Μεγάλη έκθεση με τίτλο «Δρόμοι της Αραβίας. Αρχαιολογικοί Θησαυροί από την Σαουδική Αραβία», παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη [Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, Αθήνα].
Η έκθεση -η οποία θα διαρκέσει έως τις 26 Μαΐου- διοργανώνεται από τη Σαουδική Επιτροπή Τουρισμού και Εθνικής Κληρονομιάς, το Εθνικό Μουσείο του Ριάντ και το Μουσείο Μπενάκη με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λούβρο το 2010 και, έκτοτε, έχει ταξιδέψει σε τρεις ηπείρους με παρουσία σε πολλές πόλεις, όπως το Βερολίνο, η Αγία Πετρούπολη, η Ουάσινγκτον, το Τόκυο και το Άμπου Ντάμπι. Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη είναι ο 16ος σταθμός των «Δρόμων της Αραβίας» και η πρώτη παρουσίασή τους στην νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας και η ιστορία της Αραβίας από την προϊστορική εποχή έως και τον 20ό αιώνα αποκαλύπτονται μέσα από τα ευρήματα αρχαιολογικών ερευνών που πραγματοποιούνται κατά τις τελευταίες δεκαετίες από πανεπιστημιακά ιδρύματα σε συνεργασία με την Επιτροπή Τουρισμού και Εθνικής Κληρονομιάς και περιλαμβάνουν αγάλματα μεγάλων διαστάσεων, χρυσά κτερίσματα, επιτύμβιες στήλες και πολύτιμες λατρευτικές προσφορές.
Οι εμπορικές και προσκυνηματικές οδοί αποτελούν τους κυριότερους άξονες που διατρέχουν την έκθεση. Το εμπόριο αναπτύχθηκε από τον 8ο αιώνα π.Χ., κυρίως για τη μεταφορά του περιζήτητου θυμιάματος από τις νότιες και δυτικές ακτές της Αραβίας προς την ανατολική Μεσόγειο. Για πολλούς αιώνες, καραβάνια με καμήλες μετέφεραν μπαχαρικά, αρώματα, υφάσματα και πολύτιμους λίθους από την Ινδία και την νοτιοανατολική Ασία ενώ γυάλινα αντικείμενα, κεραμικά και λατρευτικά αγαλματίδια έφθαναν στην Αραβία.
Οι ανταλλαγές αυτές διαφαίνονται μέσα από πολυάριθμα αντικείμενα εμπνευσμένα από τις τέχνες της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, που είτε μεταφέρθηκαν με τα καραβάνια είτε παρήχθησαν τοπικά. Με την άνοδο του Ισλάμ, στις αρχές του 7ου αιώνα, η Μέκκα έγινε θρησκευτικό κέντρο και το καθιερωμένο ετήσιο προσκύνημα (χατζ) μετέτρεψε τους δρόμους του εμπορίου σε προσκυνηματικές οδούς.
Με τη γρήγορη εξάπλωση της νέας θρησκείας από την Ισπανία μέχρι την κεντρική Ασία και την Ινδία, πιστοί κατέφθαναν στην Αραβία φέρνοντας μαζί τους αντικείμενα από μακρινές περιοχές. Η έκθεση εμπλουτίζεται με έργα ισλαμικής τέχνης και σπάνιες εκδόσεις από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη και ολοκληρώνεται με ένα ειδικό αφιέρωμα στην ίδρυση και την ιστορία του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας.
Τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό έχει αναλάβει ο σκηνογράφος Νίκος Σ. Πετρόπουλος και την επιμέλεια της έκθεσης η Μίνα Μωραΐτου, Υπεύθυνη του Μουσείου Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης, η οποία επισημαίνει:
«Ο επισκέπτης της έκθεσης έχει την ευκαιρία να δει πάνω από 300 έργα εκτεθειμένα χρονολογικά. Από την προϊσλαμική εποχή αναδεικνύονται αρχαιολογικοί χώροι όπως το νησί Ταρούτ στον Αραβικό Κόλπο, με αγγεία της 3ης χιλιετίας π.Χ., και η όαση Τάυμα στη βορειοδυτική Αραβία, με λίθινες στήλες και κεραμικά. Στην ευρύτερη αυτή περιοχή ανακαλύφθηκαν κολοσσιαία αγάλματα στη Δαιδάν, τη σημερινή αλ-Ούλα, πρωτεύουσα του βασιλείου των Λιχυανιτών.
Ακολουθούν εντυπωσιακά κτερίσματα από την πόλη Θατζ και την Έγρα (το σημερινό Μαντάιν αλ-Σάλιχ), τη λεγόμενη «Πέτρα της Αραβίας», από την εποχή των Ναβαταίων, καθώς και τα ευρήματα από την Καριάτ αλ-Φου, μια από τις σημαντικότερες εμπορικές πόλεις της νότιας Αραβίας: λατρευτικά αγαλματίδια, νωπογραφίες, κεραμικά, γλυπτά και επιγραφές.
Κατά τους πρώτους χρόνους της ισλαμικής περιόδου διαγράφεται το νέο δίκτυο προσκυνηματικών και εμπορικών δρόμων, με κέντρα όπως οι πόλεις αλ-Ράμπαντα και αλ-Μαβιγιάτ, που οδηγούσαν σε μακρινές πόλεις της Μεσογείου και της Ασίας. Η σημασία των δύο ιερών πόλεων της Μέκκας και Μεδίνας παρουσιάζεται μέσα από έργα όπως η εντυπωσιακή πόρτα από την Κάαβα του 17ου αιώνα, χειρόγραφα, καθώς και εκδόσεις περιηγητών του 19ου αιώνα».