Εικοσιπέντε χρόνια μετά τον θάνατο της φωτογράφου Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (1899-1998), γνωστής ως Nelly’s, το Μουσείο Μπενάκη, όπου φυλάσσεται το πολύτιμο έργο της από το 1984, επανασυστήνει την δημιουργό στο σύγχρονο κοινό με την αναδρομική έκθεση «Nelly’s», που εγκαινίασε στο Μπενάκη της Πειραιώς η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Η πρώτη φωτογραφία της Νέλλης που έρχεται στο νου είναι η εμβληματική της Ρωσίδας χορεύτριας Ελιζαμπέτα Νικόλσκα, την οποία απαθανατίζει γυμνή με αραχνοΰφαντα πέπλα τη στιγμή ενός άλματος να αιωρείται μπροστά στους κίονες του Παρθενώνα, το 1930. Δεν είναι η μόνη φωτογραφία της Νέλλης που έκοψε την ανάσα της συντηρητικής Αθήνας τον Μεσοπόλεμο.
Είχε προηγηθεί εκείνη της πρίμα μπαλαρίνας Μόνα Παέβα, ολόγυμνη, σε συγκρατημένες χορευτικές κινήσεις ανάμεσα στις αρχαιότητες της Ακρόπολης, προκαλώντας βαθιά αναστάτωση το 1925, σε σημείο να κάνουν λόγο για προκλητική βεβήλωση του ιερού μνημείου.Κι αν ο Παύλος Νιρβάνας δεν υπερασπιζόταν σε άρθρο του τη φωτογράφο με το επιχείρημα ότι το γυμνό σώμα επαινέθηκε από τους αρχαίους Έλληνες, το ζήτημα δεν θα καταλάγιαζε.
Οι φωτογραφίες χορού και οι μελέτες γυμνού που επιδόθηκε από τα χρόνια των φωτογραφικών σπουδών της στη Δρέσδη, είναι μία από τις πολλές πτυχές του έργου της που αποκαλύπτει η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Η ευρύτητα της ιδιοφυούς φωτογράφου γίνεται με άξονες τις τρεις πόλεις στις οποίες διαμόρφωσε το φωτογραφικό της βλέμμα: Δρέσδη, Αθήνα, Νέα Υόρκη.
Με σχεδόν 350 φωτογραφίες, επιλεγμένες από το ογκώδες αρχείο της (περιλαμβάνει 50 χιλιάδες αρνητικά) εκπροσωπούνται οι διαφορετικές αισθητικές τάσεις που υιοθέτησε και τομείς που ασχολήθηκε κατά τη διάρκεια των σαράντα πέντε χρόνων ενασχόλησής της με το μέσο, αλλά και οι πειραματισμοί της στις τεχνικές φωτογραφίας.
Η δυναμική Νέλλη, προσφυγοπούλα από το Αϊδίνη της Μικράς Ασίας, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Γερμανία όπου και γνώρισε τον μελλοντικό της σύζυγο, πιανίστα Άγγελο Σεραϊδάρη, ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1924 και άνοιξε μαζί με τον αδελφό της φωτογραφείο στην Ερμού, απ’ όπου πέρασε η αστική τάξη της Αθήνας, καλλιτέχνες, και διανοούμενοι.
Παράλληλα με την τέχνη του πορτρέτου φωτογράφισε κατ’ αποκλειστικότητα τις Δελφικές Γιορτές του 1930 και αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 30 συνεργάστηκε με το υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού γυρίζοντας την Ελλάδα και φωτογραφίζοντας την ελληνική ύπαιθρο, τους παραδοσιακούς οικισμούς και τους κατοίκους.
Το 1936 παρακολούθησε τους Ολυμπιακούς αγώνες στο Βερολίνο τραβώντας φωτογραφίες από τις κερκίδες, φωτογράφισε βασιλιάδες και πρίγκιπες. Το 1939 έφυγε με τον σύζυγο της στη Νέα Υόρκη και κατάφερε να εδραιωθεί στον χώρο του φωτογραφικού πορτρέτου.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες της αμερικανικής περιόδου ξεχωρίζουν πορτρέτα ξένων ηθοποιών, η κοινωνική ζωή της ελληνικής παροικίας, αλλά και οι ουρανοξύστες που φωτογράφισε γοητευμένη από τους τεράστιους όγκους και τη μορφή νεωτερικότητας τους. Η ίδια επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1966.
«Η Νέλλη ήταν απλή και οραματική, χωρίς ίχνος έπαρσης, αντιλαμβανόταν τον κόσμο απλά όμως του απέδιδε πνευματικό βάθος υπό τολμηρές οπτικές γωνίες. Φωτογράφισε τις Καρυάτιδες σαν κορίτσια της διπλανής πόρτας, με τα μαλλιά συγκρατημένα χαμηλά στον λαιμό σα να τα θωπεύει το αεράκι της Αττικής» χαιρέτησε την έκθεση η δημοσιογράφος Μαρία Καραβία, η οποία γνώρισε τη Νέλλη στη Μεταπολίτευση και έγραψε αρκετές φορές για το έργο της, με την προτροπή της Ελένης Βλάχου.
Η έκθεση συμπίπτει με τη συμπλήρωση των πενήντα χρόνων από την ίδρυση των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη. Αφιερώνεται στον Άγγελο Δεληβοριά και την Αιμιλία Γερουλάνου, εγγονή του Αντώνη Μπενάκη, στην οποία ανήκει η ιδέα της δημιουργίας, το 1973 , ενός ξεχωριστού τμήματος στο Ίδρυμα, αφιερωμένου στη συγκέντρωση, διαφύλαξη και προβολή της έως τότε παραμελημένης φωτογραφικής κληρονομιάς.
Σταθμός στην εξέλιξη του τμήματος υπήρξε η δωρεά του αρχείου της Βούλας Παπαϊωάννου και αργότερα, της Nelly’s.