν είχε καμία βούληση για να το απορρίψει».
Η Ρόμπιν εγκαταλείπει τον Φέλιξ-μαζί και το παιδί τους, και συνάπτει ερωτικές σχέσεις με δύο γυναίκες. Το πάθος της για νυχτερινές μοναχικές περιπλανήσεις και περιπέτειες, οδηγεί τις ερωμένες της στα όρια της παραφροσύνης.
«Το βιβλίο δεν είναι απλώς μια συλλογή ατομικών πορτρέτων· οι χαρακτήρες είναι όλοι σφιχτά δεμένοι μεταξύ τους, όπως και οι άνθρωποι στην πραγματική ζωή, περισσότερο εξαιτίας αυτού που αποκαλείται τύχη ή πεπρωμένο, παρά από συνειδητή επιλογή του ενός για τη συντροφιά του άλλου: το κέντρο του ενδιαφέροντος εντοπίζεται σε ολόκληρη τη σύνθεση που σχηματίζουν, παρά στα επιμέρους συστατικά της. Καταλήγουμε να τους μαθαίνουμε μέσα από την επίδραση που έχουν πάνω στους άλλους και από αυτά που λένε μεταξύ τους για τους άλλους. […]
Αν δούμε αυτούς τους ανθρώπους ως μια απωθητική παρέλαση τεράτων, δεν χάνουμε απλώς το νόημα, αλλά επικυρώνουμε τις επιλογές μας και σκληραίνουμε την καρδιά μας υποκύπτοντας στο βαθιά ριζωμένο αμάρτημα του εγωισμού. […]
Το έργο αυτό είναι ένα έργο δημιουργικής φαντασίας και όχι φιλοσοφική πραγματεία. […] Αυτό που θα ήθελα να ανακαλύψει ο αναγνώστης είναι το μεγάλο επίτευγμα του ύφους του, η ομορφιά της έκφρασης, η λαμπρότητα του πνεύματος και των χαρακτηρισμών και μια ατμόσφαιρα φρίκης και ολέθρου που μας φέρνει κοντά στην ελισαβετιανή τραγωδία» γράφει ο Τ.Σ. Έλιοτ στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης (1937) που περιλαμβάνεται και στην παρούσα.
Στην εισαγωγή της επανέκδοσης του έργου (2007) –που επίσης περιλαμβάνεται, η Τζάνετ Γουίντερσον σημειώνει: Κάποια κείμενα λειτουργούν όπως το ομοιοπαθητικό διάλυμα· δηλαδή, «νανο-ποσότητες» αρκούν για να προκαλέσουν σημαντικές αλλαγές για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Το “Νυχτοδάσος” είναι ένα νανο-κείμενο. […] Το “Νυχτοδάσος” είναι ο εαυτός του. Είναι ο δικός του επινοημένος κόσμος, εξωτικός και αλλόκοτος, και η ανάγνωσή του είναι σαν να πίνεις κρασί μ’ ένα μαργαριτάρι να διαλύεται μέσα στο ποτήρι. Έχεις απορροφήσει περισσότερα απ’ όσα νομίζεις, κι αυτό θα συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του. Από τώρα και στο εξής, ένα κομμάτι σου είναι επενδυμένο με μαργαριτάρι. […]
Δεν είναι η δική μου ιστορία ούτε η δική μου εμπειρία· δεν είναι η φωνή μου ούτε ο φόβος μου. Ωστόσο, μέσω της γλώσσας του, είναι ένα βέλος ευθύβολο, είναι ένα τραύμα που είναι και βάλσαμο. Το “Νυχτοδάσος” ανοίγει μέσα σου έναν χώρο που δεν κλείνει εύκολα.
Πονέσαμε για να γίνουμε αυτό που είμαστε, και ο πόνος της αγάπης –επειδή η ίδια η αγάπη είναι ένα άνοιγμα κι ένα τραύμα- είναι πόνος από τον οποίο δεν ξεφεύγει κανείς, εκτός και αν δραπετεύσει από την ίδια τη ζωή.
Το “Νυχτοδάσος” δεν είναι ένα κείμενο φυγής. Εγγράφεται μέσα στο κέντρο της ανθρώπινης οδύνης, απαρηγόρητο, αλλά με την αξιοπρέπειά του και την αψηφησιά του γίνεται, μέσα από μια παράξενη αλχημεία, το ίδιο του το βάλσαμο».
Πέρα από την αριστοτεχνική μετάφραση, η Αργυρώ Μαντόγλου υπογράφει και το Επίμετρο: «…Η Μπαρνς μάς εξωθεί να αναγνωρίσουμε την ανθρώπινη φύση στο σκοτάδι και τις σκιές που ελλοχεύουν στο “Νυχτοδάσος”, που είναι και η δική μας Νύχτα· επιχειρεί να μας πείσει πως μπορούμε να εισέλθουμε εκεί, και πως ακόμα κι αν νιώσουμε αποπροσανατολισμένοι, στο τέλος δεν θα χαθούμε. Γιατί η ανάγνωση του “Νυχτοδάσους” έχει να κάνει με την αντιμετώπιση των βαθύτερων φόβων και ανασφαλειών μας τόσο για την προσωπική μας ταυτότητα όσο και για εκείνη την “οικουμενική νόσο”, τη νόσο της αγάπης».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]