Το Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζει τη φωτογραφική έκθεση «Δημήτρης Κοιλαλούς. CAESURA, όσο κρατάει μια ανάσα» στο Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138, που θα διαρκέσει έως τις 26 Μαΐου. Πρόκειται για την πιο πρόσφατη δουλειά του καταξιωμένου φωτογράφου Δημήτρη Κοιλαλούς.
Η CAESURA είναι μία συλλογή φωτογραφιών που αποτυπώνει τη μεταβατική κατάσταση των προσφύγων και των μεταναστών που έφταναν στην Ελλάδα το 2015 και το 2016, έχοντας διασχίσει το Αιγαίο -το διαβόητο πέρασμα του θανάτου- μια διάβαση ανησυχητική και οδυνηρή, την οποία εκείνη τη στιγμή θεωρούσαν το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής τους, επειδή δεν ήξεραν τι τους επιφύλασσε το μέλλον.
Ο όρος CAESURA σημαίνει τη σύντομη σιωπηλή παύση στη μέση ενός ποιητικού στίχου ή μιας μουσικής φράσης, μία κοφτή άηχη ανάσα· είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει τον σιωπηλό ενδιάμεσο χρόνο ανάμεσα σε δύο περιόδους βίαιες και ταραγμένες: τη ζωή στην αφετηρία του ταξιδιού και τη ζωή στο –άγνωστο– πέρας της διαδρομής.
Το τοπίο της CAESURA είναι ένα περιβάλλον μεταφορικό και ακαθόριστο, αβέβαιο, χωρίς αναγνωρίσιμα ορόσημα, μολαταύτα πραγματικό και απόλυτα συναφές με το τοπογραφικό πλαίσιο των συνόρων – το τοπίο της ελληνικής παραμεθορίου. Οι άνθρωποι, παγιδευμένοι σε έναν μεταβατικό και εφήμερο «ενδιάμεσο» χρόνο, αναδύουν μια διφορούμενη αίσθηση ηρεμίας αλλά και ανησυχίας, σαν να έχουν τη δύναμη να υπερβούν τον χρόνο, στέκοντας απλανείς σε μία μετέωρη ψυχική κατάσταση, αιωρούμενοι σχεδόν ανάμεσα σε δύο ασυνεχείς χρονικές στιγμές.
Σταδιακά, η CAESURA έγινε μια συλλογή από προσωπικές αφηγήσεις και στιγμές ανθρώπων που ήθελαν να δηλώσουν σιωπηλά και με έναν ηρωικό σχεδόν τρόπο τη νέα τους κατάσταση σαν στοιχείο της ελευθερίας τους. Είναι άνθρωποι που θέλησαν να φωτογραφηθούν επειδή ακριβώς είχαν καταφέρει να φτάσουν σώοι ως εδώ –σαν να επιχειρούσαν, μέσω της φωτογραφίας, το πέρασμα στην αθανασία– σαν μελαγχολικοί ιππότες μετά από τη μεγάλη μάχη.
Ξεκινώντας από τα κλειστά σακίδια, τις οικογενειακές φωτογραφίες και τα γεμάτα οδύνη και νοσταλγία βίντεο των κινητών τηλεφώνων, η CAESURA προσπαθεί να αφαιρέσει τη μάσκα του πρόσφυγα και του μετανάστη. Μια μάσκα ανώνυμη που συχνά την κατέγραφαν οι τηλεοπτικές και οι φωτογραφικές κάμερες χωρίς ποτέ να σταματούν στο πρόσωπο, παρά μόνο για να ενισχύσουν τη στερεοτυπική εικόνα του πόνου και της ταλαιπωρίας· και πάλι όμως ανώνυμα.
Η CAESURA δεν επιδιώκει να δώσει πολιτικές απαντήσεις ή να προβάλει την ιστορική διάσταση αυτής της εξωπραγματικής –και σχεδόν βιβλικών διαστάσεων– εξόδου για τα μεταπολεμικά δεδομένα της Ευρώπης. Θέλει απλώς να μιλήσει, για την αναστάτωση των θεμελιωδών στοιχείων της ανθρώπινης φύσης που προκαλεί ο εκπατρισμός, για το ξεθεμελίωμα του εαυτού και τη διασάλευση της ταυτότητας, γι’ αυτή την υπαρξιακή, τελικά, συνθήκη που ορίζει και σφραγίζει διά βίου τον φυγά, τον ξένο.
Έτσι η CAESURA, εστιάζοντας περισσότερο στο υπαρξιακό παρά στο ιστορικό επίπεδο, αποτυπώνει τη γενική ταυτότητα του φυγά, εκείνου που προσπαθεί να αποδράσει, εκείνου που προσεταιρίζεται άλλες, ενδιάμεσες προσωρινές ταυτότητες και μιλά όχι μόνο για εκείνους που φωτογράφισε, αλλά κυρίως για όλους εκείνους που δεν φωτογράφισε, όλους εκείνους που σιωπηλοί, απογυμνωμένοι, παλεύουν να ανασυστήσουν έναν «εαυτό» από τα λίγα που τους έχουν απομείνει.
Η παρουσίαση της φωτογραφικής έκδοσης CAESURA που συνοδεύει την έκθεση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 7 Απριλίου, στις 7:00 μ.μ., στο Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138.