Το μυθιστόρημα «Η γυναίκα που γνώρισα» του Άμος Οζ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη –τη μετάφραση υπογράφει η Λουίζα Μιζάν.
Ο Γιοέλ Ραβίντ εργάστηκε επί σειρά ετών για τις μυστικές υπηρεσίες, αξιοποιώντας το υπερφυσικό του ένστικτο να οσμίζεται το ψέμα και την αλήθεια. Μετά τον χαμό της συζύγου του σε ένα περίεργο ατύχημα, μετακομίζει σε κάποιο προάστιο του Τελ Αβίβ μαζί με την κόρη του, τη μητέρα του και την πεθερά του.
«Ο μεσίτης λοιπόν έπλεκε το εγκώμιο του σπιτιού, απαριθμούσε τα πλεονεκτήματα μιας διπλοκατοικίας σε ένα ακριβό προάστιο που χτίστηκε μόνο πριν από οχτώ με εννέα χρόνια και που χτίστηκε όπως έπρεπε, state of the art, όπως λένε. […] Ο δρόμος είναι γεμάτος περιποιημένες βίλες, το αυτοκίνητο θα παρκάρει κάτω από στέγαστρο, το εμπορικό κέντρο και το σχολείο είναι διακόσια μέτρα από το σπίτι, η θάλασσα σε απόσταση είκοσι λεπτών και η πόλη στην παλάμη του χεριού σας.
“Και η γυναίκα σας; Εργάζεται;
“Έχει πεθάνει”
“Λυπάμαι που τ’ ακούω”, είπε ο μεσίτης ευγενικά. Και μέσα στην αμηχανία του θεώρησε καλό να προσθέσει: “Και η δική μου γυναίκα έχει προβλήματα. Τρομερούς πονοκεφάλους και οι γιατροί δεν βρίσκουν τι είναι. Πόσα παιδιά έχετε;”
Και πάλι έδειχνε ο Γιοέλ να εξετάζει νοητά με ακρίβεια τα δεδομένα και να επιλέγει μια προσεχτική διατύπωση:
“Μια κόρη μόνο. Δεκαέξι μισό”.
Ο μεσίτης γέλασε ελαφρά και είπε με τόνο εμπιστευτικό, θέλοντας να δημιουργήσει μια βασική αντρική συμμαχία ανάμεσα στον ίδιο και στον ξένο:
“Δεν είναι εύκολη ηλικία, ε; Φλερτάκια, κρίσεις, λεφτά για ρούχα και τα σχετικά;” Και πρόσθεσε ρωτώντας αν του επιτρέπεται να ρωτήσει αν είναι έτσι τι χρειάζονται οι τέσσερις κρεβατοκάμαρες. Ο Γιοέλ δεν απάντησε. Ο μεσίτης ζήτησε συγγνώμη, γνωρίζει ακριβώς πως δεν είναι δική του δουλειά, απλώς ρώτησε, όπως λένε, από περιέργεια. Αυτός έχει δυο γιούς δεκαεννιά και είκοσι, με ένα χρόνο και τρεις μήνες διαφορά όλη κι όλη μεταξύ τους. Ιστορία. Είναι και οι δυο στον στρατό, μάχιμοι, ευτυχώς που τελείωσε πια η γαμημένη επιχείρηση στον Λίβανο, αν τελείωσε, κρίμα μόνο που είχε τέτοιο τέλος και το λέει αυτό μολονότι ο ίδιος δεν είναι σε καμιά περίπτωση αριστερός ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Κι εσείς τι γνώμη έχετε γι’ αυτή την υπόθεση;
“Έχουμε και δυο γριές γυναίκες”, απάντησε ο Γιοέλ με τη χαμηλή, μονότονη φωνή του, στην προηγούμενη ερώτηση –“οι γιαγιάδες θα μείνουν μαζί μας”. Και τερματίζοντας τη συζήτηση έκλεισε τα μάτια του. Στα οποία ήταν συγκεντρωμένη η κούρασή του. Επανέλαβε μόνο για κάποιο για κάποιο λόγο τις λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει ο μεσίτης: φλερτάκια. Κρίσεις. Η θάλασσα. Και η πόλη στην παλάμη του χεριού σας».
Αυτή η πρόωρη συνταξιοδότηση θα εξωθήσει τον κεντρικό ήρωα να επανεξετάσει και το δικό του παρελθόν, κυρίως όμως θα τον αναγκάσει να διερευνήσει το συντριπτικό αίνιγμα που σχετίζεται με τον θάνατο αλλά και με τη ζωή της γυναίκας του.
Θα καταφέρει, άραγε, ένας άνθρωπος τόσο μονήρης και κλεισμένος στον εαυτό του να δείξει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για την οικογένειά του, να ενταχθεί στην τοπική κοινότητα, να δημιουργήσει κοινωνικές επαφές και φιλίες;
Σε τούτη τη λεπταίσθητη αλλά και πληθωρική ιστορία -μια δεξιοτεχνική αφήγηση, η οποία μοιάζει με αποκρυπτογράφηση των άφατων διαστάσεων της καθημερινότητας, ο Άμος Οζ ενσταλάζει την κωμωδία, την ποίηση αλλά κι εκείνη την παράξενη αίσθηση τρέλας που διαπερνά κάθε συνηθισμένη ύπαρξη. Το μυθιστόρημα «Η γυναίκα που γνώρισα» συγκαταλέγεται στα πλέον δημοφιλή έργα του σπουδαίου Ισραηλινού συγγραφέα.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]