«Σχετικά με το τίποτα» είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του Γούντι Άλεν που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Με τη μοναδική του ικανότητα να λέει ιστορίες, ο Γούντι Άλεν μάς γυρίζει πίσω στην παιδική του ηλικία στο Μπρούκλιν· στα πρώτα χρόνια της αμερικανικής τηλεόρασης, όταν εργάστηκε ως ευθυμογράφος σε τηλεοπτικές επιθεωρήσεις στο πλευρό θρυλικών μορφών, όπως ο Μελ Μπρουκς και ο Νιλ Σάιμον· στα κλαμπ όπου εμφανιζόταν ως αυτοσχεδιαστικός κωμικός παλεύοντας να αναγνωριστεί το ταλέντο του και να βρει τον δρόμο προς την επιτυχία.
Κι ύστερα μας ταξιδεύει στον κόσμο των κινηματογραφικών πλατό, όταν πλέον άρχισε να γυρίζει τις πρώτες του κωμωδίες –«Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία», «Μπανάνες», «Τα πάντα γύρω από το σεξ», και μας ξεναγεί στην εξηντάχρονη παραγωγικότατη καριέρα του στο σινεμά, από τις κλασικές ταινίες του –«Ο νευρικός εραστής», «Μανχάταν», «Η Χάνα και οι αδελφές της»- ως τις πιο πρόσφατες –«Μεσάνυχτα στο Παρίσι», «Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη». Παράλληλα μιλά για τους γάμους του, τους έρωτές του και τις διάσημες φιλίες του, για την τζαζ μουσική που αγαπά να παίζει, για τα βιβλία του και τα θεατρικά του έργα, ενώ μαθαίνουμε για τους δαίμονές του, τα λάθη και τις επιτυχίες του και για τους ανθρώπους που τον σημάδεψαν.
«Όταν ήμουν μικρό αγόρι, οι αγαπημένες μου ταινίες ήταν αυτές που ονόμαζα κωμωδίες της σαμπάνιας. Μου άρεσαν οι ιστορίες που διαδραματίζονταν σε ρετιρέ όπου ο ανελκυστήρας ανοίγει κατευθείαν στο διαμέρισμα και ακούγονται οι φελλοί, όπου μειλίχιοι άντρες που μιλούσαν πολύ έξυπνα ερωτοτροπούσαν ρομαντικά με όμορφες γυναίκες που ραχάτευαν νωχελικά στο σπίτι, φορώντας κάτι που ενδεχομένως σήμερα φοριέται σε γαμήλιες τελετές στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Αυτά τα διαμερίσματα ήταν μεγάλα, συνήθως μεζονέτες, με πολύ λευκό χώρο. Μόλις έμπαινε κάποιος ή επισκέπτης κάποιου σχεδόν πάντα κατευθυνόταν μεμιάς προς ένα μικρό προσιτό μπαρ για να σερβιριστεί ποτό από καράφα.
Οι πάντες έπιναν όλη την ώρα και κανένας δεν αναγούλιαζε. Και κανένας δεν είχε καρκίνο και το ρετιρέ δεν έσταζε, και όταν χτυπούσε το τηλέφωνο μες στα μεσάνυχτα οι άνθρωποι από την Παρκ ή την Πέμπτη Λεωφόρο δεν ήταν αναγκασμένοι, όπως η μητέρα μου, να συρθούν από το κρεβάτι και να κοπανήσουν τα γόνατά τους ψάχνοντας ψηλαφητά μες στη σκοτεινιά για να βρουν τη μία και μοναδική μαύρη συσκευή και ν’ ακούσουν ίσως ότι τα κακάρωσε κάποιος συγγενής. Όχι. Η Χέπμπορν ή ο Τρέισι ή ο Κάρι Γκραντ ή η Μίρνα Λόι απλώς σήκωναν το τηλέφωνο στο κομοδίνο κάτι ίντσες από κει όπου κοιμούνταν, και το τηλέφωνο ήταν συνήθως λευκό και τα νέα δεν είχαν να κάνουν με καμιά μετάσταση ή καμιά θρόμβωση στεφανιαίας από χρόνια θανάσιμης κατανάλωσης κακής ποιότητας κρέατος, αλλά ως επί το πλείστον με επιλύσιμους γρίφους όπως “Πώς; Τι θες να πεις δεν είμαστε νόμιμα παντρεμένοι!;”».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]