«Οι ρετσίνες του βασιλιά», το τελευταίο, ένατο μυθιστόρημα που φέρει την υπογραφή του Ισίδωρου Ζουργού, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο Λεόντιος Έξαρχος –ένας συνταξιούχος, ευκατάστατος πολιτικός μηχανικός, δέκα μήνες μετά τον θάνατο της συζύγου του, μεταφέρει τη ζωή του από την Αθήνα σε ένα χωριό ορεινό που… «μυρίζει θάλασσα». Εγκαθίσταται στον ανακαινισμένο εμβληματικό πύργο του χωριού –που ανήκε στον μισητό του πεθερό. Είναι μέσα Σεπτεμβρίου και αυτός σκοπεύει να μείνει εκεί, τουλάχιστον, έναν χειμώνα.
«…Τα χωριά τον χειμώνα θαρρείς και φεύγουν κάπου μακριά. Αναχωρούν προς άγνωστη κατεύθυνση κι αφήνουν πίσω τους τα σπίτια άδεια όστρακα και τα δέντρα γυμνά, με τις φωλιές έρημες σαν βραχιόλια περασμένα στα κλαδιά. Παρατούν τα μονοπάτια μουγγά και τις βρύσες μόνες τους χωρίς να τις ακούει κανείς. Τα χωριά τον χειμώνα φεύγουν και πάνε εκεί που δεν τα ξέρει κανείς, παρατούν τα σπίτια σαν κούφια καρύδια, με μόνη τους παρηγοριά τα λουκέτα στις αυλόθυρες να τα στολίζουν. Αφήνουν κλειδωμένα εστιατόρια, με τις άδειες αυλές τους ασκούπιστες να τις αλωνίζουν μαυροπούλια. Τα χωριά του χειμώνα είναι τελικά διοράματα, απεικονίσεις υπενθύμισης και υπόσχεση πως το καλοκαίρι που θα ’ρθει ο κόσμος θα ξανακερδίσει τον χώρο του και όλα θα γίνουν όπως πρώτα…».
Κοσμογυρισμένος, με πολλές εμπειρίες και επώνυμες συναναστροφές κάνει τώρα παρέα με τους ανθρώπους που συχνάζουν στο καφενείο της πλατείας. Ο Φώτης ο καφετζής ή Τσιφούταρος, ο παπα-Γιώργης, ο τεχνίτης πατωματάς Τριαντάφυλλος, ο υλοτόμος Πανταζής ή Ζάκης, ο αργόσχολος τζογαδόρος Πρόδρομος ή το Ζάρι, ο Βαγγέλης ο Σκουληκάς, ο Αναστάσης ο Γελαδάρης, ο Στελάρας ο Σιδεράς, ο νεκροθάφτης Μουσθένης -ο επονομαζόμενος Χάρος, αποτελούν πρόσωπα των καθημερινών του επαφών, με φόντο καύτρες τσιγάρων, γέλια, βαρέλια με ρετσίνα και μεθύσια. «…Κατά τις δύο τον γερο-Μουσθένη τον έπιασε ο ύπνος για τα καλά. Ο Ζάκης ξεκρέμασε τότε την εικόνα της Ανάστασης του Χριστού, που την είχε ο Φώτης σ’ εκείνο το εικονοστάσι με το κόκκινο λαμπάκι, και την έβαλε να την κρατάει ο κοιμισμένος πάνω στο στήθος του. Ύστερα τον έγειραν απαλά προς τα πίσω ν’ ακουμπάει όλη η πλάτη του στη ράχη της καρέκλας κι αυτή τη στήριξαν στον τοίχο. Ο Βαγγέλης ο Σκουληκάς πήρε λίγο απ’ το αλεύρι που υπήρχε στην κουζίνα για το τηγάνισμα και του άσπρισε το πρόσωπο. Πήραν τέλος μια περσινή λαμπάδα χρησιμοποιημένη που είχε ο καφετζής για τις διακοπές του ρεύματος και την κράτησαν αναμμένη δίπλα στην εικόνα.
Οι φωτογραφίες απ’ τα κινητά άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν. Ο γερο-Μουσθένης, πιωμένος, κοιμόταν του καλού καιρού στην πιο καλοστημένη πόζα της ζωής του· γαλήνιος, μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο και με την εικόνα στο στήθος, περίμενε την είσοδό του στον Κάτω Κόσμο…».
Τριγύρω του και γυναικείες φιγούρες του χωριού με τη Γωγώ την ψιλικατζού και την ερωτική κομμώτρια Πέννυ, να καταλαμβάνουν τις περισσότερο κεντρικές θέσεις.
Τρυφερός, θλιμμένος και αστείος, γκαφατζής και ιδιότυπα μυαλωμένος, ο τρελός του χωριού, ο Ζαχαρίας ή αλλιώς Μασούρης ή αλλιώς Ρία Ρία Μπουμ εξελίσσεται στον πιο δικό του άνθρωπο –τον μοναδικό δικό του. «…Πίσω του τον ακολουθούσε αυτός που του ήταν συγκάτοικος, σύντροφος, αδελφός, εξομολόγος, ακόλουθος, συνοδοιπόρος των βουνών, υπασπιστής, βαλές, υπηρέτης, και προσφάτως ένας ιδιαίτερα φλύαρος άνθρωπος. Τον τελευταίο καιρό ήταν αχώριστοι, ο γερο-άρχοντας και ο ίσκιος του, η καταξίωση του κοινωνικού ονείρου και πίσω της μια τερατογένεση. Ο ενταγμένος και ο αποκλίνων, ο φοβισμένος βασιλιάς και ο ατρόμητος υπηρέτης…».
Σταθερή ενασχόληση του Λεόντιου, η συγγραφή ανεπίδοτων επιστολών προς τις τρεις κόρες του, Γαβριηλία, Ρεγγίνα και Κορίνα –με τις οποίες οι σχέσεις του έχουν διαταραχθεί, και την εκλιπούσα σύζυγό του, Ουρανία.
Σταδιακά, και μέσα από αυτές, αρχίζει να ξεδιπλώνεται η προηγούμενη ζωή του και σκιαγραφείται ο χαρακτήρας του αλλά και ο χαρακτήρας των δικών του ανθρώπων. Πέρα από το δικό του παρελθόν, αρχίζει να πέφτει φως στο παρελθόν του χωριού, ενώ ο Λεόντιος δεν αργεί να βρεθεί, απρόσμενα, αντιμέτωπος με παλιά, επώδυνα μυστικά, κρυμμένα στο αρχείο του πεθερού του. Και κάπως έτσι, το μυθιστόρημα στρέφει το βλέμμα του στην Ελλάδα των τελευταίων εβδομήντα ετών, αν και τοποθετημένο στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης –με την ανεργία, τη μετανάστευση, την ερημωμένη ελληνική επαρχία, το γήρας και τις δυσκολίες που μαζί του κουβαλά, το πένθος και τη μοναξιά στο επίκεντρο της αφήγησης.
«…τα ανθρώπινα βασίλεια σβήνουν και χάνονται. […]. Τη μοίρα των δυνατών αρχόντων, Γαβριέλα, την έχεις ποτέ φανταστεί; Όταν το χέρι που κρατάει το σκήπτρο αρχίζει να τρέμει, οι υποτακτικοί σαλεύουν, βγάζουν κυνόδοντες και μας περικυκλώνουν με βλέμμα όλο και πιο πορφυρό. Θα υπάρχει μάλλον μια μυρωδιά που αναδύεται απ’ τα γέρικα κορμιά των αρχόντων, μια μυρωδιά που καλεί όλα τα τσακάλια και τους λύκους της επικράτειας ν’ αρχίσουν να στήνουν ενέδρες. Ακόμη κι εδώ στο χωριό άρχισα να αντιλαμβάνομαι σιγά σιγά ότι κάποια αγρίμια άφησαν τις βουνοπλαγιές και τώρα πια κόβουν βόλτες στην πλατεία…».
Χωρίς, σε καμία περίπτωση, να απαιτεί σχετικές γνώσεις από τον αναγνώστη, το μυθιστόρημα βρίσκεται σε μια διαρκή συνομιλία με τον βασιλιά Ληρ –σαν υπενθύμιση της αέναης αλήθειας ότι οι ανθρώπινες τραγωδίες επαναλαμβάνονται από τα χρόνια τού Σαίξπηρ μέχρι σήμερα, αλλά και με τον καρναβαλικό κόσμο του Ραμπελαί -«…είναι ένα µυθιστόρηµα νόµισµα. Στη µια του όψη ένας αναµαλλιασµένος γέροντας που κάποτε ήταν βασιλιάς. Στην άλλη ένας κοιλαράς που µοιάζει να είναι ο Γαργαντούας ή ένας γεωργός που χαµογελάει βαστώντας στο χέρι ένα κρασοπότηρο…», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Ο αγαπημένος Ισίδωρος Ζουργός αυτή τη φορά μάς προσκαλεί σε οινοποσία, γεμίζοντας ρετσίνα το ποτήρι ενός βασιλιά. Οι κύκλοι της αναγνωστικής μέθης έρχονται αλαφροπατώντας και, πριν γίνουν αντιληπτοί, υπόγεια δονούν ταυτιζόμενοι με τους άχρονους, παντοδύναμους κύκλους της ζωής και του θανάτου –τους κύκλους που σηκώνουν το βάρος του κόσμου όλου.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]