Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η ζωή του Αλέξανδρου Ιόλα αναδύεται από τις σελίδες του βιβλίου «IOLAS» του συγγραφέα Νίκου Σταθούλη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Ροδολίβος», βασισμένη σ’ ένα σπάνιο και πολύτιμο υλικό με πολύωρες ηχογραφημένες προσωπικές αφηγήσεις και συζητήσεις του Ιόλα με τον συγγραφέα, φωτογραφίες, αλληλογραφία και σπάνια ντοκουμέντα.
Με πολύτιμες προσωπικές σημειώσεις και καταγραφές από τη ζωή του Αλέξανδρου Ιόλα, όπως τη βίωσε από κοντά ο συγγραφέας τα τελευταία χρόνια της ζωής του Αλεξανδρινού συλλέκτη, ξετυλίγεται η προσωπικότητά του από τον συγγραφέα που επέλεξε και όρισε ο ίδιος ο Ιόλας, ως βιογράφο του, με επιστολή του, από τον Δεκέμβριο του 1985.
Τριάντα δύο χρόνια μετά τον θάνατο του κοσμοπολίτη Μαικήνα της Τέχνης, που ανέδειξε τους μεγάλους του Σουρεαλισμού και της Pop Art, o μύθος του Αλέξανδρου Ιόλα, όχι μόνο αντέχει στον χρόνο, αλλά, γιγαντώνεται, αποτελώντας ένα σημαντικό κεφάλαιο της παγκόσμιας Ιστορίας της Τέχνης.
Η τόσο γεμάτη ζωή του Ιόλα, έτσι όπως την αποτυπώνει με τη γοργή γραφή του και την ώριμη, κατασταλαγμένη ματιά του ο Νίκος Σταθούλης, μεταφέρει τον αναγνώστη στο κλίμα της νεότερης ιστορίας της χώρας μας, στα ευρωπαϊκά σαλόνια της τέχνης και της διανόησης και, στην εξέλιξη και πρωτοπορία της Αμερικής ως το κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής.
Ταυτόχρονα, μέσα από τις αφηγήσεις του Ιόλα, ο αναγνώστης μαθαίνει άγνωστες λεπτομέρειες για τους ανθρώπους που τον βοήθησαν στα πρώτα του βήματα -όπως ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Άγγελος Σικελιανός-, αλλά και για τους ανθρώπους που εκείνος πίστεψε και υποστήριξε με αφοσίωση, σκληρή δουλειά και ενστικτώδες όραμα, ώστε να περάσουν στο καλλιτεχνικό Πάνθεον -όπως ο Giorgio De Chirico, o Max Ernst, o Rene Magritte, ο Andy Warhol και πολλοί άλλοι διεθνείς και Έλληνες καλλιτέχνες.
Σκοπός του βιβλίου δεν είναι μία νοσταλγική περιγραφή της εκκωφαντικής ζωής του Αλέξανδρου Ιόλα, που αγάπησε την Ελλάδα όσο κανέναν τόπο, ενώ σ’ αυτήν την ίδια την Ελλάδα, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, βίωσε καταστάσεις, που τον τραυμάτισαν.
Σκοπός του βιβλίου, που για πρώτη φορά αποτυπώνει τη ζωή του Ιόλα σε μια δομή, η οποία ισορροπεί ανάμεσα σε κατάλογο έκθεσης και θεατρικό έργο, είναι η τεκμηρίωση της πνευματικής κληρονομιάς που έχει αφήσει αυτός ο μοναδικός και «παγκόσμιος» Έλληνας, και, εν τέλει, η γνωριμία του με τη νέα γενιά.
Ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και σύμβουλος τέχνης Νίκος Σταθούλης μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το βιβλίο σας «IOLAS – Η βιογραφία του Αλέξανδρου Ιόλα»;
«Ήταν η συγκεκριμένη στιγμή να βγει. Η προηγούμενη έκδοση ατύχησε στα χέρια ενός άθλιου εκδότη, ο οποίος δεν αγαπά το βιβλίο. Οι εκδόσεις “Ροδολίβος” υπηρετούν το βιβλίο και τους συγγραφείς».
Τι πιστεύετε ότι «είδε» σε εσάς και σας επέλεξε ως επίσημο βιογράφο του; Και πώς εσείς βιώσατε και βιώνετε αυτή του την επιλογή;
«Ήταν τιμή και ευθύνη. Να αποκαταστήσω το όνομά του και την υστεροφημία του. Κόστισε πολύ. Μια ζωή. Ήμουν νεαρός δημοσιογράφος. Με πίστεψε. Τον θαύμαζα. Ήμουν εκνευρισμένος με τον Αυριανισμό, αυτόν τον φασίζοντα λαϊκισμό. “Αυτή είναι η Ελλάδα” μου έλεγε. “Όχι. Δεν είναι η Ελλάδα αυτή” του έλεγα. “Να σας ζήσει τέτοια κατάντια” έλεγε και σύγκρινε τον Τύπο με αυτόν του προχιτλερικού Βερολίνου».
Μια άποψή του, μια φράση του, που θυμάστε περισσότερο συχνά;
«“Αύξου αεί…”».
Ποιο στοιχείο της προσωπικότητάς του αγαπήσατε περισσότερο;
«Την καλλιέργειά του. Τις γνώσεις του. Την ευαισθησία του. Τη γενναιοδωρία του. Σπάταλος άνθρωπος σε όλα του. Καμία τσιγκουνιά. Ζούσε για την Τέχνη. Η Τέχνη είναι σπατάλη».
Κάποιο που θα χαρακτηρίζατε ελάττωμά του;
«Αγαπούσε όλους τους Ανθρώπους. Το πλήρωσε ακριβά. Λάτρευε την Ελλάδα. Τον τσάκισε. Ήθελε να χαρίσει στη χώρα του ένα Μουσείο. Τον τελείωσαν. Ο Ροΐδης έγραψε : “Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας…”».
Λίγα λόγια σας για την κακεντρέχεια –στο πρόσωπό του- μέρους του ελληνικού Τύπου που πήρε διαστάσεις σκανδάλου;
«Ο Ελληναράς, με το που ήρθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία θέριεψε. Mια τραχιά τάξη ήρθε στα πράγματα, παραμερίζοντας τις εκλεπτυσμένες διαθέσεις των μικρόχαρων απολαύσεων της ελληνικής κοινωνίας, μετά την επτάχρονη περιπέτειά της. Αυτή η εξαίσια περίπτωση του Αλέξανδρου Ιόλα, για το ελληναριό της εποχής φάνταζε σαν βλασφημία. Στα πράγματα της χώρας ήρθε η αμορφωσιά. Η αγραμματοσύνη έψαχνε στόχους. Οι στόχοι ήταν εύκολοι στα πρώτα, αθώα ακόμα, χρόνια της δεκαετίας του ’80. Όποιος τολμούσε να ξεφύγει από τα αποπνικτικά όρια της μιζέριας των Πασόκων, τον ξέσκιζαν. Αλήτες, νταβατζήδες, μάγκες και συμμορίες είχαν αναλάβει να εξωραΐσουν τη χώρα. Το ελληναριό, το οποίο μέχρι τότε δεν ήταν συνηθισμένο να του τα “πει” κάποιος, ο οποίος απελευθερωμένος από ταμπού, θα μιλούσε ανοιχτά ακόμα και για τη σεξουαλική του ζωή, αγανάκτησε από τις συνεντεύξεις του Αλέξανδρου Ιόλα. Ήταν εκκωφαντικός ο τρόπος του για τους πρασινοαίματους κομπλεξικούς. Δημοσιογράφοι αγράμματοι, με οντολογικό φούσκωμα τεράστιο, οι οποίοι μάθαιναν στο αναγνωστικό κοινό όλες τις αποχρώσεις του ρoζ και του κίτρινου, γίνανε οι κήνσορες της ηθικής ενός τόπου, ο οποίος έψαχνε απεγνωσμένα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης να βρει το πρόσωπό του. Και σήμερα, αν ζούσε, τα ίδια θα αντιμετώπιζε. Ο λαϊκισμός έχει βρει το πρόσωπό του στον ΣΥΡΙΖΑ».
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη στάση του απέναντι σε όλον αυτόν τον πόλεμο που βίωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του;
«Η ζωή είναι κωμωδία γι’ αυτούς που σκέφτονται και τραγωδία γι’ αυτούς που αισθάνονται. Έχασε την υπομονή του. Γι’ αυτό έχασε τη μάχη. Τρία χρόνια τον “ξέσκιζαν”. Αλλά δεν έχασε ποτέ το θάρρος της γνώμης του. Ήταν η πανοπλία του. Το έμαθα κι εγώ».
«…όταν τον ρωτούσες για την τύχη της ανεκτίμητης συλλεκτικής περιουσίας του, απαντούσε: “Θα τη χαρίσω στους φίλους μου και στο κράτος”». Αν θέλετε θυμίστε μας τι, ακριβώς, συνέβη με την τύχη της συλλογής του;
«Ένας κοινός τόπος ακολασίας. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες, τσογλάνια από κάθε σημείο της Αττικής “μπούκαραν” κάθε βράδυ και έκλεβαν. Πλιάτσικο. Ο Φώτης Κουβέλης είναι ο ηθικός αυτουργός. Και η Μελίνα Μερκούρη –η οποία δεν αποδέχτηκε την κληρονομιά του».
Πώς σχολιάζετε τη μη αξιοποίηση του «κεφαλαίου Ιόλας», από το ελληνικό κράτος;
«Ποιο κράτος; Αγράμματοι και αμόρφωτοι μας κυβερνούν. Τι ξέρουν από Τέχνη αυτοί; Δεν είναι ικανοί να ξεχωρίσουν ένα χαρακτικό του Μαξ Ερνστ, από μια χαλκογραφία. Αν τους ρωτήσετε ποιος είναι ο Paul Thek δε γνωρίζουν».
Σε ποιον ανήκει, σήμερα, η βίλα του; Ποιος ευθύνεται για την εγκατάλειψη και τη μη αξιοποίησή της; Υπάρχει πιθανότητα να «ζωντανέψει» ξανά;
«Ανήκει, πλέον, στον Δήμο Αγίας Παρασκευής. Ο δήμαρχος Γιάννης Σταθόπουλος την αγόρασε αντί 3.000.000€. Το καλοκαίρι αρχίζουν οι εργασίες αποκατάστασης. Εξασφάλισε από τα ΕΣΠΑ 2.500.000€. Ελπίζω, το καλοκαίρι του 2020 να είναι επισκέψιμη».
Ποια θα ήταν, πιστεύετε, η άποψή του για τη σημερινή Ελλάδα;
«Η ίδια και χειρότερη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ο Ελληνάρας ξανά προς την “δόξα” του τραβά, μένοντας πάντα τραγικά πίσω από τα γεγονότα της εποχής του».
Κάποιο δίδαγμα, κάποιο συμπέρασμα, κάποια γεύση που πιστεύετε πως αφήνει η μελέτη της ζωής του Αλέξανδου Ιόλα;
«Όποιος ξέρει από τραγωδία, ξέρει και από έπη. Διαβάζοντας το βιβλίο θα αντιληφθεί ότι η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο, όπου παίζεται η ίδια τραγωδία με διαφορετικούς τίτλους».