«Η Φλόγα», ένα βιβλίο γεμάτο ποιήματα, στίχους και επιλογές από τα σημειωματάρια του Λέοναρντ Κοέν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg –τη μετάφραση υπογράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης.
Το βιβλίο ετοίμασε ο ίδιος ο Κοέν για να εκδοθεί μετά τον θάνατό του. Γνώριζε ότι δεν του μένουν πολλοί μήνες ζωής και, όπως γράφει στον πρόλογο ο γιος του Άνταμ, το βιβλίο αυτό ήταν «ο μοναδικός του σκοπός και η ανάσα του η μοναδική στο τέλος».
Στον Πρόλογο του Άνταμ Κοέν, επίσης, διαβάζουμε: «Όταν ήμουν παιδί και ζητούσα από τον πατέρα μου χρήματα για να αγοράσω γλυκίσματα από το μαγαζάκι στη γωνία, μου έλεγε να ψάξω στις τσέπες του μπλέιζέρ του όπου ξέχναγε χαρτονομίσματα και κέρματα. Και πάντα, ναι, πάντα έβρισκα ένα σημειωματάριο κάθε φορά που έψαχνα στις τσέπες του. Χρόνια μετά, όταν τον ρωτούσα αν είχε αναπτήρα ή σπίρτα, άνοιγα τα συρτάρια κι έβρισκα χαρτιά και σημειωματάρια. Μια φορά, όταν του ζήτησα αν είχε καθόλου τεκίλα, μ’ έστειλε να κοιτάξω στο ψυγείο, όπου βρήκα ένα παγωμένο, παραπεταμένο σημειωματάριο. Στ’ αλήθεια, το να γνωρίζεις τον πατέρα μου ήταν (ανάμεσα σε πολλά άλλα θαυμαστά πράγματα) το να γνωρίζεις έναν άνθρωπο με χαρτιά, σημειωματάρια και χαρτοπετσέτες των κοκτέιλ –με διακριτό τον γραφικό του χαρακτήρα σε όλα αυτά- σκορπισμένα (επιμελώς) παντού.
Προέρχονταν από κομοδίνα ξενοδοχείων ή από μαγαζάκια ψιλικών· όσα ήταν χρυσοποίκιλτα, επιτηδευμένα ή έμοιαζαν να έχουν κάποια αξία, δεν χρησιμοποιούνταν ποτέ. Ο πατέρας μου προτιμούσε ταπεινά δοχεία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπήρχαν φωριαμοί γεμάτοι με κουτιά που περιείχαν τα σημειωματάριά του, σημειωματάρια που με τη σειρά τους περιείχαν μια ολόκληρη ζωή αφοσίωσης σ’ αυτό που τον όριζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το να γράφει ήταν ο λόγος της ύπαρξής του. Ήταν η φωτιά που φρόντιζε να μένει αναμμένη, η πιο σημαντική φλόγα που αναζωπύρωνε. Ποτέ δεν έσβησε.
Υπάρχουν πολλά θέματα και πολλές λέξεις που επανέρχονται: παγωμένος, τσακισμένος, γυμνός, φωτιά και φλόγα. […]
Αυτή η παθιασμένη ενασχόληση κράτησε ως το απόλυτο τέλος. “Το ’θελες πιο σκοτεινό, κι εμείς σβήσαμε τη φλόγα” απαγγέλει στο τελευταίο του άλμπουμ, το αποχαιρετιστήριο άλμπουμ. Πέθανε στις 7 Νοεμβρίου του 2016. Μοιάζει να ’ναι πιο σκοτεινά τώρα, αλλά η φλόγα δεν έσβησε. Κάθε σελίδα χαρτί που έγραφε ήταν η διαρκής μαρτυρία μιας φλεγόμενης ψυχής».
Κατόπιν επιθυμίας του, η έκδοση περιλαμβάνει και τον λόγο του στην απονομή του Βραβείου του Πρίγκιπα των Αστουριών, που εκφωνήθηκε στην Ισπανία στις 11 Οκτωβρίου του 2011. Εκεί, μεταξύ άλλων, είχε πει: «Όταν ετοίμαζα τη βαλίτσα μου στο Λος Άντζελες για να έρθω εδώ, ένιωθα κάποια ανησυχία διότι πάντα ήταν αμφίθυμα τα συναισθήματά μου σχετικά με ένα βραβείο ποίησης.
Η ποίηση έρχεται από ένα μέρος που ουδείς διοικεί και ουδείς κατακτά. Κι έτσι αισθάνομαι κάπως σαν τσαρλατάνος που δέχομαι ένα βραβείο για μια δραστηριότητα που σ’ αυτήν δεν είμαι αυθεντία. Με άλλα λόγια, αν ήξερα από πού έρχονται τα καλά τραγούδια, θα πήγαινα εκεί πιο συχνά».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]