Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το δεύτερο θεατρικό του έργο του Χρήστου Αγγελάκου, «Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας», ανεβαίνει στο θέατρο Σημείο, έως τις 2 Ιουνίου, σε σκηνοθεσία Σοφίας Παλάντζα [Χαρ. Τρικούπη 4, Καλλιθέα].
Το 2002 ιδρύθηκε στο Παρίσι μία ανθρωπιστική οργάνωση με την ονομασία «Νεκροί του δρόμου». Έργο της, ο ενταφιασμός όσων βρίσκονταν νεκροί στους δρόμους χωρίς χαρτιά που να πιστοποιούν την ταυτότητά τους -άστεγοι, μετανάστες, περιθωριακοί κ.ά. Η είδηση αυτή ήταν το έναυσμα για τη συγγραφή του θεατρικού έργου.
Μιλήσαμε με την πρωταγωνίστρια της παράστασης, Νικόλ Δημητρακοπούλου.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου;
«Βρισκόμαστε σε ένα γραφείο τελετών όπου καταφθάνουν ένας άνδρας και μία γυναίκα, ανώνυμοι και άγνωστοι μεταξύ τους, για να συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία έναν ανώνυμο άστεγο νεκρό. Όσο περιμένουν την εμφάνιση του ιδιοκτήτη του γραφείου προσπαθούν να γνωριστούν επινοώντας ιστορίες, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη μοναξιά τους αλλά και για να ζήσουν ζωές πιο ενδιαφέρουσες από τις δικές τους. Στο παιχνίδι μπαίνει και μια νεαρή κοπέλα, ιδιοκτήτρια του γραφείου τελετών, οπότε και η ανωνυμία του νεκρού αρχίζει να τους προβληματίζει περισσότερο, αλλά και ο ίδιος ο νεκρός. Όλοι μαζί δημιουργούν ένα νέο σύμπαν όπου η ζωή συγκρούεται με τον θάνατο, τα κοινωνικά στερεότυπα με την ανομία, ο πόθος με την σύμβαση».
Ποια κεντρικά θέματα διαπραγματεύεται στον πυρήνα του;
«Την συμφιλίωση με τον θάνατο που προκύπτει από την συμφιλίωση με τις επιλογές ζωής που κάνουμε. Την ανάγκη των ανθρώπων να ορίσουν τα πράγματα και να έχουν μια ιστορία, μια υστεροφημία. Τον ρατσισμό και τον στιγματισμό που οι κοινωνίες βρίσκουν τρόπο να διατηρούν και μετά θάνατον».
Μια περιγραφή των κεντρικών ηρώων;
«Η γυναίκα που υποδύομαι εγώ είναι ένας μοναχικός, φοβισμένος άνθρωπος μέλος της οργάνωσης “Ανώνυμοι Νεκροί”, που αναλαμβάνει να συνοδεύει άστεγους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία. Με τον τρόπο αυτό καλύπτει την ανάγκη της για προσφορά στην κοινωνία, αλλά όπως αποκαλύπτεται σταδιακά μέσα στο έργο και την ανάγκη της για συντροφικότητα, ακόμη και για ζωή. Μαζί με τον άνδρα και την κοπέλα προσπαθούν να βρουν μια ιστορία, μία ταυτότητα για τον νεκρό, για τον οποίο δεν ξέρουν τίποτα, προκειμένου να μπορέσουν να τον κατατάξουν σε κάποια από τις “δόκιμες” κατηγοριοποιήσεις ύπαρξης του περιθωρίου –“άστεγος- μετανάστης- αλκοολικός-εκδιδόμενος κ.ά”. Ωστόσο, ο νεκρός είναι παρών για να αποκαλύψει ότι η ύπαρξη δεν χωρά σε κατηγορίες και πως ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις».
Κάποιο σχόλιο για τη σκηνοθετική προσέγγιση της Σοφίας Παλάντζα;
«Η Σοφία προσεγγίζει το έργο αυτό με έναν τρόπο όπου το παράλογο και το λογικό, ο ρεαλισμός και το φανταστικό πορεύονται μαζί και οδηγούν στην ωμή αλήθεια του παράλογου της ανθρώπινης ύπαρξης».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή του έργου. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«“Γυναίκα: Το βλέπουμε και οι δύο. / Άνδρας: Τι απελευθερώνει η συναναστροφή με τους νεκρούς. /Γυναίκα: Καθαρό πόθο. Λες και θα πάρουμε ένα σφουγγάρι να σβήσουμε ό,τι είναι θάνατος”».
Σκέψεις και συναισθήματα, όταν ήρθατε, πρώτη φορά, σε επαφή με το έργο;
«Το έργο μου το είχε δώσει ο Χρήστος Αγγελάκος σε μια συνάντησή μας. Μόλις το διάβασα αισθάνθηκα τη χαρά μιας μεγάλης ανακάλυψης που θέλεις να τη μοιραστείς με όλους, και σκεφτόμουν ότι θα πρέπει να ανέβει άμεσα γιατί μιλάει τόσο εύστοχα για την ανθρώπινη ύπαρξη και με τόσο σύγχρονους και σημερινούς όρους».
Ερωτήματα σχετικά με τον θάνατο και τη ζωή είναι κυρίαρχα στο έργο. Μια σκέψη σας για τον θάνατο;
«Ένα κομμάτι από τα λόγια του νεκρού που μου φαίνεται απόλυτα εύστοχο και συγκλονιστικά γραμμένο: “Δεν ήμουνα ποτέ ζωντανός. Πεθαίνουνε από έρωτα οι ζωντανοί γι’ αυτά που πρόκειται να χάσουν, ενώ εμένα μ’ ένοιαζε μόνο να βρω μια γωνιά και να περνάω την κλωστή μου στη βελόνα. Δεν το πετυχαίνουν εύκολα αυτό οι ζωντανοί, θρηνούν γι’ αυτά που χάνουμε, χάνουνε τα λεφτά τους και θρηνούνε, κανένα σπίτι δεν στέκει αιώνια, κανένα παιδί δεν είναι για πάντα, αλλά αυτοί, τα αιώνια θέλουνε, ούτε λύπη ούτε χαρά, μόνο ένα τρένο, αυτό θέλουνε, να μπούνε σ’ ένα ακίνητο τρένο, να μείνουν εκεί”».
Και μία για τη ζωή;
«Νομίζω πως χρειάζεται προσπάθεια και διαρκής επαγρύπνηση για να προσπαθούμε να τη ζούμε όπως εμείς επιθυμούμε και όχι όπως είμαστε υποχρεωμένοι ή συνηθισμένοι να τη ζούμε».
Ταυτότητα Παράστασης
Συγγραφέας: Χρήστος Αγγελάκος, σκηνοθεσία: Σοφία Παλάντζα, σχεδιασμός φωτισμών: Δημήτρης Λογοθέτης, σκηνικά – κοστούμια: Μαρία Παλάντζα, μουσική σύνθεση: Μιχάλης Καταχανάς. Διανομή (αλφαβητικά): Νικόλας Αλεξίου, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Λευτέρης Καταχανάς, Φελίς Τόπη.