Με τον Χρυσό Λέοντα τιμήθηκε το περίπτερο της Λιθουανίας στην Μπιενάλε Βενετίας, καθώς το «Ήλιος και Θάλασσα» κατάφερε να ξεχωρίσει ως έργο αφύπνισης για την οικολογική καταστροφή του πλανήτη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής της Μπιενάλε, υπό τον διευθυντή της, Πάολο Μπαράτα, και την πρόεδρό της, Στέφανι Ρόζενταλ, το πρώτο βραβείο δόθηκε στο λιθουανικό περίπτερο, με το έργο – περφόρμανς «Ήλιος και Θάλασσα» (Sun & Sea – Marina), για το πνεύμα πειραματισμού που αποπνέει, με την ευρηματική χρήση μιας μπρεχτικής όπερας, με διαδραστικό τρόπο και χρησιμοποιώντας εθελοντές για να ενσαρκώσουν τις μορφές καθημερινών προσώπων.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα έργα για την κλιματική αλλαγή, τα οποία προσπαθούν να αποτυπώσουν την απεραντοσύνη του προβλήματος, αυτή η απόδοση αποφεύγει να προσεγγίσει το ζήτημα με κλισέ. Το έργο δημιούργησαν οι Rugilė Barzdžiukaitė, Vaiva Grainytė και η Lina Lapelytė -η οποία έχει συνθέσει την όπερα.
Ο τίτλος του έργου «Ήλιος και Θάλασσα» μπορεί να δημιουργεί μία προδιάθεση «ανέμελων διακοπών», ωστόσο αποτελεί μια αποκάλυψη των ύπουλων ρυθμών της οικολογικής καταστροφής του πλανήτη. Η περφόρμανς, χωρίς συναισθηματική φόρτιση, που παρακολουθεί το κοινό από έναν εξώστη, μοιάζει με την κάτοψη μια πολυσύχναστης παραλίας σε μια καλοκαιρινή μέρα.
Όπως αναφέρεται στην περιγραφή του έργου, «πρόκειται για μία οπερατική περφόρμανς για 13 φωνές, με εσένα μέσα στην εικόνα– ή καλύτερα ακόμα να το παρακολουθείς από ψηλά. Μια παραλία, ένας λαμπερός ήλιος, μαγιό με έντονα χρώματα και ιδρωμένες παλάμες. Κουρασμένα σώματα, απλωμένα στη ραστώνη σε ένα μωσαϊκό από πετσέτες. Φαντάσου σποραδικές φωνές παιδιών, να γελούν και τον ήχο ενός βαν με παγωτά στο βάθος. Οι μουσικός ρυθμός των κυμάτων – σε αυτή την συγκεκριμένη παραλία, όχι αλλού».
«Το τρίξιμο από τις πλαστικές σακούλες που στριφογυρίζουν στον αέρα και επιπλέουν αθόρυβα σαν τσούχτρες κάτω από την επιφάνεια του νερού. Το βουητό ενός ηφαίστειου ή ενός αεροπλάνου ή ενός ταχύπλοου. Έπειτα μία χορωδία από τραγούδια: καθημερινά τραγούδια, του καημού και της βαρεμάρας, τραγούδια του σχεδόν τίποτα και κάτω από αυτά το αργό τρίξιμο μίας εξουθενωμένης γης» καταλήγει η περιγραφή.