Ίσως γι αυτό πολλοί να συγχέουν το ύφος του με αυτό του Γιασουτζίρο Όζου, αν και ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει πως αισθάνεται πιο κοντά του το σινεμά του Μίκιο Ναρούζε, και εξετάζοντας τη νέα του ταινία, το «Τυχερό αστέρι», που έφυγε από το τελευταίο Φεστιβάλ Καννών με δυο βραβεία, ανάμεσα τους και αυτό του καλύτερου ηθοποιού για τον Σονγκ Κανγκ – Χο (περισσότερο γνωστός σε εμάς ως ο πρωταγωνιστής των «Παράσιτων»), καταλαβαίνει κανείς το γιατί: Οι ήρωες του Όζου δέχονται σχεδόν στωικά τη μοίρα που τους επιφυλάσσει ο φρικτός αυτός κόσμος μας, ενώ αυτοί του Ναρούζε προσπαθούν διαρκώς να κερδίσουν την παρτίδα αυτής της ζωής, παρά το χαρτί που τους έχει μοιραστεί.
Όπως συμβαίνει και εδώ δηλαδή, σε αυτή την ταινία, το στόρι της οποίας μοιάζει να έφερε σε σύγχυση πολλούς Δυτικούς κριτικούς καθώς οι ήρωες της ταινίας είναι διακινητές ενός βρέφους: Δυο κακομοίρηδες δηλαδή που αρπάζουν ένα μωρό από έναν δημόσιο φορέα (το φαινόμενο της εγκατάλειψης μωρών στη Νότια Κορέα είναι τραγικά συχνό, μαθαίνουμε) και σε συνεργασία με την ίδια του τη μητέρα, αναζητούν μια καλή οικογένεια γι αυτό, αλλά και μια καλή αμοιβή που θα λύσει ενδεχομένως τα προβλήματα τους. Την ίδια στιγμή, δυο αστυνομικίνες βρίσκονται σταθερά στο κατώφλι τους, παρακολουθώντας κάθε τους κίνηση. Όλοι τους άνθρωποι με σκοπό, κίνητρο αλλά και ηθικό κώδικα που μπορεί να «χαλαρώνει» αναλόγως της κοινωνικής τους κατάστασης, αλλά ποτέ δεν ξεπερνάει το όριο (οι μόνοι εμφανώς τοξικοί εδώ είναι οι μαφιόζοι που διανθίζουν το στόρι – ναι, έχει και λίγη μαφία μέσα). Το ότι ο Κόρε Έντα κατορθώνει, όχι απλώς να αφηγηθεί μια περίπλοκη και, εκ φύσεως, γεμάτη «παγίδες» ιστορία διατηρώντας τόσο θεαματικά τις ισορροπίες ανάμεσα στον ρεαλισμό και την – γλυκιά – συγκίνηση θυμίζει σε πολλά τις «φωτεινές» προσωπικές στιγμές του Κεν Λόουτς, μόνο που ο Ιάπωνας σκηνοθέτης μοιάζει να έχει λήξει μέσα του το συγκρουσιακό κομμάτι πριν καν γυρίσει το πρώτο καρέ: Ναι ο κόσμος είναι χάλια, ναι μοιάζει να έχει στηθεί εναντίον μας, ναι το σύστημα δείχνει ανίκητο. Αλλά κι εμείς, πρέπει να επιβιώσουμε, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, όχι ανατρέποντας το, αλλά σε πείσμα του.
Συγκίνηση θα βρείτε και στο «Παρίσι ξανά» της Αλίς Βινοκούρ, το πλαίσιο όμως είναι ολότελα διαφορετικό: Μια τρομοκρατική επίθεση ξεσπά στο χαλαρό παρισινό μπιστρό όπου η Μία περνά το Σαββατόβραδο της και, τρεις μήνες μετά, η γυναίκα πασχίζει να θυμηθεί τι ακριβώς συνέβη τη μοιραία εκείνη νύχτα. Ανακαλύπτει πως οι επιζώντες διατηρούν μια ομάδα στο facebook ενώ οργανώνουν και συναντήσεις στον τόπο του φονικού. Ένα γαϊτανάκι από ιστορίες προσωπικές ξεδιπλώνεται με αποστομωτική χάρη: Ένα μικρό κορίτσι που έχασε τους γονείς του στην επίθεση προσπαθεί να ξεδιαλύνει το μυστήριο της τελευταίας εξόδου τους. Που είχαν πάει πριν; Επισκέφτηκαν ίσως κάποιο μουσείο; Ήταν χαρούμενοι ή τσακωμένοι; Ένας άλλος επιζήσαντας εξομολογείται στη Μία πως σχεδίαζε να την φλερτάρει εκείνο το βράδυ, και της ζητά να συνεχίσουν εκείνη τη βραδιά όπως θα κατέληγε «φυσιολογικά».
Την ίδια στιγμή, «η ζωή συνεχίζεται». Τα λουλούδια που αφήνουν περαστικοί στον τόπο του εγκλήματος καταλήγουν στα σκουπιδιάρικα. Οι υπάλληλοι που εγκαταλείπουν το μπιστρό πρέπει να αντικατασταθούν. Ο κύκλος της ζωής μοιάζει αδίστακτος. Κι ενώ όλο αυτό δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει το κτηνώδες τρομοκρατικό χτύπημα στο «Bataclan» το 2015, το ζήτημα για την Βινοκούρ πάει ακόμα πιο βαθιά: Διαβάζω στο δελτίο τύπου πως ο ίδιος της ο αδερφός ήταν ένας από τους επιζώντες εκείνης της νύχτας, και πως η ταινία είναι εμπνευσμένη από τις εξομολογήσεις του αλλά και τις δικές της τραυματικές μνήμες. Ταυτοχρόνως, το «Παρίσι ξανά» είναι και μια ταινία πάνω στην αδιάρρηκτη σχέση της μνήμης με την ταυτότητα, καθώς η Μία (μια υπέροχη Βιρζινί Εφιρά) ανακαλύπτει, ψηφίδα – ψηφίδα, έναν οδικό χάρτη που την οδηγεί, επιτέλους, στον εαυτό της. Ενώ κρατά για το τελευταίο μέρος της δυο σκηνές που ειλικρινά, αν δεν σας συγκινήσουν, τίποτα εκεί έξω δεν μπορεί.
Αλλάζουμε εντελώς κλίμα με το «65», μια απολύτως λειτουργική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, με σφιχτοδεμένο μοντάζ, όμορφη αίσθηση ρυθμού και ένα τσαχπίνικο στόρι, αν είστε φίλος του είδους: Έπειτα από μια καταστροφική συντριβή σε έναν άγνωστο πλανήτη, ένας εξερευνητής του διαστήματος ανακαλύπτει πως είναι εγκλωβισμένος στη Γη 65 εκατομμύρια χρόνια πριν. Εκεί, αυτός και μια γυναίκα, της οποίας τη γλώσσα δεν μιλά, έχουν λίγο χρόνο μέχρι… την καταστροφή του πλανήτη, καθώς το big bang έπεται! Η σκηνογραφία καθώς και η «κοσμική» αισθητική παραπέμπει στις κορυφές του sci-fi, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα φιλμ καθαρά ψυχαγωγικού χαρακτήρα και οι φιλοδοξίες του σπάνια ξεπερνούν αυτές του καλοζυγισμένου suspense. Κι όμως, υπάρχει κάτι γνήσιο και ειλικρινές στη σχέση αυτών των δυο ανθρώπων, και εκεί η ταινία μας αποκαλύπτει πως διαθέτει και ψυχή. Σκεφτείτε το «Enemy mine» του Βόλφγκανγκ Πίτερσεν. Αλλά με ανδρόγυνο. Και δεινοσαύρους. Στον πλανήτη μας. Τέλος πάντων, συνεννοηθήκαμε. Α, και να προσθέσω πως το φιλμ δεν ξεπερνά τα 90 λεπτά σε διάρκεια. Επιτέλους, μια ταινία που ξέρει τα όρια της.
Μετά από όλα αυτά, πως να ασχοληθείς σοβαρά με το «Shazam! Η οργή των Θεών»; Εδώ αυτή τη φορά ο έφηβος Μπίλι Μπάτσον (με την ικανότητα να μεταμορφώνεται στο ενήλικο υπερ-ηρωϊκό alter ego του) έρχεται αντιμέτωπος με τις κόρες του Άτλαντα (καημένη Έλεν Μίρεν!) οι οποίες κλέβουν ένα μαγικό σκήπτρο από το… μουσείο της Ακρόπολης (σας το ορκίζομαι δεν τα βγάζω από το κεφάλι μου), το οποίο στερεί τους σούπερ ήρωες από τις δυνάμεις τους. Και στο βάθος ξέρετε, η καταστροφή του πλανήτη μας. Σε αυτόν τον σεναριακό αχταρμά όπου καμία δραματική κορύφωση δεν μπορεί να επιτευχθεί (και να πεθάνει κανείς, στην επόμενη σκηνή έχει αναστηθεί!), όπου τα κίνητρα και οι δράσεις των χαρακτήρων έρχονται κυριολεκτικά από το πουθενά, ενώ ήρωες από άλλα κόμικ (του ίδιου «σύμπαντος») σκάνε στο φιλμ σαν περαστικοί, έχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς ένα θέαμα που γράφτηκε επί τόπου, ενδεχομένως με την ίδια σεναριακή «φροντίδα» που συναντάς στην πιο προχειροστημένη τσόντα. Δεν αντέχουμε άλλο.
Η ταινία του Βασίλη Μαζωμένου «Εξορία» γυρίστηκε το 2019, δεν κατόρθωσε όμως να βρει το δρόμο της προς τις αίθουσες λόγω της πανδημίας (στο μεταξύ, ο σκηνοθέτης γύρισε άλλη μία, το Καθαρτήριο, που βγήκε στα σινεμά πριν λίγες εβδομάδες). Η δομή της πάντως δεν διαφέρει πολύ, άλλωστε το ύφος στο οποίο ο Μαζωμένος εμμένει τελευταία μοιάζει να έχει πλέον παγιωθεί. Ήρωας εδώ ο Άρης, ένας απελπισμένος Έλληνας που προσπαθεί να φύγει από τη χώρα, μέσω μιας βάρκας. Αφού διασώζεται από βέβαιο πνιγμό, επιστρέφει, όπου αγωνίζεται να επιβιώσει ανορθόδοξα. Οι δε συναντήσεις του, παράλογες και ενίοτε γκροτέσκες – ανάλογες της χώρας από την οποία προσπαθεί να ξεφύγει – τον φέρνουν όλο και πιο κοντά στα άκρα. Ένας «αδερφός από άλλη πλανήτη», για να μνημονεύσουμε τον Τζον Σέιλς, και αναρωτιέμαι αν μονάχα εδώ «πιάνω» έναν αέρα εσχατολογικής επιστημονικής φαντασίας στην «Εξορία», που όμως αποφορτίζεται από το χιούμορ του σκηνοθέτη.
Τέλος, η Ελένη Αλεξανδράκη (του «Νοσταλγού», που είχε κάνει αίσθηση τότε) αφήνει τη μυθοπλασία και πιάνει ξανά την τεκμηρίωση (έχει προηγηθεί το «Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο Γλυκός Μισάνθρωπος») με τη νέα της δουλειά. Τιτλοφορείται «Ξεριζωμένοι», και πιάνει το ζήτημα με μια ομολογουμένως αισθαντική οικουμενικότητα: Από τον ελληνικό εμφύλιο μέχρι τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, από τα χρόνια του Φράνκο, του Covid 19 (το πιο «φάλτσο» σημείο της ταινίας), τη Σιβηρία, μαρτυρίες ανθρώπων αφήνουν το δικό τους στίγμα όμως το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει κινηματογραφικά μετέωρο.