Skip to main content

Νίκος Αλεξίου: «…Παντού συναντώ την επίκτητη, λόγω αμορφωσιάς, βλακεία να περιφέρεται αυτάρεσκα…»

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Η παράσταση «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», η πολυαναμενόμενη μεγάλη παραγωγή του Θέατρου Τέχνης παρουσιάζεται   στο Υπόγειο [Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα]. Το αριστούργημα του Έντεν Φον Χόρβατ ανεβαίνει από δεκαεξαμελή θίασο και συνοδεύεται από ζωντανή μουσική  και τραγούδια.

Ένα πράγμα χαρακτηρίζει όλους τους ήρωες του έργου, η βλακεία. Η βλακεία που συνοδεύει την αμορφωσιά, τη θρησκοληψία, τον συντηρητισμό, την ημιμάθεια, την αδιαφορία, τον ατομικισμό και, φυσικά, τον φασισμό -στον οποίο αναπόφευκτα οδηγείται μια κοινωνία με όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Το 1931, έξι μόλις χρόνια πριν τον πρόωρο θάνατό του, ο Χόρβατ γράφει τις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» προβλέποντας την άνοδο του Χίτλερ και την έλευση ενός ακόμα παγκοσμίου πολέμου. Με πολύ χιούμορ, σκληρότητα αλλά και συμπόνια, σκύβει πάνω από τους μικροαστούς ήρωές του. Αυτούς τους ήρωες που πιστεύουν στον Θεό από συνήθεια και υποστηρίζουν τον ναζισμό από απάθεια και αμάθεια. Αυτούς τους ήρωες, που δεν είναι ούτε «καλοί», ούτε «κακοί»… απλώς «μικροί» και «φτηνοί». Άρα δίχως ελπίδα, όπως λέει ο Χόρβατ.

«Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» είναι, στην πραγματικότητα, ο τίτλος του ομώνυμου βαλς του Γιόχαν Στράους που επανέρχεται ως επωδός στο έργο, συνοδευόμενο από μερικά ακόμα πασίγνωστα βαλς του συνθέτη, όπως ο «Γαλάζιος Δούναβης». Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η υπέροχη, λαμπερή  μουσική με τους ήρωες του έργου; Καμία! Κι όμως, τη νοσταλγούν, όπως νοσταλγούν μια «άλλη ζωή», ένα λαμπερό, ένδοξο παρελθόν της πόλης τους. Ένα παρελθόν που δε γνώρισαν, ούτε τους συμπεριέλαβε ποτέ…

Στην υπόθεση του έργου, η νεαρή Μαριάννε θέλει να αντισταθεί στην ανοησία του κόσμου που την περιβάλλει. Προσπαθεί να ξεφύγει από το τέλμα της καθημερινότητας, διαλύει τον αρραβώνα που της έχει επιβάλει ο πατέρας της και ρισκάρει τη ζωή της, ακολουθώντας έναν γοητευτικό τυχοδιώκτη που ζει από τον ιππόδρομο.

Μιλήσαμε με τον πρωταγωνιστή της παράστασης, Νίκο Αλεξίου.

Μιλήστε μας για την υπόθεση του έργου.
«
Αυτή ας μείνει σαν έκπληξη για όσους δουν την παράσταση. Όλα, πάντως, διαδραματίζονται στη Βιέννη των αρχών του ’30, υπό τους ήχους  βαλς του Γιόχαν Στράους και ναζιστικών εμβατηρίων, ενώ στο βάθος κυλά ο ωραίος γαλάζιος Δούναβης».

Γραμμένο το 1931, ποια στοιχεία του, το καθιστούν επίκαιρο;
«
Μεταξύ άλλων, η αμορφωσιά και η διανοητική στενότητα των ηρώων, που τους εμποδίζει να καταλάβουν το γιατί δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ το “γραμμένο” τους».

Μια περιγραφή του προσώπου που ερμηνεύετε;
«Ένας καθ’ έξιν ιπποδρομιάκιας και εξ ανάγκης αγαπητικός που, όσο προσπαθεί να ανέλθει στην επιφάνεια, τόσο βουλιάζει».

Κάποια κεντρικά χαρακτηριστικά της σκηνοθετικής προσέγγισης;
«
Το πιο σημαντικό: να μην παίζουμε υπεράνω των ρόλων μας, κοροϊδεύοντάς τους».

Πείτε μας μια ατάκα  ή περιγράψτε μας μια σκηνή. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«“
Oι μύλοι του Θεού αλέθουν αργά, αλέθουν όμως αμείλικτα τα πάντα. Τα κάνουν σκόνη”».

Ο Χόρβατ προλογίζει το έργο  του με τη φράση: «Τίποτε δε μας δίνει τόσο την αίσθηση του άπειρου όσο η βλακεία». Κάποιο σχόλιό σας;
«
Υπάρχουν, νομίζω, δύο είδη βλακείας: η εγγενής -γενετικά προκαθορισμένη βλακεία, και η επίκτητη -που είναι το αποτέλεσμα του ελλείμματος μόρφωσης και παιδείας. Έχω την εντύπωση ότι στις μέρες μας ενώ η πρώτη, πιθανώς, ελαττώνεται, η δεύτερη διαστέλλεται σαν το ωραίο μας σύμπαν».  

Μια σκέψη σας για τη σημερινή Ελλάδα;
«
Διαβάζω –ακόμα- εφημερίδες, βλέπω τηλεόραση –για παράδειγμα τηλεπαιχνίδια γνώσεων, όπου διασκεδάζω βαρώντας το κεφάλι μου στον τοίχο-, ψιλομπαίνω στο facebook, κυκλοφορώ. Παντού συναντώ την επίκτητη, λόγω αμορφωσιάς, βλακεία να περιφέρεται αυτάρεσκα στα γήπεδα του μέσου όρου. Έτσι κι αλλιώς οι φορείς της δεν την αντιλαμβάνονται ως τέτοια –πρώτον, γιατί τη χαίρονται όλοι μαζί αντάμα χωρίς να χολοσκάνε, και δεύτερον, γιατί χωρίς τις σωστές λέξεις και έννοιες άντε να αφηγηθείς και να εξηγήσεις τη ζωή χωρίς τα ζώδια».

Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Η ησυχία, η τάξη, το βαθύ χιούμορ, η τέχνη όταν με συγκινεί, η αναπάντεχη καλοσύνη από αγνώστους, οι γυναίκες όταν δεν βρίσκουν καταφύγιο στο κινητό τους, κανά καλό φαγάκι, πότε-πότε λίγο αλκοόλ για να με συμφιλιώνει με τον κόσμο, και άλλα διάφορα και πιθανόν αδιάφορα».

Κάτι που σας τη χαλά;
«Εδώ θα χρειαζόντουσαν τόμοι ολάκεροι. Όταν, για παράδειγμα, αντικρίζω τα σημάδια της ψυχοδιανοητικής διαταραχής ανάκατης με βλακεία πάνω στους τοίχους ή πλαστικά μπουκάλια αφημένα με το έρημο το νερό ακόμα μέσα τους να πετιέται άδοξα μαζί τους, σκέφτομαι πως… η τέχνη μάς μάρανε».

Μια αγωνία σας;
«Μην χάσω, πριν πεθάνω, το μυαλό μου».