Ο φόβος, η βία, η συνομωσία, ο θάνατος αναδύονται από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, σε ένα σκηνικό που μας μεταφέρει σε έναν τόπο στο πουθενά, σε μια «απεικόνιση» των σκοτεινών σημείων του μυαλού μας, μέσα από ένα έργο μεγάλης δύναμης, που ξεπέρασε τα συμβατικά πλαίσια της εποχής του.
Βασισμένη στην ομότιτλη «καταραμένη» τραγωδία του Σαίξπηρ, η σημαντικότερη νεανική όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, ο «Μάκβεθ», είναι η πρώτη παραγωγή όπερας που θα παρουσιαστεί στη δοκιμαστική περίοδο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), στην Κεντρική Σκηνή – Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, στις 23, 25, 27 και 29 Απριλίου και στις 3 Μαΐου, στις 8 το βράδυ.
Την παραγωγή, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε από την ΕΛΣ, τον Ιανουάριο του 2014, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διευθύνουν οι διακεκριμένοι αρχιμουσικοί της ΕΛΣ, Λουκάς Καρυτινός και Ηλίας Βουδούρης. Η σκηνοθεσία του διακεκριμένου Ιταλού σκηνοθέτη και θεωρητικού της όπερας, Λορέντσο Μαριάνι, εστιάζει στον τρόπο σκέψης των δύο ηρώων και οπτικοποιεί την αντίδραση στο συναίσθημα του φόβου.
Η «πρώτη γνήσια σαιξπηρική όπερα»
Στον «Μάκβεθ» του, ο Βέρντι, αδιαφορώντας για τα τυπικά γνωρίσματα της όπερας του 19ου αιώνα, έρχεται σε έμμεση ρήξη με την παράδοση της ιταλικής λυρικής τέχνης, προκειμένου να αφομοιώσει και να ενσωματώσει στο έργο του, τη δραματουργία του Σαίξπηρ. Ως αποτέλεσμα αυτής της επιλογής του συνθέτη, ο τενόρος δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, στο έργο δεν υπάρχει ερωτική ιστορία, ούτε και η καθοριστική πατρική φιγούρα.
Ο «Μάκβεθ» έχει χαρακτηριστεί «η πρώτη γνήσια σαιξπηρική όπερα» στην ιστορία της ιταλικής όπερας. Ο Βέρντι και ο λιμπρετίστας του, Φραντσέσκο – Μαρία Πιάβε, ακολούθησαν σε γενικές γραμμές την αφήγηση της σαιξπηρικής τραγωδίας, μπολιάζοντας, ωστόσο, το λιμπρέτο με στοιχεία έντασης και θεατρικότητας που άρμοζαν στο ιλουζιονιστικό θέατρο του 19ου αιώνα.
Η υπόθεση αφορά στην αναρρίχηση του στρατηγού Μάκβεθ στον θρόνο της Σκωτίας, αφού φονεύσει τον βασιλιά Ντάνκαν και τον στρατηγό Μπάνκο. Συνεργός και υποκινητής των εγκληματικών ενεργειών είναι η σύζυγος του Μάκβεθ. Στη συνέχεια, εκείνη αυτοκτονεί υπό το βάρος των τύψεων κι εκείνος εκτελείται από τον ευγενή Μακντάφ, ο οποίος υπερασπίζεται τα δικαιώματα του Μάλκολμ, γιου του Ντάνκαν.
Οι δύο κεντρικοί ρόλοι του έργου είναι εξαιρετικά απαιτητικοί, καθώς συνδυάζουν τις υψηλές φωνητικές απαιτήσεις με αντίστοιχες υποκριτικές. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν πρότειναν στον Βέρντι μία διάσημη πρωταγωνίστρια της εποχής του – με εξαιρετικά φωνητικά, αλλά φτωχά υποκριτικά χαρίσματα – για το ρόλο της Λαίδη Μάκβεθ, ο συνθέτης αντέταξε ότι προτιμούσε ο ρόλος να ερμηνευθεί από κάποια που δεν τραγουδά καθόλου, παρά από κάποια που δεν είναι ικανή να αναδείξει τις σκοτεινές και διαβολικές του παραμέτρους.
«Κι όσο και αν μοιάζει περίεργο, τους μοιάζουμε»
Ο σκηνοθέτης της παράστασης σημειώνει: «Ποια είναι η λέξη, που επαναλαμβάνεται πιο συχνά στον “Μάκβεθ”; Ο φόβος. Όμως, όχι ο φόβος για τα ύψη, τα φίδια ή τον εχθρό. Τουλάχιστον, όχι τον ανθρώπινο εχθρό. Στον “Μάκβεθ”, ο φόβος είναι ένας εχθρός, τον οποίο δεν μπορούμε να νικήσουμε: το άγνωστο. Το άγνωστο γύρω μας, το άγνωστο στους άλλους, αλλά, πάνω από όλα, το άγνωστο μέσα μας.
Ο “Μάκβεθ” αποτελεί ένα ταξίδι στους φόβους, στο σκοτάδι, στα απύθμενα βάθη της ψυχής μας. Δρα αποκλειστικά νύχτα, είναι συμπυκνωμένος, κινείται όπως μία σπείρα, αλλά μονάχα εσωτερικά. Είναι μια συνάντηση με ασυνείδητες ορμές, πρωτόγονους παλμούς, με τις καθοδηγητικές δυνάμεις της ψυχής που μας εκσφενδονίζουν σε χώρους, τους οποίους απλώς δεν γνωρίζουμε.
Τι συμβαίνει στο έργο αυτό; Δύο γενναίοι στρατιώτες συναντούν μια ομάδα από μάγισσες. Οι μάγισσες προφητεύουν το μέλλον και για τους δύο, ένα μέλλον, το οποίο είναι εξίσου συγκλονιστικό. Ο ένας στρατιώτης τις περιγελά. Ο άλλος συνταράσσεται βαθιά. Η ζωή του αλλάζει οριστικά. Γιατί; Τον έναν τον καταλαμβάνει φόβος, η θέλησή του παραλύει. Ο άλλος είναι ελεύθερος, δεν φοβάται.
Μία φιλόδοξη γυναίκα καταστρώνει σχέδια, ώστε να πραγματοποιήσει τα πιο στυγερά εγκλήματα. Μοιάζει στερεά θωρακισμένη από μέσα της κι απ’ έξω: κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει, κανείς δεν μπορεί να την πλήξει. Αντίθετα, αυτοκαταστρέφεται. Μια φρικιαστική κατάρρευση την οδηγεί στην αυτοκτονία. Γιατί; Η ψυχή. Ο νους και η ψυχή. Παραμονεύει, παραπαίοντας στις βαθύτερες γωνιές του εαυτού της, επικίνδυνα χαμένη.
Παραδόξως, και οι δύο είναι ταυτόχρονα τραγικοί ήρωες και αιμοδιψείς εγκληματίες. Κανένας από τους δύο δεν είναι αληθινά κακούργος. Απλά, τους λείπει, όπως θα έλεγε ο Σωκράτης, το “γνώθι σ’ αυτόν”. Δεν γνωρίζουν τους εαυτούς τους. Κι όσο και αν μοιάζει περίεργο, τους μοιάζουμε. Αναγνωρίζουμε, σ’ αυτούς, τους εαυτούς μας, αφού, μέσα σε όλους μας, υπάρχει ένα κομμάτι του Μάκβεθ και της Λαίδης.
Είμαστε όλοι, δυνάμει, λεία των άγνωστων περιοχών της ψυχής μας, ικανοί να κάνουμε πράγματα, που ποτέ δεν είχαμε ονειρευτεί, εξαρτημένοι από δυνάμεις που δεν γνωρίζουμε ή δεν καταλαβαίνουμε. Όπως αυτοί, έτσι κι εμείς δεν γνωρίζουμε τους εαυτούς μας. Και παρότι κανένας μας – ας ελπίσουμε – δεν είναι πιθανός δολοφόνος, είμαστε, σε μικρότερο βαθμό και κυρίως με λιγότερο βίαιο τρόπο, ικανοί να γίνουμε θύματα του φόβου, ο οποίος καραδοκεί μέσα μας.
Ο φόβος είναι πάντοτε έτοιμος να πλήξει, είναι ένα αρπακτικό, ύπουλα κρυμμένο στη μαύρη νύχτα της ψυχής μας, το οποίο περιμένει τα θύματά του. Ο Μάκβεθ είναι θύμα του. Είναι θύμα της εξάρτησής του από τις μάγισσες, τη γυναίκα του, το άγνωστο. Από κάθε τι που είναι έξω και πέρα από αυτόν. Σε αυτήν την κατάσταση, ρίχνεται με ορμή προς τα μπροστά, εκτός ελέγχου, από το ένα αύριο στο επόμενο, μέχρι το τελευταίο αιματοβαμμένο αύριο, έως ότου ο βίαιος θάνατος σβήσει το σύντομο κερί του. Η Λαίδη Μάκβεθ είναι θύμα του. Παρά την αρχική εντύπωση, διακρίνεται από τραγική προδιάθεση για αυτοκαταστροφή. Η ψυχή της είναι ήδη ραγισμένη. Περιμένει να ανοίξει στα δύο σαν ώριμο φρούτο.
Η ιστορία του Μάκβεθ αναπτύσσεται σε αυτές τις δύο σφαίρες. Είναι η ιστορία του τρόπου με τον οποίο δουλεύει το μυαλό δύο ανθρώπων, και των αντιδράσεών τους απέναντι στον φόβο. Διαδραματίζεται σε έναν τόπο, που δεν θα μπορούσε να είναι πουθενά, αν όχι στο μυαλό μας και στις ειδικές σκοτεινές δυνάμεις του. Οι δυνάμεις του σκότους ταξιδεύουν μέσα από τις μάγισσες. Διαμορφώνουν και κατευθύνουν τους πρωταγωνιστές, σπρώχνοντάς τους στο μονοπάτι της φιλοδοξίας, του φόνου και του θανάτου. Αντιπροσωπεύουν όσα δεν γνωρίζουμε. Η ιστορία βρίσκεται πλήρως στα χέρια τους.
Φόβος. Ψυχή. Δύο ελληνικές λέξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν πλήρως το δράμα, που μας προσέφεραν οι Σαίξπηρ και Βέρντι. Ελπίζουμε ότι, παρακολουθώντας αυτήν την παράσταση, αυτές οι δύο θεμελιώδεις όψεις της ύπαρξής μας θα μπορέσουν, με κάποιον τρόπο, να διερευνηθούν και να καταστούν καλύτερα κατανοητές. Από όλους».
Ταυτότητα παράστασης
Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός (23, 25, 27/4) – Ηλίας Βουδούρης (29/4, 3/5), σκηνοθεσία: Λορέντσο Μαριάνι, σκηνικά: Μαουρίτσιο Μπαλό, κοστούμια: Σίλβια Αϋμονίνο, χορογραφία: Ρενάτο Τζανέλλα, σχεδιασμός φωτισμών: Λίνους Φέλμπομ, επιμέλεια – προσαρμογή φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα, σχεδιασμός βιντεοπροβολών: Λούσυ Μακ Κίννον, διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Ερμηνεύουν: Μάκβεθ: Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Μπάνκο: Πέτρος Μαγουλάς, Λαίδη Μάκβεθ: Δήμητρα Θεοδοσίου, ακόλουθος Λαίδης Μάκμπεθ: Αντωνία Καλογήρου, Μακντάφ: Δημήτρης Πακσόγλου, Μάλκολμ: Φίλιππος Δελλατόλας, γιατρός – υπηρέτης του Μάκμπεθ: Παύλος Σαμψάκης, δολοφόνος – αγγελιαφόρος: Χρήστος Αμβράζης, Α΄ οπτασία: Παύλος Μαρόπουλος, Β΄ οπτασία: Βάσω Πετρόγιαννη, Γ΄ οπτασία: Φύλλη Γεωργιάδου. Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και μέλη του Μπαλέτου της ΕΛΣ.
Πληροφορίες
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος: λεωφ. Συγγρού 364 – Καλλιθέα, τηλ.: 213 0885700. Τιμές εισιτηρίων: 60, 55, 50, 35, 25, 15, 12 (φοιτητικό – παιδικό), 10 (περιορισμένης ορατότητας) ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: ταμεία της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ (καθημερινά: 09.00 – 21.00), ταμεία θεάτρου Ολύμπια: Ακαδημίας 59, τηλ.: 210 3662100 (Τρίτη – Κυριακή: 09.00 – 21.00 και Δευτέρα 09.00 – 16.00), ηλεκτρονικά: nationalopera.gr.
naftemporiki.gr