Ο Μαρσέλ Προυστ πίστευε πως είναι «ο χώρος και ο χρόνος που μετριούνται με την καρδιά». Στο «Ήσυχο κορίτσι», την πραγματικά υπέροχη ταινία του Κόλουμ Μπερέιντ, ο χώρος αυτός είναι η επαρχεία της Ιρλανδίας. Και ο χρόνος, ένα καλοκαίρι. Το καλοκαίρι δηλαδή που η μικρή Κάιτ, η μεσαία από τα πέντε παιδιά μιας πάμφτωχης (και άδειας από αγάπη) οικογένειας, περνά στο σπίτι συγγενών της, καθώς η, για άλλη μια φορά, εγκυμονούσα μάνα της, δεν έχει διάθεση να φροντίζει όλη την οικογένεια. Ένα όντως ήσυχο κορίτσι, συνηθισμένο στην απαξίωση, την προσβολή, την ταπείνωση. Και που ξαφνικά, βρίσκει στην αγκαλιά μιας νέας «οικογένειας» αυτό που πάντα ζητούσε: Κάποιον να την αγαπήσει. Ο χρόνος όμως μετρά αντίστροφα, το καλοκαίρι θα τελειώσει, η μικρή Κάιτ θα πρέπει να επιστρέψει πίσω στους «φυσικούς» γονείς της. Αποφεύγοντας τα κλισέ της φωτογενούς φύσης και την ψευτονοσταλγική ωραιοποίηση που τόσο αγαπά το Χόλιγουντ, η ταινία του Κόλουμ σε διαπερνά σαν τόξο, ακριβώς επειδή η αγάπη που φιλμογραφεί ριζώνει στην ειλικρίνεια.
Στις «Δυο όψεις του ξυραφιού» πάλι, η Κλερ Ντενί, η σημαντικότερη εν ζωή γυναίκα σκηνοθέτιδα, πιάνει μια τυπικά μελοδραματική αφετηρία, και την ανατομεί με μεγάλη οξυδέρκεια: Οι Ζιλιέτ Μπινός και Βενσάν Λιντόν υποδύονται ένα ζευγάρι που βλέπει τον ισχυρό δεσμό του να κλονίζεται από την επιστροφή του προηγούμενου συντρόφου της Μπινός και άλλοτε κολλητού του Λιντόν – τον οποίο είχε εγκαταλείψει για τον φίλο του. Η Ντενί μισεί τον μικροαστισμό του τυπικού μελό γιατί δεν βλέπει ούτε θύτες, ούτε θύματα, σε αυτές τις ιστορίες. Οι ήρωες της, γεμάτοι πάθη και αμφιβολίες που αρθρώνονται με μια κοφτερή (εξ’ ου και το «ξυράφι» του τίτλου) αμεσότητα, έρχονται να υπογραμμίσουν ακριβώς αυτή τη θέση της. Και η γεωμετρία, τόσο των πάντα φροντισμένων της κάδρων, όσο και του ερωτικού «τριγώνου» που μοιάζει να διαγράφεται, δείχνει πιο βαρύνουσα από τις όποιες θεαματικές συγκρούσεις.
Πέραν τούτου, στο «Κριντ ΙΙΙ» έχουμε την τυπική συνταγή που έχουμε δει και ξαναδεί σε όλες αυτές τις ταινίες: Δυο άντρες, ένα ρινγκ, και ένας μεγάλος αγώνας, πίσω από τον οποίο εκκρεμούν ιστορίες προσωπικές, και έντονα δραματικές. Αφού όμως η συνταγή είναι γνωστή, γιατί μας συναρπάζει τόσο η αναμέτρηση τους στο τελευταίο μέρος του φιλμ; Από την αναπαραστατική τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας ακόμα, η διαχρονικότητα αυτού του θεάματος καλά κρατεί. Τέλος, στο «Cocaine Bear», έχουμε το παράδοξο μιας… αρκούδας που καταναλώνει μια σεβαστή ποσότητα ναρκωτικών, σε μια μαύρη κωμωδία που θα ήθελε να έχει την τρέλα ενός b-movie, παραμένει όμως μια υπερπαραγωγή 35 εκατομμυρίων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.