Ήταν το 2011, όταν οι Cure έδωσαν την τελευταία τους συναυλία σε σκηνή της Νέας Υόρκης. Εκείνη την εμφάνιση την αφιέρωσαν στα «ανήσυχα» τρία πρώτα τους άλμπουμ, που είχαν γράψει πριν βρουν τον δρόμο τους και πριν, με τον «σκοτεινό και βασανιστικό» ήχο της μουσικής τους, καθιερώσουν το gothic rock.
Αυτή την εβδομάδα, σύμφωνα με τους New York Times, το γκρουπ επιστρέφει για τρεις συναυλίες στο Madison Square Garden, ξεκινώντας μία μακρά περιοδεία στις ΗΠΑ με προοπτική διεύρυνσης, για μία νέα καριέρα που βλέπουν μπροστά τους.
Αυτό σημαίνει ότι το γνωστό μείγμα της μελαγχολικής και καταθλιπτικής μουσικής τους που ξεκίνησε με τα πρώτα τους τραγούδια στην post πανκ μουσική και που καταλήγει σε μία περισσότερο ποπ μουσική- με τη θεατρικότητα που διακρίνει την μπάντα- θα αναβιώσει ξανά, δίνοντας και το νέο στίγμα του συγκροτήματος.
Με τον Robert Smith στα φωνητικά, το μόνο σταθερό μέλος της μπάντας από την ημέρα της δημιουργίας του, οι Cure έχουν στο ενεργητικό τους 13 άλμπουμ και περισσότερα από 30 singles. Υπολογίζεται ότι είχαν πουλήσει 27 εκατομμύρια άλμπουμ μέχρι το 2004, ενώ από το 2010 ετοιμάζουν και την 14η δουλειά τους.
Ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 κυκλοφορώντας τον πρώτο δίσκο τους «Three Imaginary Boys» (1979) καθώς και διάφορα singles.
Μετά τη κυκλοφορία του «Pornography» (1982), το μέλλον του συγκροτήματος ήταν αβέβαιο και ο Robert Smith ήταν πρόθυμος να αφήσει στο παρελθόν το μελαγχολικό, καταθλιπτικό αποτύπωμα που είχε αποκτήσει το συγκρότημα. Με το single «Let’s Go to Bed» (1982), o Smith άρχισε να υιοθετεί μια ποπ αίσθηση μουσικής.
Η δημοτικότητά τους αυξανόταν καθώς περνούσε η δεκαετία και, πιο συγκεκριμένα, στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τραγούδια «Just Like Heaven», «Lovesong» και το «Friday I’m In Love» εισήχθηκαν στο Billboard Hot 100 chart. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι Cure ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα εναλλακτικής ροκ συγκροτήματα του κόσμου.
naftemporiki.gr