Skip to main content

Δαιμόνιες ιστορίες μυστηρίου ζωντανεύουν την παλιά Κίνα

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

«Μυστηριώδεις φόνοι στη λίμνη» είναι ο τίτλος των τελευταίων ερευνών του Δικαστή Τι, που φέρουν την υπογραφή του εμβριθή μελετητή του πολιτισμού της Ανατολής, διπλωμάτη, μουσικού και συγγραφέα Ρόμπερτ βαν Γκούλικ και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μίνωας, σε μετάφραση Χριστιάννας Σαμαρά.

Την έκδοση κοσμούν δώδεκα εικόνες κινεζικής τεχνοτροπίας, σχεδιασμένες από τον συγγραφέα.

Ο Δικαστής Τι ήταν πρόσωπο ιστορικό. Έζησε από το 630 μέχρι το 700 μ.Χ. και υπήρξε λαμπρός ντετέκτιβ και ανώτερος αξιωματούχος της δυναστείας Τανγκ (618-907 μ.Χ.).

Στην παρούσα ιστορία βρισκόμαστε στο 666 μ.Χ. Ο Δικαστής Τι διορίζεται επίτροπος στο Χαν-γιουάν, μια μικρή πόλη χτισμένη στην όχθη μιας μυστηριώδους λίμνης. Τα νερά της λεγόταν ότι πήγαζαν από τον Κάτω Κόσμο και στον βυθό της κατοικούσαν παράξενα πλάσματα που άρπαζαν ανυποψίαστους ψαράδες και τους τραβούσαν στα ερεβώδη βάθη της. Κάθε νύχτα, τα περιβόητα «καράβια των λουλουδιών» -αυτοί οι πολύχρωμα φωταγωγημένοι πλωτοί οίκοι ανοχής όπου θεσπέσιες εταίρες ψυχαγωγούσαν τους μαγεμένους καλεσμένους, έπλεαν στα ανοιχτά της λίμνης, με τα τραγούδια και τα γέλια να αντηχούν στα μαύρα νερά.

«Το σούρουπο έπεφτε την ώρα που ο Δικαστής Τι καθόταν κι έπινε αργά το τσάι του στη μεγάλη βεράντα στον δεύτερο όροφο του δικαστηρίου. Καθόταν στητός σε μια πολυθρόνα δίπλα στο χαμηλό σκαλιστό μαρμάρινο κάγκελο επιθεωρώντας την ανοιχτή θέα που ξετυλιγόταν μπροστά του.

Ένα ένα τα φώτα της πόλης άναβαν κάτω από τα πόδια του, μια συμπαγής μάζα από στέγες πρόβαλε στο σκοτάδι. Πιο πέρα έβλεπε τη λίμνη, μια πλατιά, σκοτεινή υδάτινη έκταση. Την απέναντι όχθη σκέπαζε μια υγρή ομίχλη που στεκόταν χαμηλά στους πρόποδες των βουνών στο βάθος.

Ήταν μια ζεστή, αποπνικτική μέρα που τώρα έδινε τη θέση της σε μια πνιγηρή νύχτα. Φύλλο δεν σάλευε στον δρόμο από κάτω.   
Ο δικαστής ανακίνησε ελαφρά τους ώμους του, που στριμώχνονταν άβολα μέσα στο σκληρό μπροκάρ ύφασμα του επίσημου χιτώνα του. Ο ηλικιωμένος άντρας που στεκόταν σιωπηλός δίπλα του έριξε μια τρυφερή ματιά στον κύριό του. Το ίδιο βράδυ, η υψηλή κοινωνία του Χαν-γιουάν παρέθετε επίσημο δείπνο προς τιμή του Δικαστή Τι σε ένα καράβι λουλουδιών στη λίμνη. Σκέφτηκε πως, αν ο καιρός δεν άλλαζε, η συνεστίαση αυτή δεν θα ήταν και τόσο ευχάριστη υπόθεση.

Χαϊδεύοντας αργά τη μακριά μαύρη γενειάδα του, ο δικαστής παρακολουθούσε αφηρημένα την πορεία μιας βάρκας στο νερό, μια μικρή κουκκίδα στο βάθος, που τα κουπιά κάποιου αργοπορημένου ψαρά οδηγούσαν αργά στην αποβάθρα. Όταν το πλεούμενο χάθηκε στο σκοτάδι, ο δικαστής σήκωσε ξαφνικά τα μάτια του από τη λίμνη και είπε:               
“Μου φαίνεται παράξενο να ζω σε μια πόλη που δεν περιβάλλεται από τείχη, επιθεωρητή. Δεν μπορώ να το συνηθίσω. Έχω μια αίσθηση συνεχούς…αβεβαιότητας”.

“Το Χαν-γιουάν απέχει μόνο εκατό χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, εντιμότατε” παρατήρησε ο ηλικιωμένος άντρας. “Η Αυτοκρατορική Φρουρά φτάνει πολύ εύκολα αν χρειαστεί. Αλλά και οι επαρχιακές φρουρές είναι πάντα…”.
“Δεν αναφέρομαι στα στρατιωτικά ζητήματα, φυσικά!” τον διέκοψε με ζέση ο δικαστής. “Μιλώ για την κατάσταση εδώ, μέσα στην πόλη. Έχω την αίσθηση ότι σ’ αυτό το μέρος συμβαίνουν πράγματα που διαφεύγουν από την αντίληψή μας. Στις στοιχειωμένες πόλεις οι πύλες κλείνουν με τη δύση του ηλίου, κι αυτό σου δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας, για να το πω κι έτσι. Αλλά αυτή η ανοχύρωτη πόλη, που απλώνεται μέχρι τους πρόποδες των βουνών, κι όλα αυτά τα προάστια στις όχθες της λίμνης… Ο οποιοσδήποτε μπορεί να μπει και να βγει ανενόχλητα. Κάθε είδους άνθρωπος!”.
Ο ηλικιωμένος άντρας τράβηξε το άσπρο αραιωμένο γένι του, δεν ήξερε τι να πει. Το όνομά του ήταν Χουνγκ Λιανγκ και ήταν ο πιστός βοηθός του Δικαστή Τι. […]

“Δυο μήνες πέρασαν από τότε που ήρθαμε σε αυτή την πόλη, Χουνγκ” συνέχισε ο Δικαστής  Τι “και ούτε μια σημαντική υπόθεση δεν έχει αναφερθεί στο δικαστήριο”.
“Αυτό σημαίνει” αποκρίθηκε ο επιθεωρητής “ότι οι κάτοικοι του Χαν-γιουάν είναι νομοταγείς πολίτες, εντιμότατε!”.
Ο δικαστής κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
“Όχι, Χουνγκ” είπε “αυτό σημαίνει ότι μας κρατούν σε άγνοια για τις υποθέσεις τους. Όπως είπες κι εσύ, το Χαν-γιουάν βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα. Όμως, λόγω της τοποθεσίας του, στην όχθη αυτής της ορεινής λίμνης, ήταν ανέκαθεν μια κάπως απομονωμένη περιοχή, δεν έρχεται εύκολα ξένος να κατοικήσει εδώ. Και οτιδήποτε συμβαίνει σε τέτοιες κλειστές κοινότητες, οι κάτοικοι κάνουν το παν για να το κρατήσουν κρυφό από τον επίτροπο, τον οποίο θεωρούν ξενόφερτο στοιχείο. Θα το ξαναπώ, Χουνγκ. Στην πόλη αυτή συμβαίνουν πράγματα που διαφεύγουν από την αντίληψή μας. Κι αυτές οι παράξενες ιστορίες για τη λίμνη…”.
Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του.
“Η εντιμότητά σας θεωρεί αξιόπιστες αυτές τις ιστορίες;” ρώτησε απότομα ο επιθεωρητής.
“Αξιόπιστες; Όχι, δεν θα μπορούσα να το ισχυριστώ αυτό. Όταν όμως ακούω ότι τον προηγούμενο χρόνο τέσσερα άτομα πνίγηκαν στη λίμνη και τα πτώματά τους δεν βρέθηκαν ποτέ, ίσως…”». 

 

Σε αυτή την παράξενη πόλη, όπου η αισθησιακή απόλαυση συμπλέκεται με το σκοτεινό μυστήριο, ο Δικαστής Τι έρχεται αντιμέτωπος με τον αιφνίδιο θάνατο μιας νεαρής χορεύτριας. Αμέσως μόλις ξεκινά την έρευνα για την εξιχνίαση του εγκλήματος, η μυστηριώδης υπόθεση μιας ακόμα νεαρής κοπέλας που εντοπίζεται νεκρή την πρώτη νύχτα του γάμου της έρχεται στο δικαστήριο. Τα πράγματα θα πάρουν ανεξέλεγκτη τροπή όταν ο Δικαστής Τι θα βρεθεί μπλεγμένος στον δαιδαλώδη ιστό μιας καταχθόνιας συνωμοσίας που εξυφαίνεται γύρω από την τρομερή σέκτα του Άσπρου Λωτού. Τρεις παράξενες υποθέσεις, τρεις γρίφοι που μόνο ο Δικαστής Τι με τη συλλογιστική του ικανότητα θα μπορέσει να λύσει.

Της παρούσας έκδοσης, στην ίδια σειρά έργων με έρευνες του Δικαστή Τι έχουν προηγηθεί οι τίτλοι «Φόνοι στον δρόμο του μεταξιού» και «Το στοιχειωμένο παραβάν».

Σχολαστικά πιστές στον παλιό, αυθεντικό κινεζικό τρόπο αφήγησης αστυνομικών ιστοριών αλλά και όμορφα διανθισμένες με πολυποίκιλα στοιχεία ώστε να ικανοποιούν τον σύγχρονο αναγνώστη, οι απολαυστικά δαιμόνιες ιστορίες μυστηρίου του Ρόμπερτ βαν Γκούλικ ζωντανεύουν με επιδεξιότητα την παλιά Κίνα.