Στις 12 Ιουνίου του 1965 ένα βρετανικό συγκρότημα ποπ κυκλοφορούσε ένα τραγούδι, που όμως δεν έπειθε τους δύο κύριους συντελεστές του, οι οποίοι έπειτα από πολλές παλινωδίες και μετατροπές τελικά δέχθηκαν να το ηχογραφήσουν.
Το τραγούδι εκείνο, με το εμβληματικό ριφ της κιθάρας και τον αφοριστικό του στίχο «I can’t get no satisfaction…» χαρακτήρισε μία ολόκληρη γενιά κι έγινε ένα από τα κομμάτια-μύθος στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής.
Το συγκρότημα είναι οι Rolling Stones και ο δημιουργός του, ο κιθαρίστας Κιθ Ρίτσαρντς, το εμπνεύστηκε τυχαία 54 χρόνια πριν, επιστρέφοντας εξουθενωμένος στο ξενοδοχείο του έπειτα από μία συναυλία στη Φλόριντα των ΗΠΑ.
Ο Ρίτσαρντς ήταν τότε 21 ετών και είχε μόνο ένα πάθος, τα μπλουζ και ένα είδωλο, τον Τσάκ Μπέρι. Εκείνο το βράδυ δεν γνώριζε πως είχε δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στο μουσικό στερέωμα, ούτε καν ένα απλό σινγκλ. Ακόμη κι ο ίδιος δεν είχε πεισθεί ότι εκείνη η φράση, που ξεπήδησε σαν απόηχος του τραγουδιού «30 Days» του Τσακ Μπέρι, θα μπορούσε να έχει κάποιο μέλλον.
Την επομένη, ο Ρίτσαρντς έδειξε στον συνομήλικό του τραγουδιστή του συγκροτήματος, Μικ Τζάγκερ, το τραγούδι, ο οποίος κουνώντας το κεφάλι του, συναίνεσε να το δουλέψουν, αλλά χωρίς μεγάλη πεποίθηση για το τελικό αποτέλεσμα. Ο αρχικός στίχος «I don’t get no satisfaction», έγινε «I can’t get no satisfaction», και οι υπόλοιποι στίχοι άρχισαν να ρέουν αβίαστα στο μυαλό τους, δίπλα στην πισίνα του «Jack Tar Harrison Hotel», με τη σκληρή γλώσσα τους και τις προκλητικές εικόνες που περιγράφουν.
Είναι στίχοι που εκφράζουν απόλυτα την εικόνα των Stones το μακρινό 1965. Νεαροί επαναστάτες, με μεγάλο μουσικό ταλέντο και τάση για να δημιουργούν προβλήματα. Ο Τζάγκερ είχε αποδεχθεί τον ρόλο του κοινωνικού σχολιαστή, ενάντια στους περιορισμούς της κοινωνίας, στις επιταγές του καταναλωτισμού, τα στερεότυπα της διαφήμισης. Εμπνέεται από την αδυσώπητη κριτική του Μπομπ Ντίλαν, αλλά ο λόγος του δεν μοιάζει με την ποίηση και τη διάνοια του Αμερικανού τραγουδοποιού, είναι πιο άμεσος και χυδαίος συχνά, κατορθώνει όμως να συνεγείρει εκατομμύρια νέους που συμμερίζονται το ανικανοποίητό του, που πιστεύουν ακούγοντάς το πώς έχει γραφτεί γι’ αυτούς και ταυτίζονται απόλυτα.
Κι όμως ο Ρίτσαρντς δεν ήταν ευχαριστημένος. Αυτές οι τρεις επαναλαμβανόμενες νότες, εκείνο το ριφ που ανεβοκατεβαίνει…Ίσως να πρέπει να παρεμβάλλονται διαλείμματα, όπως κάνει ο Ότις Ρέντινγκ, να μην είναι συνεχόμενα. Είναι ακόμη αναποφάσιστος. Το ηχογραφεί πολλές φορές, πρώτα το «Chess Studios» του Σικάγου, μετά στα στούντιο της «Rca» στο Λος Άντζελες, όμως κάτι του λείπει. Ξαφνικά, η λύση έρχεται από κάποιον από μηχανής θεό. Ο πιανίστας Ίαν Στιούαρτ φέρνει και του προτείνει, άθελά του, μία νέα εφεύρεση. Είναι το μαγικό κουτί του «φαζ» (Maestro Fuzz-Tone) της Gibson. Ο Ρίτσαρντς το δοκιμάζει και το distortion αλλάζει τα πάντα! Πλέον, δεν λείπει τίποτα από το κομμάτι. Όλη η μπάντα χτίζει τον ήχο γύρω από τη μελωδία και πλέον από εκείνη τη στιγμή και μετά, η μοίρα των Stones δεν θα είναι πια η ίδια.
Κανείς δεν μπορεί να μετρήσει τις διασκευές του από άλλους, μεγάλους, καλλιτέχνες του μουσικού στερεώματος. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά κι εκατοντάδες τραγούδια που ακολούθησαν, οι Rolling Stones είναι ακόμη εδώ. Μοιάζει να μην έχουν βρει ακόμη αρκετή ικανοποίηση από τα πράγματα του κόσμου. Και κάθε φορά κλείνουν τις συναυλίες του με εκείνο το τραγούδι που έχει γίνει το σύμβολό τους και χαρακτηρίζει την αλύτρωτη κατάσταση των εφήβων σε όλες τις εποχές.
The Rolling Stones – (I Can’t Get No) «Satisfaction»
I can’t get no satisfaction, I can’t get no satisfaction
‘Cause I try and I try and I try and I try
I can’t get no, I can’t get no
He’s tellin’ me more and more about some useless information
Supposed to fire my imagination
That’s what I say
I can’t get no satisfaction, I can’t get no satisfaction
‘Cause I try and I try and I try and I try
I can’t get no, I can’t get no
How white my shirts can be
But, he can’t be a man ’cause he doesn’t smoke
The same cigarettes as me
That’s what I say
I can’t get no satisfaction, I can’t get no girl reaction
‘Cause I try and I try and I try and I try
I can’t get no, I can’t get no
And I’m doin’ this and I’m signin’ that
And I’m tryin’ to make some girl, who tells me
Baby, better come back maybe next week
Can’t you see I’m on a losing streak?
I can’t get no, oh, no, no, no, hey, hey, hey
That’s what I say, I can’t get no, I can’t get no
I can’t get no satisfaction, no satisfaction
No satisfaction, no satisfaction
I can’t get no