Skip to main content

Επιλογές ζωής σε οριακές καταστάσεις

Το έργο της Κάριν Σλότερ «Η καλή κόρη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Στράτου Μυρογιάννη.

Ψυχολογικό θρίλερ και συνάμα ένας σύγχρονος προβληματισμός για σημαντικά κοινωνικά ζητήματα -σχολικός εκφοβισμός, οπλοφορία,  βιασμός,  λειτουργία της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, θανατική ποινή, οι ρόλοι των μελών μέσα στην οικογένεια. Η πένα της Σλότερ επιχειρεί μια τολμηρή ανατομία με ψυχογραφική και περιγραφική δύναμη που καθηλώνει.

Δύο μασκοφόροι εισβάλλουν στο σπίτι του δικηγόρου Κουίν, ενός ανθρώπου με μεγάλες αντιπάθειες στην τοπική κοινωνία, καθότι συχνά υπερασπίζεται βιαστές και κάθε είδους εγκληματίες. Η γυναίκα του, Γκάμα, δολοφονείται μπροστά στα μάτια των δύο κοριτσιών της. Οι μικρές βασανίζονται.

«Η Γκάμα άπλωσε τα χέρια της, αλλά αργά, λες κι είχε άμμο μπροστά της και προσπαθούσε να την σπρώξει. Ξαφνικά έδειχναν όλοι σαν να έχουν παγιδευτεί σε αργή κίνηση. Οι κινήσεις τους έμοιαζαν αδέξιες και τα σώματά τους φαίνονταν τόσο εύθραυστα σαν από πηλό. Η Σαμάνθα τούς παρακολουθούσε έναν-έναν, τα δάχτυλα της μητέρας της τυλιγμένα γύρω από την καραμπίνα. Τα νύχια της ήταν πολύ περιποιημένα. Ένας χοντρός κάλος στον αντίχειρά της από τον τρόπο που κρατούσε το μολύβι. Ακούστηκε ένα σχεδόν ανεπαίσθητο κλικ.          
Ο δείκτης των δευτερολέπτων πάνω σ’ ένα ρολόι.      
Μια πόρτα κλειδωμένη με σύρτη.        
Μία σκανδάλη να ελευθερώνει μια σφαίρα, χτυπώντας την μέσα στη θαλάμη μιας καραμπίνας.
Ίσως η Σαμάνθα να άκουσε το κλικ ή ίσως να διαισθάνθηκε τον ήχο καθώς κοιτούσε το δάχτυλο του τύπου με το μαύρο πουκάμισο όταν πάτησε τη σκανδάλη.
Μία έκρηξη κόκκινου χρώματος γέμισε τον αέρα.      
Αίμα εκτοξεύτηκε στο ταβάνι. Έσκασε κάτω στο πάτωμα. Πολλές ζεστές κοκκινωπές πιτσιλιές αίματος γέμισαν το κεφάλι της Σάρλοτ κι έσκασαν πάνω στο λαιμό και το πρόσωπο της Σαμάνθα.         
Η Γκάμα έπεσε στο πάτωμα.   
Η Σάρλοτ ούρλιαξε.    
Η Σαμάνθα αισθάνθηκε το στόμα της να προσπαθεί ν’ ανοίξει για να μιλήσει, αλλά ο ήχος έμενε παγιδευμένος μέσα στο στήθος της.  Είχε παγώσει. Ζεστό αίμα είχε ήδη δημιουργήσει μία λίμνη γύρω από τα πόδια της. Οι κραυγές της Σάρλοτ μετατράπηκαν σε μακρινή ηχώ. Όλα ξαφνικά έμειναν χωρίς ίχνος χρώματος. Όλα φαίνονταν ασπρόμαυρα, όπως η εικόνα του εργένη αγρότη. Μαύρο αίμα είχε εκτοξευθεί ακόμα και πάνω στην περσίδα του λευκού κλιματιστικού. Μικρά στίγματα είχαν πέσει στο τζάμι του παραθύρου. Έξω, ο νυχτερινός ουρανός είχε πάρει το γκριζωπό χρώμα του κάρβουνου με το μοναχικό και αχνό φως ενός μικρού και μακρινού άστρου.

Η Σαμάνθα άπλωσε τα δάχτυλά της για ν’ αγγίξει το λαιμό της. Σκόνη. Κόκαλο. Περισσότερο αίμα γιατί τα πάντα ήταν γεμάτα αίμα. Ένιωσε έναν παλμό στο λαιμό της. Ήταν η δική της καρδιά που χτυπούσε κάτω από τα τρεμάμενα δάχτυλά της ή τα κομμάτια της καρδιάς της μητέρας της;        
Τα ουρλιαχτά της Σάρλοτ δυνάμωσαν κι έγιναν σαν μια διαπεραστική σειρήνα. Το μαύρο αίμα έγινε κόκκινο πάνω στα δάχτυλα της Σαμάνθα. Το γκρίζο δωμάτιο πήρε ξανά έντονα, εκτυφλωτικά και έξαλλα χρώματα.

Νεκρή. Η Γκάμα ήταν νεκρή. Ποτέ ξανά δεν θα έλεγε στη Σαμάνθα να φύγει μακριά από το Πάικβιλ, ποτέ ξανά δεν θα της φώναζε επειδή θα έχανε μια εύκολη ερώτηση σ’ ένα τεστ, επειδή δεν θα πίεζε τον εαυτό της πιο σκληρά στο γήπεδο, επειδή δεν θα ήταν υπομονετική με τη Σάρλοτ, επειδή δεν θα ήταν χρήσιμη στη ζωή της.

Η Σαμάνθα έτριψε τα δάχτυλά της. Πάνω τους υπήρχε ένα θραύσμα από τα δόντια της Γκάμα. Της ήρθε εμετός. Δεν έβλεπε από τα δάκρυα. Ένας θρήνος δονούνταν μέσα στο σώμα της σαν μετρονόμος.

Μέχρι ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της, ο κόσμος είχε έρθει τα πάνω κάτω.

“Σκάσε!

Ο τύπος με το μαύρο πουκάμισο χαστούκισε τη Σάρλοτ τόσο δυνατά, που σχεδόν έπεσε από την καρέκλα. Η Σαμάνθα την έπιασε κολλώντας πάνω της. Και οι δύο έκλαιγαν, έτρεμαν και ούρλιαζαν. Δεν μπορούσαν  να πιστέψουν αυτό που συνέβαινε. Η μητέρα τους δεν μπορούσε να είναι νεκρή. Θα άνοιγε τα μάτια της από στιγμή σε στιγμή. Θα τους εξηγούσε τις λεπτομέρειες της λειτουργίας του καρδιαγγειακού συστήματος καθώς θα συναρμολογούσε ξανά το σώμα της».

Είκοσι οχτώ χρόνια αργότερα, μια δολοφονική επίθεση σε σχολείο της περιοχής ξαναζωντανεύει το τραυματικό παρελθόν της οικογένειας και γίνεται αφορμή για να έρθουν στο φως τα μυστικά που στοίχειωναν την καθημερινότητά της.

 «Συνοψίζοντας», διαβάζουμε στην Εισαγωγή του μεταφραστή, «θα υποστηρίζαμε ότι “Η καλή κόρη” είναι ένα σύγχρονο έργο αστυνομικής λογοτεχνίας με στοιχεία θρίλερ και γραμμένο με τέτοιον τρόπο που θα μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί στην οθόνη. Εκτός από την αγωνία και τις περγαμηνές της αφήγησης, το βιβλίο μάς προτρέπει να προβληματιστούμε πάνω σε σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, αλλά και να αναλογιστούμε τις ατομικές επιλογές ζωής που κάνουμε σε στιγμές κρίσης και οριακές καταστάσεις. Τις απαντήσεις τις δίνει ο κάθε αναγνώστης σε προσωπικό επίπεδο. Ένα δυνατό και θυμοσοφικό βιβλίο για δυνατούς αναγνώστες». 

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]