Skip to main content

Μίνως Μάτσας: «…το θεωρώ τύχη να έρχεσαι σε επαφή με μεγάλα κείμενα»

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Δίνοντας μουσικό λόγο σε ολόκληρο το αυθεντικό κείμενο του «Βόυτσεκ», δηλαδή και στα τέσσερα σχεδιάσματα του Γκέοργκ Μπύχνερ, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά παγκοσμίως σε ενιαία παράσταση, ο συνθέτης Μίνως Μάτσας μάς μιλά για αυτό το εγχείρημα.

Σε σκηνοθεσία του Σταύρου Τσακίρη, το έργο – σταθμός του γερμανικού θεάτρου που, αν και γράφτηκε το 1836, επηρέασε το θεατρικό τοπίο του 20ού αιώνα όσο λίγα, παρουσιάζεται από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), στο Βασιλικό Θέατρο, στη Θεσσαλονίκη.

Το έργο γράφτηκε στη Γερμανία. Ο 24χρονος Γκέοργκ Μπύχνερ πέθανε σε επιδημία τύφου το 1837, πριν προλάβει να το ολοκληρώσει. Στις αποσπασματικές σκηνές του, αποτυπώνεται η αληθινή ιστορία του βετεράνου του σουηδικού και πρωσικού στρατού, Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ (1780 – 1824), που εκτελέστηκε σε δημόσια εκτέλεση στη Λειψία, στις 27 Αυγούστου 1824, για τον φόνο της 46χρονης Γιοχάννα Κρίστιαν Βόοστ, μετά από γνωμοδότηση του Δρα Γιόχαν Κρίστιαν Κράους ότι είχε σώας τας φρένας κατά τη διάπραξη του εγκλήματος.

Ο Μίνως Μάτσας επενδύει μουσικά την παράσταση και μας μιλά για το έργο και για τις συνθέσεις που δημιούργησε, για να το «συμπληρώσει».

Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο.

Το έργο είναι «κυτταρικό», με την έννοια ότι επεξεργάζεται πρωταρχικά θέματα και νοήματα, που αφορούν στον άνθρωπο. Οι ηθικές αξίες του, οι οποίες δοκιμάζονται, όταν η κοινωνία τον σπρώχνει στα όρια της επιβίωσης, η σημασία της επιστήμης και της θρησκείας στην εξέλιξή του, κατά πόσο πραγματικά διαφέρουμε από το ζώο. Ο πολιτισμός, η ευδαιμονία, το χρήμα, εάν, τελικά, έχουμε ελεύθερη βούληση.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται γενικά και αόριστα, αλλά, με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός της εποχής του: έναν φόνο, ο Μπύχνερ γράφει τέσσερα σχεδιάσματα, που τα αφήνει ανολοκλήρωτα, στα οποία, με τρόπο αριστοτεχνικό και τελείως σύγχρονο, αφηγείται μια ιστορία για τον άνθρωπο. Νομίζω πως η εποχή μας, που τείνει ξανά να γίνει ανθρωποκεντρική, έχει ανάγκη να μας βάλει να ξανασκεφτούμε αυτά τα ζητήματα και να πάρουμε θέση. Δεν είναι τυχαίο το ότι θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας.

Ποιο ήταν το πιο γοητευτικό στοιχείο, αλλά και η μεγαλύτερη πρόκληση για σας, στο έργο αυτό του Μπύχνερ;

Για πρώτη φορά, ανεβαίνουν αυτούσια τα τέσσερα χειρόγραφα του συγγραφέα. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα του Σταύρου Τσακίρη και, από εκεί, άρχισε η περιπέτεια. Αυτό σημαίνει πως, σκηνοθετικά, ξετυλίγεται αυτούσια η σκέψη του Μπύχνερ και όχι σε μια διασκευή κατά το δοκούν, όπως γίνεται συνήθως. Ταυτόχρονα, όμως, ξετυλίγεται και ο αποσπασματικός λόγος, τα κενά, το παραλήρημα, που ήταν σαφώς και το πιο γοητευτικό στοιχείο, αφού έπρεπε να συμπληρώσω τα κενά του λόγου με τη μουσική μου.

Βουβές σκηνές που ερμηνεύονται μουσικά, αλλά και εικαστικά με τα animation του Αλέξανδρου Ψυχούλη και, άλλοτε, εξωστρεφώς, με ένα τραγούδι με τους εύστοχους στίχους της Λουΐζας Αρκουμανέα. Είναι, για μένα, η πρώτη φορά στο θέατρο, που καλούμαι να συμπληρώσω ουσιαστικά τη δραματουργία του έργου, αλλά και να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα την πλοκή.

Τι λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης στη μουσική, που συνθέσατε για την παράσταση;

Καταρχάς, το ίδιο το κείμενο και τα θέματα που πραγματεύεται, τα οποία σε αγγίζουν μέχρι το κόκκαλο – για να χρησιμοποιήσω και μια λέξη του Μπύχνερ! Κατά δεύτερον, οι ατελείωτες συζητήσεις με τον Σταύρο Τσακίρη, τον Αλέξανδρο Ψυχούλη και τη Λουΐζα Αρκουμανέα. Αφήνω τελευταίο, αλλά όχι ιεραρχικά μικρότερης σημασίας, την παρουσία μου στις πρόβες και τη συνεργασία μου με την εξαιρετική ομάδα ηθοποιών του Κρατικού Θεάτρου.

Ξέρετε, μια θεατρική παράσταση αλλάζει κάθε εβδομάδα, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Επίσης, έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους ιδιαίτερα ταλαντούχους. Ουσιαστικά, έκλεψα από την ενέργεια και το χάρισμά τους επάνω στη σκηνή, κατά τη διάρκεια των επίπονων προβών. Δούλεψα με ηθοποιούς, μουσικούς και τραγουδιστές σπάνιας δοτικότητας. Ένας υπέροχος θίασος που υπήρξε τεράστια πηγή έμπνευσης για μένα.

Ο «Bόυτσεκ» είναι ένα έργο με πολλαπλά ανεβάσματα σε όλον τον κόσμο, με διασκευές από τον κινηματογράφο μέχρι την όπερα. Πώς λειτούργησε αυτό για σας;

Πραγματικά, αγαπημένοι συνθέτες και σκηνοθέτες έχουν καταπιαστεί με τον “Βόυτσεκ”. Από τον Alban Berg μέχρι τον Tom Waits, και ποιος ξέρει πόσοι ακόμη στο μέλλον θα γράψουν νότες για έναν στρατιώτη, που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, κι όμως χορεύει. Η απόγνωση του Βόυτσεκ είναι μόνο η αφορμή. Σαφώς και γνώριζα τουλάχιστον κάποιες από τις μουσικές, που έχουν γραφτεί για αυτό το εμβληματικό έργο. Για μένα – και το ίδιο ισχύει και για το αρχαίο δράμα – είναι πρόκληση να μιλήσω μουσικά για κάτι, με το οποίο συνδιαλέχθηκαν καλλιτέχνες που αγαπώ. Λειτουργεί σαν μια δύναμη, γιατί το θεωρώ τύχη να έρχεσαι σε επαφή με μεγάλα κείμενα.

Τι ύφος έχει η μουσική που συνθέσατε; Σε ποιες μουσικές φόρμες κινηθήκατε;

Η παράσταση δανείζεται στοιχεία από το μουσικό θέατρο, χωρίς να μπορείς να την κατατάξεις εκεί. Κάποιος χαρακτήρισε τη μουσική μου μετα – μπρεχτική. Πιστεύω πως, αν και υφολογικά ανένταχτη, μιλάει με σαφήνεια για όσα δεν λέγονται ή δεν ολοκληρώνονται από τον λόγο. Αν έχω εκπληρώσει αυτόν τον στόχο, θεωρώ ότι έχω πετύχει.

Χρησιμοποιώ τη φόρμα του αφηγηματικού τραγουδιού (τραγούδια που παίζονται και ερμηνεύονται ζωντανά, επί σκηνής), αλλού δανείζομαι στοιχεία από τη musique concrete και κάνω χρήση ηλεκτρονικών, ενώ, ταυτόχρονα, “πειράζω” τέσσερις νότες (όσα και τα σχεδιάσματα) από το “Urlicht” του Mahler με τη φωνή της Christa Ludwig. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ζούμε σε μια εποχή, όπου έχουμε όλα τα μέσα στη διάθεσή μας. Άρα, αρκεί να υπάρχει στόχος.

Πόσο επηρέασε η μεγάλη δισκογραφική παράδοση της οικογένειάς σας, την ενασχόλησή σας με τη μουσική;

Σαφώς, μεγάλωσα ανάμεσα σε σημαντικούς συνθέτες, μουσικούς, τραγουδιστές. Το στούντιο ήταν ο φυσικός μου χώρος από τα πέντε μου χρόνια και, όπως άλλοι γονείς πήγαιναν τα παιδιά τους στο λούνα παρκ, εμένα ο πατέρας με έπαιρνε μαζί του στις ηχογραφήσεις. Νομίζω αυτό τα λέει όλα. Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Λοΐζος, ο Γκάτσος και άλλοι πολλοί στάθηκαν πηγή έμπνευσης και η αφορμή να αγαπήσω τη μουσική. Νομίζω πως ήταν αναπόφευκτο.

Ταυτότητα παράστασης

Επεξεργασία κειμένου – σκηνοθεσία – φωτισμοί: Σταύρος Σ. Τσακίρης, μετάφραση: Αντώνης Γαλέος, σκηνικά – κοστούμια – flash animation: Αλέξανδρος Ψυχούλης, μουσική: Μίνως Μάτσας, δραματoλογία – στίχοι: Λουίζα Αρκουμανέα, μουσική διδασκαλία: Νίκος Βουδούρης – Χρύσα Τουμανίδου, βοηθός σκηνοθέτη: Μελίνα Αποστολίδου, βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαρία Μυλωνά, οργάνωση παραγωγής: Αθηνά Σαμαρτζίδου, οδηγός σκηνής: Γιάννης Παλαμιώτης. Παίζουν με αλφαβητική σειρά: Νεφέλη Ανθοπούλου, Άννα Ευθυμίου, Γιώργος Κολοβός, Χρίστος Νταρακτσής, Ευγενία Πανταζόγλου, Χρήστος Παπαδημητρίου, Νικόλαος Πολοζιάνης, Τάσος Ροδοβίτης, Αλεξία Σαπρανίδου, Χρίστος Στυλιανού, Γιάννης Τσάτσαρης, Ορέστης Χαλκιάς, Κωνσταντίνος Χατζησάββας. Μουσική, επί σκηνής, παίζουν οι ηθοποιοί: Νεφέλη Ανθοπούλου (πιάνο), Γιώργος Κολοβός (κιθάρα), Νίκος Πολοζιάνης (κιθάρα), Τάσος Ροδοβίτης (ντραμς), Ορέστης Χαλκιάς (μπάσο).

Πληροφορίες

Βασιλικό Θέατρο: πλατεία Λευκού Πύργου – Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2315 200000. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 18.00, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο: 21.00, Κυριακή: 19.00. Προπώληση εισιτηρίων: ταμεία ΚΘΒΕ, καταστήματα: Γερμανός, OTE Shops, Public, Ιανός, Seven Spots, Τράπεζα Πειραιώς (από τα μηχανήματα aps), τηλεφωνικά: 11876 και 2315 200200, ηλεκτρονικά: ntng.gr, tickethour.com, viva.gr, public.gr, ianos.gr.