Ένα οδοιπορικό του σημαντικότερου σύγχρονου ταξιδιωτικού συγγραφέα Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915-2011) στη «Ρούμελη» -τη Βόρεια Ελλάδα των περασμένων χρόνων, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου.
Τη Ρούμελη δεν τη βρίσκεις στους σημερινούς χάρτες. Είναι το όνομα που δόθηκε παλιά στη βόρεια Ελλάδα, από τον Βόσπορο ως την Αδριατική κι από τη Μακεδονία μέχρι τον Κορινθιακό Κόλπο. Ο Φέρμορ σαγηνεύτηκε τόσο από την παραδοξότητα αυτού του ονόματος, που το απαθανάτισε σ’ αυτό το απολαυστικό αφήγημα.
Είναι μια περιήγηση που μας ταξιδεύει ανάμεσα στους σαρακατσάνους βοσκούς, στα μοναστήρια των Μετεώρων και τα χωριά των Κραβάρων κι ως την ανακάλυψη, ακόμα, ενός ζευγαριού παντόφλες που φορούσε ο Μπάιρον στο Μεσολόγγι. Όπου πηγαίνει ο συγγραφέας, συμμετέχει στην τοπική ζωή, που οι περιγραφές της ξεπηδούν ολοζώντανες απ’ τις σελίδες. Η τελετή του σαρακατσάνικου γάμου, με όλο της το συναρπαστικό τελετουργικό, και η διήγηση του μπαρμπα-Ηλία για τις λογής λογής επιδέξιες μεθόδους επαιτείας έχουν εξίσου θέση σ’ αυτό το θαυμάσιο οδοιπορικό.
Και είναι, επίσης, ένα ταξίδι που αποκαλύπτει τη σύγκρουση που ενυπάρχει στην κληρονομιά των Ελλήνων: την αδύναμη λόγια διασύνδεση με τα κλέη του αρχαίου κόσμου, και την πιο πρόσφατη μα όχι λιγότερο ιστορική βυζαντινή κληρονομιά, καθώς κι αυτήν που άφησε πίσω της η τουρκοκρατία. Κάτω απ’ όλα αυτά, ωστόσο, υπάρχει ένας ακόμα παλαιότερος κόσμος, που ενδείξεις του βρίσκει ο Φέρμορ σε λόφους, βουνά και σχεδόν άγνωστες ακτές.
«Οι Σαρακατσάνοι με γέμιζαν ανέκαθεν με δέος. Τους πρωτοείδα χρόνια πριν, όταν διέσχιζα πεζός τη Βουλγαρία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Μερικές καλύβες όμοιες με κυψέλες ήταν σκορπισμένες στους χειμωνιάτικους λόφους που ’πεφταν προς τη Μαύρη Θάλασσα· στάνες από χαμόκλαδα σκαρφάλωναν στις πράσινες πλαγιές και χιλιάδες μαλλιαρά μαύρα γίδια και πρόβατα βοσκούσαν στον βροχερό τόπο, με τα βαριά μπρούντζινα κουδούνια τους να γεμίζουν τον αέρα με κουδουνίσματα που οι πολλοί τους τόνοι ηχούσαν αρμονικοί. Εδώ κι εκεί, σαν μαύροι μονόλιθοι κάτω από τα κοράκια που πετούσαν γύρω, τσομπάνηδες έγερναν πάνω σε γκλίτσες μακριές σαν δόρατα, με το πρόσωπό τους σχεδόν ολότελα χαμένο μες στη βαθιά κουκούλα της κάπας τους από τραγόμαλλο, που είχε ψηλούς ώμους και έπεφτε ως χάμω – κι είχε ύφασμα τόσο τραχύ και κοκαλωμένο από τη βροχή, ώστε αυτός που τη φορούσε σχεδόν μπορούσε να βγει και να την αφήσει να στέκει εκεί, όμοια με σκοπιά.
Ταξιδεύοντας στην ελληνική Μακεδονία την επόμενη χρονιά, τους είδα ξανά και ξανά, και μέχρι που έμεινα μια νύχτα σε μια από κείνες τις καλύβες τους τις γεμάτες καπνό. Αργότερα τους συνάντησα πολλές φορές, παντού στη βόρεια Ελλάδα: στους κάμπους τον χειμώνα και στα βουνά το καλοκαίρι· πάντα στον ορίζοντα ή λίγο παραδώ. Αληθινοί νομάδες, τούτοι οι εκούσιοι Ισμαήλ πλανιούνται στις παρυφές του συνηθισμένου ελληνικού βίου φευγαλέα σαν αντικατοπτρισμοί, και φανερώνονται στους θνητούς ως μακρινές εικόνες που ευθύς χάνονται. Ξάφνου, στο μεσοκαλόκαιρο, στην Πίνδο και τη Ροδόπη και τις οροσειρές της Ρούμελης, στην καμπή ενός λαγκαδιού ξεπροβάλλουν τα προσωρινά τους χωριουδάκια από κωνικές καλύβες.
Κι από ψηλά, απ’ τα χιόνια που τους έχουν εξορίσει από εκεί, μπορείς να τις διακρίνεις κοπαδιαστά στημένες στους κάμπους: τον καπνό που ανεβαίνει και τα κοπάδια που βοσκούν. Την άνοιξη τα ζωντανά τους και τα μακριά τους καραβάνια από άλογα, φορτωμένα με όλο τους το βιος, ανεβαίνουν φιδωτά στα βουνά, όπου έχουν λιώσει τα χιόνια, διανυκτερεύουν σε πρόχειρους καταυλισμούς από αντίσκηνα που έχουν στην όψη τους κατιτίς μουντό, και το φθινόπωρο τους στέλνει χαμηλά στα ριζά, στους φρυγμένους κάμπους που σύντομα θα πρασινίσουν με τις βροχές. Τους βρίσκεις να δένουν κομμένα κλαδιά και βέργες από λυγαριά για να φτιάξουν κείνα τα ημισφαιρικά κονάκια που θα είναι τα εποχικά τους σπίτια· καταφύγια που οι μαυρισμένες και μαδημένες τους αχυροσκεπές θα δείχνουν κατόπι πού εγκαταστάθηκαν για μερικούς μήνες, προτού χαθούν ξανά.
Μερικές φορές, ένα μακρινό γάβγισμα και το μουρμουρητό από κουδούνια φανερώνει την παρουσία τους βαθιά στο πουρναρόδασος ή σ’ ένα επιβλητικό φαράγγι όπου δεν σαλεύει παρά ένα ζευγάρι αϊτών στον αέρα. Είναι άφαντοι σχεδόν πάντα. Με εξαίρεση αυτές τις σπάνιες εμφανίσεις, τούτη η φευγάτη κοινότητα –κάπου ογδόντα χιλιάδες ψυχές και πολλά εκατομμύρια ζωντανά– έχει το χάρισμα να είναι αόρατη. Αντίθετα με τους ημινομάδες της Ελλάδας –τους Κουτσόβλαχους και τους Καραγκούνηδες, που έχουν όλοι ορεινά χωριά, απ’ όπου αποδημούν και όπου γυρνούν ξανά ύστερα από τα μισόχρονα ταξίδια τους σε αναζήτηση βοσκότοπων–, οι Σαρακατσάνοι δεν έχουν τίποτα πιο στέρεο από τις κατοικίες τους από βούρλο και λυγαριά. Όλοι τους, ωστόσο, θεωρούν σπίτι τους κάποια οροσειρά, κάποια στάνη ή ράχη όπου έχουν βοσκήσει για αιώνες το καλοκαίρι τα κοπάδια τους».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]