Το μυθιστόρημα «Παραγουάη» του Μιχάλη Μοδινού κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Δυο εποχές, δυο ζωές, δυο αποδράσεις, δυο ουτοπίες εντέλει, συγκλίνουν στον ίδιο μυθικό τόπο με χρονική απόσταση τριών αιώνων.
Ένας Καρδιτσιώτης γεωπόνος, ο Γαβριήλ, με τη ζωή του στερημένη νοήματος μετά από τη χρεωκοπία της επιχείρησής του, τη διάλυση του γάμου του και την τοξική ατμόσφαιρα που επικρατεί στη χώρα, θα επιχειρήσει μια καινούργια αρχή μέσω του ιδεατού έρωτα και της απόκτησης μιας φάρμας στην άγνωστη, εξωτική στον νου του Παραγουάη. Παράλληλα με τη βίωση της νέας ανθρωπογεωγραφίας, ωστόσο, θα ανασυγκροτήσει, στα ιστορικά συμφραζόμενα του 18ου αιώνα, την πορεία ενός μακρινού προγόνου του από την Πίνδο, που είχε καταφύγει στον ίδιο προορισμό, μέσα στις κοσμογονικές πολιτισμικές ανακατατάξεις που συνέβαιναν τότε στον λατινοαμερικανικό κόσμο. Οι δυο ζωές επινοούνται εξαρχής, συγκλίνουν και αλληλογονιμοποιούνται.
«Πρέπει να εξομολογηθώ ότι –εκτός από την ύπαρξη κάποιου μακρινού προγόνου που έζησε εκεί κατά τον 18ο αιώνα και στον οποίο θα έρθουμε συστηματικά στη συνέχεια- επέλεξα την Παραγουάη γιατί δεν έχει θάλασσα, με όλα τα συμφραζόμενα που αυτή κουβαλάει. Πολλοί θα απορήσουν ασφαλώς, ωστόσο το αρνητικό αυτό κριτήριο έχει τη σημασία του. Το κεφάλαιο Ελλάδα έπρεπε να κλείσει οριστικά, μαζί του και το κεφάλαιο νόστος. Όχι άλλες ακρογιαλιές δειλινά, όχι φθινοπωρινές μελαγχολίες με την ανάμνηση του ονόματός σας που εσύ κι εκείνη χαράξατε στην αμμουδιά, όχι άλλο αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο ή βαθυκύανο του ταραγμένου πελάγους, όχι άλλες ναυτικές, πειρατικές ή λιμανίσιες περιπέτειες. Όχι γυναικείες φιγούρες που ατενίζουν τους άστατους κυματισμούς με τα ξέπλεκα μαλλιά τους να υποδηλώνουν ότι κάποιον περιμένουν να επιστρέψει (εννοείται ότι εκείνος αποκλείεται να επανεμφανιστεί, και, μεταξύ μας, πολύ καλά θα κάνει).
Ούτε βέβαια μαυροφορεμένες χήρες, σε κάποιο ανεμοδαρμένο ακρωτήρι –πού να τις βρει άλλωστε στις μέρες μας, όλες καστανοκόκκινα έχουν βαμμένα τα μαλλιά και πάνε γι’ άλλα στοχεύοντας σε followers στο facebook ενώ βγάζουν selfie σε παραλίες στοιχισμένες με ομπρέλες και ξαπλώστρες. Με άλλα λόγια, ξεμπέρδεψα μια και καλή με τον κυρίαρχο κατά τη γνώμη μου εθνικό μας μύθο και τις ποικίλες μορφές προσαρμογής του στα σύγχρονα δεδομένα. Όχι οπτικά μελοδράματα. Όχι άλλος Καββαδίας ή Ελύτης –με κίνδυνο να τους αδικώ. Καλύτερα ο Αναγνωστάκης με εκείνο το “Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου / με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά / για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας”. Διαφορετικά θα έπρεπε να υποκύπτω κάθε τρεις και λίγο στη νοσταλγία -κι εδώ που τα λέμε, υπάρχουν αρκετά πράγματα να νοσταλγήσει κανείς, που δεν προτίθεμαι να αρχίσω να απαριθμώ, μιας και θα έπεφτα ακριβώς στην παγίδα που τόσο επιμελημένα προσπάθησα να αποφύγω. Ξεμπέρδεψα επιπλέον με τα διεθνοποιημένα στερεότυπα: όχι τροπικές ακρογιαλιές στεφανωμένες με κοκκοφοίνικες, όχι Μαλδίβες και Μπαλί, κυρίως όχι Ιπανέμα και Κοπακαμπάνα με ποδόσφαιρο στην άμμο, παντοειδής κώλους με φιλ ντεντάου και μόνιμες προετοιμασίες για το Καρναβάλι. Όχι στο ιδεατό κάποιας –ανύπαρκτης πλέον- Βραζιλίας, ναι στο γειωμένο όραμα μιας άγνωστης, απομονωμένης, αυτάρκους, υποβαθμισμένης στην κοινή συνείδηση χώρας».
Οικουμενική, περιπετειώδης και διαδραστική, η «Παραγουάη» του Μιχάλη Μοδινού είναι ταυτοχρόνως διάνοιξη νέων οριζόντων, ιστορική και γεωγραφική αναδίφηση, χειρουργική τομή στα αίτια και τα όρια της ανθρώπινης φυγής –μια πραγματεία για την υπαρξιακή σχέση μας με την άγρια ή καθημαγμένη φύση.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]