Το μυθιστόρημα «Οι κληρονόμοι της γης» του Ισπανού συγγραφέα Ιλδεφόνσο Φαλκόνες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Αγαθής Δημητρούκα.
Βαρκελώνη, 1387. Οι καμπάνες της εκκλησίας της Σάντα Μαρία δε λα Μαρ χτυπούν για όλους τους κατοίκους της συνοικίας Ριμπέρα, αλλά κάποιος τις ακούει με ιδιαίτερη προσοχή. Ο Ούγο Λιορ, γιος ναυτικού που έχει πεθάνει, στα δώδεκά του δουλεύει στα ναυπηγεία χάρη στη γενναιοδωρία ενός από τους πλέον σεβαστούς προκρίτους της πόλης, του Αρνάου Εστανιόλ.
«[…] ο Ούγο κατευθυνόταν στη συνοικία της Ριμπέρα κι έψαχνε για τον μισέρ Αρνάου, είτε στη Σάντα Μαρία, είτε στο σπίτι του που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα σε άλλα όπου έμεναν οι άνθρωποι της θάλασσας, ή ίσως στο γραφείο, στο οποίο πήγαινε όλο και πιο σπάνια και που τη διαχείρισή του την άφηνε στα χέρια των υπαλλήλων του. Αν δεν τον έβρισκε εκεί, τον έψαχνε στους δρόμους. Συνήθως τον έβρισκε. Οι άνθρωποι της Ριμπέρα ήξεραν καλά τον Αρνάου Εστανιόλ και οι περισσότεροι τον εκτιμούσαν. Ο Ούγο χρειαζόταν απλώς να ρωτήσει για εκείνον, στο αρτοποιείο της οδού Άμπλα ή στο κρεοπωλείο της Μαρ, σε οποιοδήποτε από τα δύο ιχθυοπωλεία ή στον τυροκόμο. Τότε έμαθε για τη γυναίκα του μισέρ Αρνάου, που την έλεγαν Μαρ. “Κόρη ενός μπαστάις” υπερηφανεύτηκε ο γέροντας. Επίσης, έμαθε για τον γιο του, τον Μπερνάτ, λίγο μεγαλύτερο από τον ίδιο. “Δώδεκα είσαι;” επανέλαβε ο Αρνάου μόλις ο Ούγο τού είπε γι’ άλλη μια φορά την ηλικία του. “Λοιπόν, ο Μπερνάτ έκλεισε τα δεκάξι. Τώρα είναι στο προξενείο της Αλεξάνδρειας, για να μάθει το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα. Δε νομίζω ότι θ’ αργήσει να γυρίσει. Εγώ δε θέλω να ασχολούμαι άλλο με τις δουλειές. Είμαι γέρος πια!”
“Μην το ξαναπείτε…”
“Μην αντιμιλάς” τον διέκοψε ο Αρνάου. Ο Ούγο υπάκουσε κι ο γέρος στηρίχτηκε πάνω του και συνέχισαν τον δρόμο τους. Του άρεσε που ο μισέρ Αρνάου στηριζόταν πάνω του. Ένιωθε σημαντικός καθώς όλοι τούς έδειχναν σεβασμό, και μάλιστα διασκέδαζε να ανταποδίδει τον χαιρετισμό, αλλά κάποιες φορές με τόσο υπερβολικό τρόπο που έχανε τον βηματισμό του για να υποκλιθεί. “Δε χρειάζεται να σκύβεις τόσο σε κανέναν” έφτασε να τον συμβουλέψει μια μέρα ο Αρνάου. Ο Ούγο δεν απάντησε. Ο Αρνάου περίμενε: ήξερε πως κάτι θα έλεγε· τον γνώριζε. “Εσείς μπορείτε να μη σκύβετε γιατί είστε ένας αξιότιμος πολίτης” είπε το παιδί, “αλλά εγώ…”. “Μην κάνεις λάθος” τον διόρθωσε ο Αρνάου. “Αν κατάφερα να είμαι ένας αξιότιμος πολίτης, είναι ίσως επειδή ποτέ μου δεν έσκυψα σε κανέναν”. […] Εκείνη τη μέρα του Ιανουαρίου του 1387, καθώς πλησίαζαν στην εκκλησία της Σάντα Μαρία δε λα Μαρ, ο Ούγο θυμήθηκε τη συμβουλή του Αρνάου με την υπερβολική υπόκλιση που του έκανε ένας άντρας ταπεινός, ίσως κάποιος ναυτικός. Χαμογέλασε. “Δεν πρέπει να σκύβεις σε κανέναν”. Πολλές ήταν οι σφαλιάρες και οι κλοτσιές που δέχτηκε ακολουθώντας αυτή τη συμβουλή! Αλλά είχε δίκιο ο μισέρ Αρνάου: έπειτα από κάθε τσακωμό, τα παιδιά των ναυπηγείων τον είχαν σε μεγαλύτερη εκτίμηση, ακόμα κι αν τελικά τον ξυλοφόρτωναν όπως συνέβαινε συνήθως στις συγκρούσεις του με τους μεγαλύτερους. Διέσχιζαν την Πλα ντ’ αν Λιουλ, πίσω από την πλατεία Μπορν και την εκκλησία της Σάντα Μαρία δε λα Μαρ, όταν κάτι μακρινές καμπάνες άρχισαν να χτυπούν. Ο Αρνάου στάθηκε, όπως και πολλοί άλλοι: δεν ήταν χτύποι εκκλησιασμού.
“Χτυπάνε λυπητερά” ψέλλισε ο Αρνάου με τα μάτια μισόκλειστα. “Ο βασιλιάς Πέτρος πέθανε”.
Δεν πρόλαβε να το πει και οι καμπάνες της Σάντα Μαρία βρόντηξαν. Έπειτα χτύπησαν οι καμπάνες του Σαν Τζουστ ι Παστόρ και της Σάντα Κλάρα και του Φραμενόρς… Έπειτα από λίγο όλες οι καμπάνες της Βαρκελώνης και των περιχώρων χτυπούσαν πένθιμα. “Ο βασιλιάς!…” επιβεβαίωναν οι φωνές στους δρόμους. “Ο βασιλιάς πέθανε!”».
Tο νεανικό όνειρο του Ούγο να γίνει ναυπηγός ανατρέπεται από τη σκληρή κι ανελέητη πραγματικότητα, όταν η οικογένεια των Πουτζ, που μισούν τον Εστανιόλ, εκμεταλλεύονται την προνομιακή τους θέση κοντά στον νέο βασιλιά για να πάρουν την εκδίκηση που χρόνια επιζητούσαν.
Δέκα χρόνια μετά την «Παναγιά της Θάλασσας» (εκδόσεις Πατάκη, 2009) -το παγκοσμίως πολυβραβευμένο πρώτο του μυθιστόρημα, ο Ισπανός συγγραφέας επιστρέφει στον κόσμο που τόσο καλά γνωρίζει, τη μεσαιωνική Βαρκελώνη. Μέσα σε περισσότερες από 800 σελίδες, αναδημιουργεί με ακρίβεια τη φεουδαρχική κοινωνία μιας ταραχώδους εποχής, αιχμάλωτη της διεφθαρμένης τάξης των ευγενών, εξιστορώντας τον αγώνα ενός ανθρώπου να τα βγάλει πέρα χωρίς να θυσιάσει την αξιοπρέπειά του.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]