Ο 15χρονος Γκάρι συναντά την 25χρονη Αλάνα και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Από αυτό το σημείο, ξεκινά μια παράξενη φιλία, που οδηγεί σε μια επαγγελματική συνεργασία με αλλοπρόσαλλές δυναμικές. Όλα αυτά, στην Καλιφόρνια του 1973.
Και η επιλογή της εποχής δεν είναι καθόλου τυχαία.
Βλέπετε, ήταν λίγο πριν κλείσει η δεκαετία του ’60 που το Χόλιγουντ άρχιζε να αλλάζει, να μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο, σε «Νέο Χόλιγουντ» δηλαδή, αρχικά με ταινίες σαν το «Μπόνι και Κλάιντ» και τον «Πρωτάρη», και στη συνέχεια με τον «Ξένοιαστο Καβαλάρη» του Ντένις Χόπερ. Το δε κοινό της εποχής έδειχνε αναπάντεχα πρόθυμο να ακολουθήσει αυτούς τους «ήρωες» σε ένα ταξίδι που, ξεκάθαρα, δεν είχε προορισμό. Και πολλές από τις ταινίες εκείνες που σημάδεψαν τα αμερικάνικα 70s έμοιαζαν να στήνονται κι αυτές χωρίς ένα ξεκάθαρο φινάλε, έναν αποσαφηνισμένο στόχο, ένα επιμύθιο.
Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει σε κάποιον, ας πούμε, «γραμμικά», μια ταινία σαν το «M.A.S.H.», το «American Graffiti» ή το «Nashville»; Δεν είναι ακριβώς ταινίες «πλοκής». Κουβαλούν μια μυρωδιά, μια ατμόσφαιρα, την αίσθηση ενός σύμπαντος που μονάχα μέσα στο «γνώριμο» περιβάλλον της ταινίας μπορείς να ανακαλέσεις.
Εντάξει, «έκλεψα» παραθέτοντας δυο ταινίες του Ρόμπερτ Άλτμαν, το σινεμά του οποίου ξεκάθαρα λατρεύει ο Πολ Τόμας Άντερσον που υπογράφει το «Πίτσα Γλυκόριζα», αφηγούμενος μια ιστορία που διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’70 και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γυριστεί και τότε – να ανήκει δηλαδή στο περιβόητο ρεύμα του «Νέου Χόλιγουντ».
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα πιο παράξενο σε αυτό τον ετεροχρονισμό, και αυτό είναι η πρωταγωνιστική παρουσία του Κούπερ Χόφμαν. Γιος του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, του εκλιπόντος ηθοποιού που υπήρξε συχνός συνεργάτης του Άντερσον, ο Κούπερ είναι πολύ κοντά στην ηλικία του 15χρονου ήρωα που ενσαρκώνει ενώ μοιάζει – αναπόφευκτα! – με μια νεαρά εκδοχή του πατέρα του (έχει αυτό το χαρακτηριστικό «χάσιμο» στο βλέμμα).
Το παραδέχομαι: Υπήρξαν μια-δυο φορές που χρειάστηκε προσπάθεια για να βάλω στην άκρη αυτή την παράξενη αίσθηση και απλά να παρακολουθήσω την ταινία, να αγνοήσω δηλαδή την απόπειρα του Άντερσον να στήσει μια χρονομηχανή, λες και δεν θέλει απλά να αναβιώσει το σινεμά εκείνης της περιόδου αλλά και να νεκραναστήσει τον φίλο του, σα να μας λέει «γύρισα πίσω στην Καλιφόρνια του 1973 και δε θα πιστέψετε ποιον συνάντησα!». Από την άλλη ίσως κι εγώ να το παρακάνω, ίσως τίποτα απ’ όλα αυτά να μην ήταν στις προθέσεις του σκηνοθέτη, αλλά απ’ ότι φαίνεται είχα σίγουρα ανάγκη να βυθιστώ ξανά σε μια ταινία όπου οι ρόλοι (και οι κατευθύνσεις της πλοκής) δεν είναι ξεκάθαρα προσδιορισμένοι.
Και το «Licorice Pizza» είναι μια πολύ «φιλόξενη» ταινία. Με την cinemascope, σχεδόν «χρυσαφένια» φωτογραφία της, δυο ανεπιτήδευτους και ολοζώντανους πρωταγωνιστές, «άφθαρτους» εκ των συνθηκών κιόλας (είναι η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση τόσο του Κούπερ όσο και της ροκ τραγουδίστριας Αλάνα Χάιμ) και ένα στόρι που ξετυλίγεται αναπάντεχα και ζωηρά, είναι πολύ εύκολο να αφεθείς στην αγκαλιά της, τόσο που έχεις την αίσθηση πως τελειώνει κάπως πρόωρα – και παρ’ όλα αυτά, διαρκεί 135 λεπτά. Ούτε μια στιγμή όμως δεν κοιτάζεις το ρολόι σου.
Ομοίως, διόλου δε σε απασχολεί η διαφορά ηλικίας του κινηματογραφικού ζεύγους – ούτε καν το γεγονός πως ο ένας είναι μόλις 15 ετών: Ο Γκάρι Βαλεντάιν μπορεί να είναι ανήλικος, είναι όμως μεγαλωμένος μέσα στη show business, σε συνθήκες δηλαδή που τον οδήγησαν στην υπέρβαση των ορίων του (κοινό state-of-mind όλων των ηρώων του Πολ Τόμας Άντερσον). Ακολούθως, η Αλάνα Κέιν μπορεί να είναι 25 ετών, το ασφυκτικό περιβάλλον της οικογένειας της όμως δείχνει να έχει ανακόψει την συναισθηματική της ωρίμανση: Όπως δεν μπορείς να μαντεύσεις τι πρόκειται να γίνει μετά, έτσι και ποτέ δεν ξέρεις ποιος εκ των δυο θα φερθεί πιο παιδιάστικα σε μια επικείμενη σύγκρουση τους. Η σχέση τους, ένα γαϊτανάκι αδέξιων συναισθηματικών συστολών και εκρήξεων, που αφήνει πίσω του φλασιές από άδολα βλέμματα, δαγκώματα χειλιών και χαμόγελα.
Τοποθετώντας αυτούς τους δυο στην πιο ταραγμένη πολιτικά συγκυρία των 70s (ο πόλεμος του Βιετνάμ, η κρίση του πετρελαίου, η κινηματική δραστηριότητα), και καθώς η παράξενη, περιπετειώδης σχέση τους εξελίσσεται, το «Licorice Pizza» ανασυνθέτει ευφάνταστα το κλίμα μιας μακρινής εποχής με τρομερές εμφανίσεις από τους Σον Πεν, Τομ Γουέιτς, Μπράντλεϊ Κούπερ και Μπένι Σάφντι (όλοι τους σε ρόλους προσωπικοτήτων – κλειδιά της περιόδου), «μπολιάζοντας» την όμως με μια εξίσου νοσταλγική μέτα-αναφορικότητα που δε διστάζει να λοξοκοιτάξει και τηλεοπτικά, ξεπερνώντας ακόμα και την εποχή όπου διαδραματίζεται (η Χάριετ Σάνσομ Χάρις επαναλαμβάνει «καρμπόν» τον ρόλο της αδίστακτης ατζέντισσας που ενσάρκωσε στο sitcom «Frasier» – για να ξεχωρίσουμε μονάχα μία από τις πολυάριθμες αναφορές).
Είναι ένα τέχνασμα, αλλά και μια επιλογή, που δεν σε «πετάει έξω» από την ταινία (γίνεται με μοναδική αφηγηματική χάρη και μαεστρία) ενώ έρχεται παρέα με ένα μικρό «αγκάθι»: Εκεί που παρακολουθούμε την Αλάνα και τον Γκάρι, ανιχνεύοντας ενδεχομένως ψήγματα μιας κάποιας χαμένης αθωότητας εκ του ασφαλούς («μια ταινία βλέπουμε!»), ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια εξωγενή νοσταλγία, μια νοσταλγία που δεν προκύπτει από το δράμα αλλά από το συναίσθημα του να βλέπεις μια ταινία που γυρίστηκε «τότε» για να ιδωθεί στο «τώρα». Γιατί ο Άντερσον μετασχηματίζει τα Καλιφορνέζικα 70s σε έναν μεγάλο παρελθοντολογικό καμβά όπου εντός του χωρούν όλα όσα ζήσαμε πριν μπούμε στο σινεμά, μια επιλογή που δεν είναι διόλου αυθαίρετη: στην Καλιφόρνια γυρίστηκαν μερικές από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του Αμερικάνικου σινεμά, από το «Halloween» μέχρι τον «Ε.Τ.», από τον «Εξολοθρευτή» μέχρι το «American Beauty». Αν πηγαίνεις σινεμά, τους ξέρεις αυτούς τους δρόμους.
Κι όσο πιο όμορφα επιτυγχάνεται αυτή η περίτεχνη ανασύσταση του «παρελθόντος», τόσο πιο βαριά στέκεται η υπενθύμιση του παρόντος σε αυτή την αβάσταχτα τρυφερή ταινία, όπου όλα δείχνουν τόσο όμορφα ακριβώς επειδή δε θα τα ξαναζήσουμε ποτέ.
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Πολ Τόμας Άντερσον
Μουσική: Τζόνι Γκρίνγουντ
Παίζουν: Αλάνα Χάιμ, Κούπερ Χόφμαν, Σον Πεν, Τομ Γουέιτς, Μπράντλεϊ Κούπερ, Μπεν Σάφντι
Διάρκεια: 135’
Βγαίνει επίσης και η κωμική περιπέτεια «Ο Άνθρωπος του Βασιλιά: Το Ξεκίνημα», τρίτη κατά σειρά ταινία της σειράς «Kingsmen», χωρίς τον Κόλιν Φερθ, αλλά με τον Ρέιφ Φάινς, σε ένα πρίκουελ που βρίσκει την οργάνωση στα σπάργανα της, λίγο πριν την έναρξη του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια από τα action-pieces έχουν πλάκα (άντε και ο Ρις Ίφανς), ο ψευτο-ρεβιζιονισμός της, χάριν ενός «α-πολιτικού» χαβαλέ, όχι και τόσο.