Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
«Τα βρώμικα χέρια» του Ζαν – Πωλ Σαρτρ, σε απόδοση και σκηνοθεσία της Βάσιας Χρονοπούλου, παρουσιάζεται από την ομάδα Apparatus στο Θέατρο 104 [Ευμολπιδών 41, Γκάζι].
Η σκηνοθέτης μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου;
«Ο Ουγκώ, ένας νεαρός αριστοκράτης, εγκαταλείπει την οικογένειά του και εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα από μια αίσθηση ιδεαλισμού. Αυτό, όμως, που θα δει είναι, εν όψει της εμπόλεμης κατάστασης της χώρας, τις αρχές του να χειραγωγούνται από τους αρχηγούς του Κόμματος. Κάποια στιγμή, θα του ανατεθεί μια σημαντική αποστολή: να δολοφονήσει τον Χέντερερ, τον Γραμματέα του Κόμματος που ενστερνίζεται διαφορετική άποψη για το ήθος και τις μεθόδους της επαναστατικής πολιτικής. Ωστόσο, όταν έρχεται σε επαφή μαζί του, αναπτύσσουν μια βαθιά σχέση. Εγκλωβισμένος σε ένα ηθικό δίλημμα, προσπαθεί να αποφασίσει αν πρέπει να εκπληρώσει την αποστολή του ή, υποκύπτοντας στα αισθήματά του, να υποστηρίξει τον άνθρωπο που θαυμάζει».
Ποια κεντρικά θέματα διαπραγματεύεται στον πυρήνα του;
«Στα “Βρώμικα Χέρια”, ο Σαρτρ επιχειρεί την απόδειξη των φιλοσοφικών του ιδεών. Μετατρέπει έναν διανοούμενο αντιήρωα, προσκολλημένο στην αγνότητά του, σε άνθρωπο της δράσης. “Ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του”. Ο Ουγκώ, ανίκανος να καταλάβει το νόημα της ύπαρξής του, νομίζει ότι ο σκοπός των προλετάριων θα δώσει νόημα στη ζωή του. Προτιμά να ανατινάξει όλον τον κόσμο παρά να λερώσει τα χέρια του. Στο τέλος, όμως, κατανοεί τη φύση του ανθρώπου και αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του. Κάπως έτσι, καταλήγει το έργο στη θεωρία του Σαρτρ πως η ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου είναι ηθικά μοναχική και πολιτικά υπεύθυνη. Ταυτόχρονα, θίγεται το θέμα του ανθρωπισμού. Κατά πόσο αγαπάμε τους ανθρώπους για αυτό που είναι, με όλη τη βρωμιά και τη διαφθορά τους ή κατά πόσο τους αγαπάμε για αυτό που θα θέλαμε να είναι; Μπορεί η εμπιστοσύνη και αγάπη στους ανθρώπους να σώσει τον κόσμο; Σίγουρα, πάντως, μέσα στο έργο η αγάπη “σώζει” και λυτρώνει μια χαμένη ύπαρξη».
Μια περιγραφή σας για την κεντρική φιγούρα του έργου, τον Ουγκώ;
«Ο Ουγκώ είναι ένας νέος διανοούμενος που αναζητά τον εαυτό του. Χαμένος στο παρελθόν και στα κενά που αυτό του έχει αφήσει, προσπαθεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή του μέσα από την πίστη του σε ιδέες, αρχές, ανθρώπους και πολιτικούς αρχηγούς. Προβάλλει στους άλλους την ευθύνη για τη ζωή του, καθώς ο ίδιος δεν μπορεί να παραδεχθεί πως τη σιχαίνεται και μαζί και τον ίδιο του τον εαυτό. Κυνηγάει την “Αλήθεια”, αδυνατώντας να δει πως στην αναζήτηση αυτή χτίζει ένα όλο και μεγαλύτερο ψέμα γύρω από τον πραγματικό του εαυτό και τα κίνητρά του. Αλλά, αυτό τάχα δεν κάνουμε οι άνθρωποι; Προσκολλάμε σε μια ιδέα που έχουμε για μας και αντί να σκάβουμε προς τα μέσα την ψυχή και να ανακαλύπτουμε μία μία τις πληγές μας, ορθώνουμε ένα τοίχος για να οικοδομήσουμε την εικόνα μας. Φοβόμαστε τον πλούτο της ψυχής μας, νιώθουμε την ανάγκη να μας χαρακτηρίσουμε κάπως συγκεκριμένα γιατί έτσι νιώθουμε πιο ισχυροί μέσα σε αυτόν τον ξένο και μοναχικό κόσμο, αγνοώντας πόσο εύκολο είναι να γκρεμιστεί η Βαβέλ μας και να βουλιάξει στην τρύπα που έχουμε αφήσει ουσιαστικά κενή, αλλά γεμάτη με κούφιες πεποιθήσεις».
Τελευταία φορά που παρουσιάστηκε το συγκεκριμένο έργο στην Αθήνα ήταν πριν από 27 χρόνια, στο Εθνικό Θέατρο. Τι σας προσέλκυσε στην επιλογή του συγκεκριμένου ανεβάσματος;
«Πρόκειται για ένα έργο με συμπυκνωμένο περιεχόμενο και, ταυτόχρονα, πλούσιο κι ολοκληρωμένο. Δεν του λείπει τίποτα, ανοίγεται ένας “θησαυρός” επιπέδων ανάγνωσης. Οι ήρωες αγγίζουν όλα τα θέματα -κοινωνικά, πολιτικά, ψυχολογικά όπως κι ο άνθρωπος στη ζωή του θα απασχοληθεί με το καθένα χωριστά και με όλα μαζί σε συνάρτηση με αυτά που τον προβληματίζουν. Τίθενται ερωτήματα στη σκηνή που ασυναίσθητα ο θεατής, όπως κι εμείς που το παρουσιάζουμε, προσπαθεί να τα απαντήσει και στην προσπάθεια αυτή γίνεται παράλληλα με την εξέλιξη του έργου και μια εξέλιξη σε γνώθι σαυτόν. Αυτό το στοιχείο, το θεωρώ πολύτιμο και μεγάλο κέρδος για οποιονδήποτε άνθρωπο».
Κάποιο σχόλιο για τη σκηνοθετική σας προσέγγιση;
«Το έργο από γραφής έχει μια μεγάλη χρονική μετατόπιση στο παρελθόν, αλλά παρ’ όλα αυτά παρουσιάζεται με έναν καθαρά ρεαλιστικό τρόπο αφήγησης. Σύμφωνα, όμως, με όσες σκέψεις προέκυψαν από την ανάγνωση του έργου, θεώρησα σκόπιμο τη συμβολική προσέγγιση σε όλες τις χρονικές μετατοπίσεις και σκηνικές δράσεις. Το έργο εξελίσσεται επί σκηνής σε συνάρτηση με τη σκέψη του κεντρικού ήρωα, του Ουγκώ, ο οποίος στην προσπάθεια κατανόησης των πράξεών του και των κινήτρων του ξεκινάει μια αποδόμηση του παρελθόντος και των όσων ήξερε, ξανακτίζει τις εικόνες της μνήμης του. Έτσι κι εμείς, οδηγηθήκαμε σε μια σταδιακή αλλαγή του σκηνικού χώρου και αντικειμένων, όπως ένα τέτρις, και σε συνεργασία με τον Γιάννη Αρβανίτη προσπαθούμε σε κάθε σκηνή να ενώσουμε τα κομμάτια. Ένα τέτρις, βέβαια, το οποίο μένει συνεχώς με κενά, όπως και η ψυχολογία του Ουγκώ του αφήνει μαύρες τρύπες και θολές σκέψεις. Οι εικόνες μπλέκονται η μία στην άλλη χωρίς, όμως, να μένει κάτι κρυφό από τον θεατή. Ο Ουγκώ ξετυλίγει τις μνήμες του και όλοι οι ηθοποιοί ζωντανεύουν μπροστά στον θεατή τα κομμάτια του».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή του έργου. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«“Χέντερερ: Μπορείς να διαγράψεις εκατό χιλιάδες ανθρώπους μονομιάς;
Ουγκώ: Η Επανάσταση δεν γίνεται με λουλούδια. Αν πρέπει να παραμείνουν στις θέσεις τους τότε…
Χέντερερ: Τότε τι;
Ουγκώ: Τότε, κρίμα!
Χέντερερ: Το βλέπεις; Το βλέπεις καθαρά τώρα; Δεν αγαπάς τους ανθρώπους, Ουγκώ. Μόνο στις αρχές σου είσαι προσκολλημένος.
Ουγκώ: Τους ανθρώπους; Γιατί να τους αγαπώ; Μήπως εκείνοι μ’ αγάπησαν;
Χέντερερ: Τότε γιατί ήρθες μαζί μας; Αν δεν αγαπάς τους ανθρώπους δεν μπορείς να παλέψεις γι’ αυτούς.
Ουγκώ: Μπήκα στο Κόμμα επειδή οι αρχές του είναι δίκαιες και όταν πάψουν να είναι δίκαιες θα αποχωρήσω. Όσο για τους ανθρώπους, δεν με ενδιαφέρει τι είναι, αλλά τι μπορούν να γίνουν.
Χέντερερ: Εγώ, αγαπώ τους ανθρώπους γι’ αυτό που είναι. Με όλη τη βρωμιά κι όλη τη διαφθορά τους. Εσένα, σε ξέρω καλά, αγαπάς την καταστροφή. Τους ανθρώπους, τους απεχθάνεσαι γιατί απεχθάνεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό”».
Η παράσταση αυτή είναι η τρίτη δουλειά των Apparatus. Λίγα λόγια για την εικαστική ομάδα σας και πιθανά μελλοντικά σχέδια σας;
«Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί τυχαία ο ένας με τον άλλον κι η επαφή αυτή ήταν τόσο ευχάριστη και ουσιαστική, που αποφασίσαμε να κάνουμε από κοινού καλλιτεχνικές δράσεις. Η βάση μας είναι το θέατρο, έτσι έγινε κι η πρώτη μας συνεργασία, αλλά θέλουμε να δοκιμάσουμε και νέους τρόπους έκφρασης, χωρίς τον περιορισμό της θεατρικής σκηνής. Στόχος μας είναι να επικοινωνήσουμε αυτό που μας απασχολεί με όποιο μέσο αυτό θα υλοποιηθεί καλύτερα και θα είναι πιο εύκολα μεταλαμπαδεύσιμη η ιδέα που θα πραγματεύεται το έργο μας. Ετοιμάζουμε, σίγουρα, μία νέα παράσταση για του χρόνου και συζητάμε για διάφορες άλλες καλλιτεχνικές δράσεις».
Συντελεστές
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κωστογιαννόπουλος, απόδοση – σκηνοθεσία: Βάσια Χρονοπούλου, φωτισμοί: Δημήτρης Μπαλτάς, σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης, επιμέλεια κίνησης: Φαίδρα Σούτου, βοηθός σκηνοθέτη: Μάνθα Καραδήμα, βοηθός σκηνογράφου: Θεανώ Βάχλα, φωτογραφίες: Αντώνης Λέκκος. Επικοινωνία: Δημήτρης Χαλιώτης, παραγωγή: Apparatus.
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Αντώνης Γιαννακός (Λουί & Χέντερερ), Κατερίνα Δημάτη (Όλγα), Σταύρος Λιλικάκης (Ιβάν, Ζωρζ & Καρσκύ), Γιάννης Μάνθος (Ουγκώ) , Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη (Τζέσικα), Στέλιος Γιαννακός (Σλικ & Πρίγκιπας).