Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Πρωταγωνίστρια σε μια ελεύθερη μεταφορά του έργου του Χένρικ Ίψεν, το οποίο είναι εμπνευσμένο από τον μύθο της γοργόνας που θυσιάζει την ουρά της, για να ζήσει με τον άνθρωπο που αγαπά, η ηθοποιός Τατιάνα Άννα Πίττα μιλά για την παράσταση «Η Κυρά της Θάλασσας» -που παρουσιάζεται από την ομάδα Elephas Tiliensis στο Θέατρο του Νέου Κόσμου- και για τη σημερινή Ελλάδα.
Τι πραγματεύεται το έργο;
«Κατά τη γνώμη μου, το πώς διαχειρίζεται κανείς την ανάγκη κι επιθυμία του να ξεφύγει από μια πραγματικότητα που τον εγκλωβίζει, τον συγχύζει, τον απονευρώνει, τον αλλοτριώνει ή απλώς τον δυσαρεστεί, όταν, την ίδια στιγμή, για διάφορους λόγους, νιώθει ανήμπορος να συγκροτήσει τον εαυτό του -μυαλό, σώμα κι ένστικτο, προκειμένου να αποβεί συνειδητά και με ευθύνη όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικός προς την επιθυμητή κατεύθυνση».
Πώς εξελίσσεται η ιστορία του;
«Πρόκειται για μια ελεύθερη μεταφορά της “Κυράς της Θάλασσας” του Ίψεν, την οποία έχουν επιμεληθεί ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου (αλλιώς Elephas Tiliensis). Παρακολουθούμε ένα ζευγάρι, που ζει μόνιμα σε ένα θέρετρο της Νορβηγίας, μαζί με τις δυο κόρες από προηγούμενο γάμο του άντρα, χήρου, γιατρού στο επάγγελμα. Πολύ σύντομα, η οικογένεια δέχεται την επίσκεψη ενός ξένου, ναυτικού, παλιού γνώριμου της δεύτερης συζύγου του γιατρού, της μεγαλωμένης δίπλα στην ανοιχτή θάλασσα και όχι στα φυσικά προστατευμένα φιόρδ, της επονομαζόμενης και Κυράς της Θάλασσας.
Η παρουσία του ξένου, εκ προοιμίου, φαίνεται ότι θα δράσει καταλυτικά στο κλειστό σύστημα της οικογένειας. Τελικά, ως ποιο βαθμό θα επιτραπεί στο ξένο στοιχείο να γίνει όντως καταλύτης, ποιος μένει αλώβητος, ποιος μετακινείται, κατά πόσο ο οικογενειακός ιστός θα λειτουργήσει ως αδιάρρηκτο πλέγμα -προστασίας, αναχαίτισης, δεν ξέρω, όπως το αντιληφθεί ο καθένας από το μάλλον αινιγματικό τέλος του έργου- για τα πρόσωπα του έργου;».
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του δικού σας ρόλου;
«Θα μιλήσω για τον ρόλο, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί στη δική μας διασκευή, όπου παραλείπονται ορισμένοι άλλοι ρόλοι και, κατά συνέπεια, σκηνές. Είναι η Μπολέτ, η μεγαλύτερη κόρη του άντρα, από τον πρώτο του γάμο. Στο αξιακό της σύστημα, η στήριξη από και προς την οικογένεια ιεραρχείται υψηλά και την καθορίζει. Είναι ένα μεγάλο παιδί που δυσκολεύεται να απεκδυθεί, ως έναν βαθμό, τον ρόλο της μεγάλης κόρης, προκειμένου να αναλάβει και άλλους ρόλους ζωής και να απογαλακτιστεί, μεταφορικά μιλώντας βέβαια, από τον πατέρα. Η ιδιότητα του πατέρα της ως γιατρού άλλες φορές την καθησυχάζει και άλλες την προβληματίζει. Σχεδόν τολμά να αμφισβητήσει μέχρι και την αυθεντία του. Ανάλογη είναι η αμφιθυμία της και με τους παραθεριστές, τους περαστικούς από τον τόπο της, που όσο την ιντριγκάρουν, άλλο τόσο της προκαλούν εκνευρισμό.
Καλλιεργημένη, αστή, ευσυνείδητη, ονειρεύεται να ξεφύγει από τον λατρεμένο, αλλά πληκτικό γι’ αυτήν τόπο της, να ταξιδέψει, να μορφωθεί περαιτέρω, να δουλέψει, να ερωτευθεί, να αγγίξει και να αγγιχθεί. Κάθεται “πλάι στη λίμνη με τους κυπρίνους” και περιμένει ήσυχα όλα αυτά να της συμβούν. Και όταν τη ρωτούν γιατί δεν σηκώνεται να φύγει, καταλήγει σύντομα να επικαλείται την αδυναμία και ολιγωρία του πατέρα της, αναγνωρίζοντας τη δική της ευθύνη σε δεύτερο χρόνο. Τολμάει, κάποια στιγμή, να ανοιχτεί στον ξένο, δεν της φαντάζει πια τόσο ανοίκειος, αφού, κατά κάποιον τρόπο, την έχει αφυπνίσει και γοητεύσει με τη φυσική του κλίση προς το εφήμερο. Και καταφεύγει σε μια άτυπη ανάθεση, ελπίζοντας να βρει κάπου, μέσα από εκεί, την άκρη. Κατανοητό, όλοι ψάχνουμε την άκρη μας και όχι πάντα με την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση, χελωνάκια της θάλασσας βυθισμένα στην άμμο που ψάχνουμε στα τυφλά το αλμυρό νερό -για να αφήσω και μια επίγευση του έργου.
Να πούμε εδώ ότι η ιστορία εκτυλίσσεται καλοκαίρι και, στα μέρη αυτά, η καλοκαιρινή μέρα είναι μεγάλη και λειτουργεί ως υπενθύμιση για το επερχόμενο χειμωνιάτικο σκοτάδι. Και αυτή η απαρέγκλιτη φυσική εναλλαγή είναι γνώση και εμπειρία βαθιά ριζωμένη στα πρόσωπα του έργου, συμπεριλαμβανομένης και της Μπολέτ».
Με τι επιχειρεί να μας φέρει αντιμέτωπους η παράσταση;
«Με το ζήτημα των όρων για μια εύστοχη προσωπική επιλογή, που ιδανικά συντελείται σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας και με αίσθηση ευθύνης. Με τη συνείδηση ότι δεν θα αποποιηθούμε την ευθύνη της επιλογής μας με την πρώτη αστοχία. Πότε είμαι απόλυτα ελεύθερος να επιλέξω; Το αντιλαμβάνομαι, όταν μου συμβαίνει; Μπορεί, τη δεδομένη στιγμή, να είναι αυταπάτη αυτή η αίσθηση ελευθερίας; Το αντιλαμβάνομαι πότε καλούμαι να αποφασίσω υπό καθεστώς φόβου; Κι ότι αυτό μπορεί να αμβλύνει την κρισιμότητα της ανάγκης μου; Τι είναι αυτό που με ωθεί να επιτρέψω στη θαλπωρή της ασφάλειας να παραγκωνίσει κάποια άλλη ανάγκη μου, εξίσου βασική με αυτή την αδιαμφισβήτητη για ασφάλεια; Πόσο χρόνο μού παίρνει, μέχρι να επεξεργαστώ όλες τις συνθήκες; Πότε θεωρούνται “ώριμες οι συνθήκες”; Και από ποιον; Αναγνωρίζω σε κάποιον τη χειριστική του πρόθεση να με πατρονάρει, όταν μου ζητείται να πάρω μια απόφαση; Αναγνωρίζω το πότε και πώς εγώ χειρίζομαι τους άλλους, όταν μου ζητείται να πάρω μια απόφαση; Μου αρέσει να είμαι ελεύθερος να επιλέγω; Το φοβάμαι; Αντιλαμβάνομαι ότι το να πω σε κάποιον, που δε με κρατάει δέσμιο με βία, ούτε με κάποιο απαράβατο συμβόλαιο, “ελευθέρωσέ με, για να μπορέσω να επιλέξω”, είναι κάποιες φορές μια ψευδοπροϋπόθεση που νομίζω ότι μου είναι απαραίτητη, προκειμένου να πάρω μια απόφαση; Και ούτω καθεξής. Τέτοια ζητήματα και απορίες. Ο καθένας μπορεί να προσθέσει τα δικά του στη λίστα. Συχνά, εφησυχάζουμε, ανακουφιζόμαστε με τέτοιες αναλυτικές κουβέντες, ειδικά οι δυτικοί, ή και εξαντλούμαστε, κι έτσι δεν προβαίνουμε ποτέ στην όποια ενέργεια».
Ποια είναι τα συναισθήματά σας για τη σημερινή Ελλάδα;
«Μπορώ να διατρέξω μεγάλη γκάμα συναισθημάτων και, γενικότερα, θέσεων απέναντι στη σημερινή κατάσταση: να λυπηθώ, να εξοργιστώ, να φοβηθώ, να πανικοβληθώ, να ελπίσω, να απελπιστώ, να απαυδήσω, να μουδιάσω, να ανεχτώ, να παραχωρήσω, να συμπαθήσω, να αγαπήσω, να χαρώ τον ήλιο, τη θάλασσα, τα πεύκα και τις νεραντζιές, αλλά όπως και να ’χει, μου προκύπτει ως κάτι το φυσικό να νιώθω ό,τι νιώθω, πάντα σε συνάρτηση με τη δυσμένεια που ορίζει όχι μόνο την Ελλάδα, καθώς δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση, αλλά όλο τον κόσμο. Θεωρώ τη διαδρομή μας μέχρι εδώ άμεσα συνδεδεμένη, τύποις και ουσία, με τη συνολικότερη ασυδοσία του νεοφιλελευθερισμού και σε παγκόσμιο και σε εγχώριο επίπεδο».
Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση;
«Τέτοιες ερωτήσεις σε οδηγούν να απαντήσεις με μανιφέστο. Μακάρι να το μπορούσα με μια σύντομη γενίκευση: Αγάπη, ή “η απάντηση είναι ο Άνθρωπος, όποια κι αν είναι η ερώτηση”, ή κάτι τέτοιο. Θα προσπαθήσω να γίνω συγκεκριμένη. Χρειαζόμαστε, αν μη τι άλλο, διαύγεια να αναγνωρίσουμε και να ονοματίσουμε ευθαρσώς και ανερυθρίαστα τα πραγματικά τέρατα που είναι ο καπιταλισμός και ο φασισμός, χωρίς τον φόβο ότι θα μας πουν γραφικούς, όπως συνέβαινε αρκετά συχνά στα χρόνια πριν αρχίσει “ξαφνικά” να βρέχει από τον ουρανό κρίση και νεκρούς. Και εγρήγορση να εντοπίζουμε τις εκφάνσεις τους, τα κεφάλια των τεράτων, στην καθημερινότητά μας έγκαιρα, λ.χ. πριν γκρινιάξουμε για μια απεργία που μας αναστατώνει το πρόγραμμα μέσα στη μέρα. Κι εδώ να πω ότι μένω στο κέντρο της Αθήνας και κινούμαι σε μόνιμη βάση με Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Και με τα νυχτερινά δρομολόγια. Παρεμπιπτόντως, η Γαλλία, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχει παραλύσει από μαζικές απεργίες. Να ένας καλός στιβαρός τρόπος να θυμηθούμε τα 50 χρόνια από τον Μάη του ’68.
Και μας χρειάζονται σωματικές και ψυχικές αντοχές, δεν είναι δεδομένο το κουράγιο. Και αλληλεγγύη. Που διαφέρει από τη φιλανθρωπία. Και συλλογική προσπάθεια. Ακούγεται συχνά το επιχείρημα: “κάνω την προσωπική μου επανάσταση και προσπαθώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος” να συνηγορεί -αδικούμενο- υπέρ της τάσης “δεν εμπλέκομαι σε συλλογικές πολιτικές δράσεις”. Προφανώς, είναι καλό πράγμα να γίνουμε όλοι καλύτεροι άνθρωποι στην προσωπική μας ζωή, είναι κάτι το αυτονόητο. Και είναι λίγο. Μια χαρά δουλεύει επικουρικά, αλλά είναι πολυτέλεια να νομίζουμε ότι αρκεί. Όλα τα παραπάνω τα λέει η υποφαινόμενη, για να τα ακούει και η ίδια.
Εν πάση περιπτώσει, ο καθένας μας έχει τα δικά του μέσα να αντιστέκεται. Ε, ας συνδυαστούμε έμπρακτα με κοινή ανάγκη την κοινωνική δικαιοσύνη κι ας συμφωνήσουμε ότι αυτό σημαίνει η πολιτική, ας μην ενδώσουμε στη δαιμονοποίησή της. Δεν το απέφυγα, ρίχνω στο τραπέζι τα κλισέ και, μάλιστα, ημιτελώς. Δεν πειράζει, ας είναι, ας το δούμε κι αυτό απενοχοποιημένα. Εξάλλου, και τα κλισέ έχουν έναν λόγο που έγιναν κλισέ».
Βλέπετε κάτι ελπιδοφόρο στον ορίζοντα;
«Βλέπω ανθρώπους που κινούνται με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, σταθερά και αγόγγυστα, να, ας πούμε τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Και βλέπω και την ποίηση, που, για να συνοψίσω αυτά που λέει ο ποιητής, έρχεται και σε βρίσκει μέχρι κι εκεί πάνω που νομίζεις ότι πέφτεις και χάνεσαι, ότι χανόμαστε όλοι και ότι χάνονται όλα, στη συντριβή».
Ταυτότητα παράστασης
Δραματουργική επεξεργασία – σκηνοθεσία: Δημήτρης Αγαρτζίδης – Δέσποινα Αναστάσογλου (το κείμενο βασίζεται στη μετάφραση της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη), σκηνικός χώρος – κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού, ενορχήστρωση – μουσική διδασκαλία: Mislav Režić, φωνητική διδασκαλία: Γιώργος Πατεράκης, κίνηση: Μπέτυ Δραμισιώτη, φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας. Παίζουν: Βίκυ Κατσίκα, Άρης Μπαλής, Δημήτρης Αγαρτζίδης, Τατιάνα Άννα Πίττα, Μαρία Μοσχούρη.
Πληροφορίες
Θέατρο του Νέου Κόσμου – Κεντρική Σκηνή: Αντισθένους 7 & Θαρύπου – Αθήνα, τηλ.: 210 9212900. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 18:30, Παρασκευή και Σάββατο: 21:15, Κυριακή: 19:00. Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: Τετάρτη και Παρασκευή: κανονικό: 13 ευρώ, φοιτητικό: 10 ευρώ, ανέργων: 8 ευρώ, Σάββατο και Κυριακή: κανονικό: 14 ευρώ, φοιτητικό και ανέργων: 12 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: Seven Spots, Reload, Media Markt, βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, τηλεφωνικά: 11876, ηλεκτρονικά: viva.gr και αθηνόραμα.gr.