Το βιβλίο «Τα χρόνια των ξενοδοχείων – Περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους» του Γιόζεφ Ροτ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, ο Ροτ ταξίδεψε πολύ σε μια Ευρώπη σε κρίση, στην Ευρώπη, περιπλανώμενος από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και γράφοντας για τα μέρη από τα οποία περνούσε. «Είμαι ένας πολίτης των ξενοδοχείων. Ένας πατριώτης των ξενοδοχείων». Οξυδερκή, νοσταλγικά, γεμάτα περιέργεια και βαθιά παρατηρητικά -συγκεντρωμένα εδώ για πρώτη φορά από τον Άγγλο μεταφραστή του έργου του Ροτ, Μάικλ Χόφμαν-, τα άρθρα του ζωγραφίζουν την εικόνα μιας ηπείρου που σπαράζεται από την αδήριτη βία της αλλαγής, γαντζωμένης ταυτόχρονα στην παράδοση.
«Το ξενοδοχείο, που αγαπώ σαν πατρίδα μου, βρίσκεται σε ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, και τα βαριά χρυσά γράμματα-αντίκες, με τα οποία είναι γραμμένο το μπανάλ όνομά του (λάμποντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών, που ανηφορίζουν μαλακά) είναι στα μάτια μου μεταλλικές σημαίες, υψωμένα μικρά λάβαρα που χαιρετούν αστράφτοντας αντί ν’ ανεμίζουν».
Από τη Βαλτική, το Αμβούργο, τη Βιέννη, τη Μασσαλία, την Πολωνία, τον Βόλγα, τα τυραννικά γυμνάσια του αλβανικού στρατού, τα ετοιμόρροπα «πηγάδια» της νέας πρωτεύουσας του πετρελαίου στη Γαλικία και τα διαλυμένα παζάρια, τα σπίτια τα κομμένα στα δυο για να γίνουν τα Τίρανα μια μοντέρνα πρωτεύουσα, μέχρι τους ξεχωριστούς, ιδιόμορφους ανθρώπους που συναντά ο Ροτ στα ξενοδοχεία όπου μένει, αυτά τα κείμενα-βινιέτες είναι τρυφερά και μεθυστικά μαζί. Με τη θαυμάσια επιλογή και εισαγωγή του Χόφμαν, αποτελούν λογοτεχνικές καρτ ποστάλ από έναν κόσμο χαμένο, που κατευθυνόταν αμετάκλητα προς έναν παγκόσμιο πόλεμο.
«Θα είναι ατελείωτη η μέρα. Σ’ αυτό το δωμάτιο ευτυχώς δεν υπάρχει τίποτα, ούτε ένα τόσο δα πραγματάκι, να καρφώσω πάνω το βλέμμα μου με πόνο! Ούτε παλιά ζαχαριέρα ούτε το γραφείο του θείου ούτε το πορτραίτο του παππού από την πλευρά της μητέρας μου ούτε η πορσελάνινη λεκάνη με την κανάτα της, με τα κόκκινα λουλουδάκια και το ράγισμα στη μέση, ούτε σανίδα που το τρίξιμό της θυμίζει το σπίτι σου κι αρχίζεις ξαφνικά να την αγαπάς, απλώς και μόνο επειδή φεύγεις, ούτε γαργαλιστικές μυρωδιές από την κουζίνα ούτε τσίγκινο διακοσμητικό γουδί και γουδοχέρι πάνω στο ντουλάπι της εισόδου! –Τίποτα! Όταν φύγει η βαλίτσα μου, θα ’ρθουν άλλες. Όταν μαζέψω το σαπούνι μου, άλλο θα μπει στο νιπτήρα. Κι όταν πάψω να στέκομαι εγώ μπροστά σ’ αυτό το παράθυρο, κάποιος άλλος θα πάρει τη θέση μου. Αυτό το δωμάτιο δεν δημιουργεί ψευδαισθήσεις ούτε στον εαυτό του ούτε σ’ εμένα ούτε σε κανέναν. Την ώρα που φεύγω και του ρίχνω μια τελευταία ματιά, δεν είναι πια το δωμάτιό μου. Η μέρα είναι ατελείωτη, επειδή δεν υπάρχει καθόλου μελαγχολία να τη γεμίσει».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]