Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μίλησε στην εκδήλωση για την παρουσίαση της μελέτης επέκτασης και αναβάθμισης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Τα σημαντικότερα σημεία της ομιλίας του πρωθυπουργού:
«Δεν μπορώ να προσθέσω κάτι άλλο μετά την παρουσίαση, πέρα από ότι ήταν ένα προσωπικό μου όνειρο που γίνεται πραγματικότητα και πάντα ήταν στο μυαλό το πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε μια παρέμβαση και να το εκμεταλλευτούμε ως ευκαιρία για να αναβαθμίσουμε τη γειτονιά.
Πιστεύω πως είναι μια παρέμβαση που πληροί τις προϋποθέσεις που είχαμε θέσει εξ αρχής, πως θα φέρουμε το Μουσείο πιο κοντά στην πόλη και το πώς θα εκμεταλλευτούμε το υφιστάμενο κτήριο. Είναι στην κρίση σας αν η πρόταση που επελέγη σας καλύπτει. Θα είναι μια μοναδική ευκαιρία για να προσελκύσουμε περισσότερους επισκέπτες στο Μουσείο και πιστεύω πως αυτό μπορεί να αλλάξει.
Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας και τον οδικό χάρτη των μελετών και στη συνέχεια η κατασκευή θα καλυφθεί από ευρωπαϊκούς πόρους. Υπάρχει διάθεση αυτό το όραμα να γίνει πράξη. Το Μουσείο γίνεται ένα ξεχωριστό ΝΠΔΔ με μεγαλύτερη ευελιξία και το βλέπουμε ως μεταρρύθμιση στην πολιτιστική μας κληρονομιά.
Ήξερα πως ήθελα και θέλαμε να κάνουμε κάτι εντυπωσιακό που θα πληροί τις αρχές της βιωσιμότητας που στέλνει μήνυμα για το πώς οι δυο έννοιες, πολιτισμός και βιωσιμότητα θα ταυτίζονται πλέον. Είναι στο χέρι μας να περάσουμε από το σχέδιο στην πραγματικότητα».
Επέκταση – αναβάθμιση
Τα γραφεία David Chipperfield Architects του Βερολίνου και Αλέξανδρου Τοµπάζη επελέγησαν οµόφωνα στον αρχιτεκτονικό διαγωνισµό για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών από τη διεθνή κριτική επιτροπή.
Η πρόταση παρουσιάστηκε παρουσία του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Κυριάκου Μητσοτάκη. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζει µια από τις σηµαντικότερες συλλογές προϊστορικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης παγκοσµίως. Το αρχικό νεοκλασικό κτήριο των Ludwig Lange και Ernst Ziller χρονολογείται από το 1866 -1874 και απέκτησε διάφορες προσθήκες στα χρόνια που ακολούθησαν. Με την αναβάθµιση και επέκτασή του το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα εκσυγχρονιστεί ώστε να γίνει ένας χώρος ανοικτός που θα ανταποκρίνεται σε σύγχρονα πρότυπα ποιότητας και βιωσιµότητας.
Η αναγέννηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που αποτελεί έναν ισχυρό δεσµό µεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων και της πολιτιστικής τους κληρονοµιάς, συµβολίζει επίσης την ενδυνάµωση της Ελληνικής πολιτιστικής προσφοράς προς τους διεθνείς επισκέπτες µετά από µία χρονιά που σηµείωσε ρεκόρ αφίξεων ξένων τουριστών στη χώρα.
Η πρόταση εµπνεύστηκε από την ουσία του αρχικού σχεδιασµού του Lange – µια ροµαντική ιδέα, επηρεασµένη από τον φιλελληνισµό της εποχής, για ένα αστικό τοπίο µε εκτενείς ανοικτούς χώρους µέσα στον πυκνό αστικό ιστό – και χρησιµοποίησε το εµβληµατικό κτήριο ως αφετηρία για το σχεδιασµό, πλαισιώνοντάς το µε έναν ροµαντικών αναφορών κήπο. Η βάση του υφιστάµενου κτηρίου επεκτείνεται µέχρι το δρόµο, δηµιουργώντας ένα νέο υπόβαθρο για το ιστορικό τοπόσηµο, και προσθέτει δύο επίπεδα υπόσκαφων εκθεσιακών χώρων. Με µία κίνηση δηµιουργούνται πρόσθετος χώρος 20.000 τ.µ. και ένα πάρκο µε πλούσια βλάστηση στην οροφή τους, προσβάσιµο σε όλους.
Σεβόµενη την ιστορική αξία του κτηρίου, η νέα επέκταση δεν φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί την υφιστάµενη αρχιτεκτονική, αλλά να δηµιουργήσει ένα αρµονικό σύνολο χώρων που θα ισορροπεί µεταξύ του παλιού και του νέου.
Ο σχεδιασµός ακολουθεί την υπάρχουσα τοπογραφία: ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτήριο µπροστά σε µία εκτενή, πράσινη πλατεία. Η επέκταση θα στεγάσει τις βασικές δηµόσιες λειτουργίες του Μουσείου – έκδοση εισιτηρίων, πωλητήριο, εστιατόριο, αµφιθέατρο καθώς και νέους χώρους για µόνιµες και περιοδικές εκθέσεις- που οργανώνονται συµµετρικά αντλώντας από την ιστορική αρχιτεκτονική. Η κύρια είσοδος µεταφέρεται µπροστά, στο επίπεδο του δρόµου, ενισχύοντας τη σχέση του Μουσείου µε την πόλη. Με µια νέα όψη το Μουσείο συνδιαλέγεται ανοιχτά µε το αστικό περιβάλλον, επιτρέποντας στους περαστικούς οπτική επαφή µε τους νέους εκθεσιακούς χώρους.
Εισερχόµενος στο Μουσείο ο επισκέπτης ακολουθεί µια πορεία ενός συνεχούς, ροϊκού, εκθεσιακού χώρου που διατρέχει τα δύο επίπεδα του νέου κτηρίου και οδηγείται τελικά στο νεοκλασικό κτήριο. Ένα λιτό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο καθαρών όγκων, οι διαγώνιες οπτικές φυγές και οι τοίχοι που κατασκευάζονται από rammed-earth (συµπιεσµένο χώµα) δηµιουργούν µια αντίθεση µε τους ιστορικούς χώρους. Μαζί µε ένα παιχνίδι ακριβείας φωτός και σκιάς, δηµιουργούν µια δραµατική αίσθηση στον υπόσκαφο χώρο, ένα ευαίσθητο υπόβαθρο για τα αντικείµενα και τα γλυπτά της συλλογής που θα εκτεθούν σε αυτόν.
Ο κήπος του Μουσείου θα προσφέρει ένα δροσερό, ήσυχο, δηµόσιο χώρο, υπερυψωµένο σε σχέση µε την πολύβοη δραστηριότητα της πόλης. Ο περιβάλλων χώρος, που µελετήθηκε από το γραφείο των Βέλγων αρχιτεκτόνων τοπίου, Wirtz International, είναι πλούσιος σε υφές. Η διάταξη των νέων χαµηλών όγκων επιτρέπει τη φύτευση εµβληµατικών δένδρων στην οροφή τους. Διαµορφωµένα πλατώµατα και µονοπάτια στρωµένα µε χαλίκι, εκτάσεις µε γρασίδι, συστάδες πεύκων και κουκουναριών, αειθαλείς αριές και µορφοποιηµένη θαµνοειδής βλάστηση αποτελούν αναφορές στα πάρκα του 19ου αιώνα. Το πάρκο είναι προσβάσιµο από όλες τις κατευθύνσεις, ενώ µια εσωτερική, υποβαθµισµένη, αυλή στην καρδιά του συγκροτήµατος ενοποιεί το παλιό και το νέο, δηµιουργώντας έναν ευχάριστο χώρο για τους επισκέπτες του Μουσείου και τους κατοίκους της πόλης.
Βιωσιµότητα
Η στρατηγική αειφορίας υποστηρίζεται σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: το νέο παράρτηµα του Μουσείου ως αρχιτεκτονική υψηλής µάζας, χαµηλής ενέργειας, ενισχυµένο µε πράσινο και δηµόσιες υποδοµές και ένα ιστορικό Μουσείο που αναζωογονείται και αναβαθµίζεται ήπια όσον αφορά τη χρήση ενέργειας, αξιοποιώντας το φυσικό κλίµα όπου είναι δυνατόν.
Ο σχεδιασµός αναδεικνύει το υπάρχον κτήριο του Μουσείου έτσι ώστε να µπορεί να παραµείνει ένα σαφές αστικό τοπόσηµο, το οποίο διαιωνίζει την ουσία και τη σπουδαιότητα του κτηρίου – σηµαντικός παράγοντας για την κοινωνική βιωσιµότητα του συνόλου. Ο εκτεταµένος κήπος στο δώµα ενισχύει το οικοσύστηµα της πόλης, µε τη νέα βλάστηση, τη σκιά και τη φυσική ψύξη στην ευρύτερη περιοχή. Ενισχύεται µε αυτό τον τρόπο το αστικό µικροκλίµα και µειώνονται οι επιδράσεις των αστικών θερµικών νησίδων, κάτι που είναι επιτακτική ανάγκη στο κέντρο της πόλης. Ο ενσωµατωµένος άνθρακας µειώνεται µε τη χρήση rammed earth, ενισχυµένο συµπιεσµένο χώµα (πηλός), η οποία έχει το πρόσθετο πλεονέκτηµα του φυσικού ελέγχου της υγρασίας στους εκθεσιακούς χώρους.
Οι πυρήνες της κατασκευής που υποστηρίζουν τη δοµή της οροφής δηµιουργούν µεγάλα φρεάτια που επιτρέπουν στα ψηλά δέντρα να ριζώσουν και να αναπτυχθούν.
Μέσα στο Μουσείο, µια νέα υποδοµή ηλεκτροµηχανολογικών εγκαταστάσεων θα κάνει το υπάρχον κτήριο πιο αποτελεσµατικό, µε µια στρατηγική υβριδικού αερισµού που συνδυάζει µηχανικό και φυσικό αερισµό, ανάλογα µε τις καιρικές συνθήκες. Τα µηχανικά συστήµατα θα αντλούν ενέργεια από ένα εναλλακτικό ηλεκτρικό σύστηµα και ανανεώσιµων πηγών, επιτρέποντας µια ανάπτυξη χωρίς ορυκτά καύσιµα.
Αρχιτεκτονική τοπίου
Ο σχεδιασµός του τοπίου βασίζεται σε µια παράδοση ροµαντικών πάρκων από τον δέκατο ένατο αιώνα. Αυτά τα πάρκα συχνά περιέβαλλαν κτήρια νεοκλασικών µουσείων σε ευρωπαϊκές πόλεις.
Στη συγκεκριµένη περίπτωση, ωστόσο, ο σχεδιασµός παίρνει τη µορφή ενός µεγάλου κήπου στο δώµα της επέκτασης που εκµεταλλεύεται έξυπνα τη φυσική κλίση του εδάφους, που υποδηλώνεται µε τους δύο κατηφορικούς δρόµους και στις δύο πλευρές του και που
επιτρέπουν στο πάρκο να υψωθεί ήπια πάνω από την πολυσύχναστη ζωή του κεντρικού δρόµου της Αθήνας.
Το πάρκο δηµιουργεί ένα καταπράσινο καταφύγιο, µια όαση στην πολυσύχναστη πόλη. Τα βασικά στοιχεία της γλώσσας των πάρκων του δέκατου ένατου αιώνα που επανεξετάζονται περιλαµβάνουν τους ανοιχτούς χώρους µε χαµηλό πράσινο, την οργανική διάταξη των µονοπατιών και την οµαδοποιηµένη τοποθέτηση µεγάλων δέντρων και θάµνων. Συνδυάζει µε εναλλαγές, ποικιλία από γκαζόν και ανοιχτούς χώρους και πυκνοφυτεµένες ζώνες µε µεσογειακά και ανθεκτικά στην ξηρασία φυτά.
Καµπυλόγραµµες διαδροµές και ράµπες συνδέουν τους ανοιχτούς χώρους σε διαφορετικά επίπεδα, αποκαλύπτοντας προοπτικές και διαγώνιες συνδέσεις. Προς τον κεντρικό άξονα, στη θέση της εσωτερικής αυλής, τα νέα στοιχεία του τοπίου αντικατοπτρίζουν τη συµµετρική τάξη του νεοκλασικού κτηρίου, ενώ πλευρικά το πάρκο µεταµορφώνεται µε την οργανική ρευστότητα ενός ροµαντικού τοπίου.
David Chipperfield Architects
Τα τελευταία 35 χρόνια το γραφείο David Chipperfield Architects ασχολήθηκε µε έργα µουσείων σε πάνω από 25 τόπους και τέσσερις ηπείρους του πλανήτη. Η ενασχόλησή του περιλαµβάνει διαφορετικής κλίµακας και περιεχοµένου έργα, από µελέτες γενικής διάταξης, όπως π.χ. για την έκταση της παγκόσµιας πολιτιστικής κληρονοµιάς της UNESCO στο Νησί των Μουσείων στο Βερολίνο και το Minneapolis Institute of Art, µέχρι τον σχεδιασµό επιµέρους εκθέσεων.
Το γραφείο David Chipperfield έχει αναλάβει µελέτες µουσείων διαφόρων τυπολογιών καθ’ όλες τις φάσεις της ανάπτυξής τους, από το σχεδιασµό κτηρίων για νέους φορείς, όπως Turner Contemporary στο Margate, Hepworth Wakefield στο Yorkshire, Museo Jumex στην πόλη του Μεξικού και το βραβευµένο µε το βραβείο Stirling Μουσείο Σύγχρονης Λογοτεχνίας στο Marbach, µέχρι την αναβίωση καταξιωµένων µουσείων όπως το Minneapolis Institute of Art στη Μινεσότα, Royal Academy of Arts στο Λονδίνο, ένα νέο κτήριο για το Kunsthaus Zurich και την πρόσφατα ολοκληρωµένη ανακαίνιση της Nationalgalerie του Mies van der Rohe στο Βερολίνο. Η ενασχόληση σε βάθος του γραφείου µε τον πολιτιστικό τοµέα έχει οδηγήσει σε µια εκτεταµένη ειδική τεχνογνωσία και εξειδίκευση σε όλους τους τοµείς του σχεδιασµού, της οργάνωσης και της λειτουργίας µουσείων. Δουλεύοντας µε διάφορους φορείς παγκοσµίως το γραφείο συµµετείχε στις µεγάλες εξελίξεις που έλαβαν χώρα τις τελευταίες δεκαετίες καθώς ο ρόλος των µουσείων και δηµοσίων πολιτιστικών ιδρυµάτων στη σύγχρονη κοινωνία αλλάζει.
Από την ίδρυσή του στο Λονδίνο το 1985 το γραφείο David Chipperfield Architects έχει βραβευθεί σε πολλούς διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισµούς και έχει υλοποιήσει πάνω από 100 έργα σε όλο τον κόσµο. Το εύρος των µελετών του γραφείου περιλαµβάνει έργα πολιτιστικά, οικιστικά, εµπορικά και κτήρια εκπαίδευσης, καθώς και αστικές πολεοδοµικές µελέτες και έργα υποδοµών. Η εργογραφία των David Chipperfield Architects περιλαµβάνει τόσο µουσεία και γκαλερί για ιδιωτικές συλλογές, όπως το Μουσείο Jumex στην πόλη του Μεξικού, όσο και για δηµόσιους φορείς όπως η ανακαίνιση του Νέου Μουσείου (Neues
Museum) στο Βερολίνο και η επέκταση του Μουσείου Τέχνης (Kunsthaus) της Ζυρίχης. Τα τέσσερα γραφεία στο Λονδίνο, το Βερολίνο, το Μιλάνο και την Σαγκάη συνεισφέρουν στην παραγωγή µιας πλούσιας εργογραφίας, µοιραζόµενα κοινούς στόχους και µία συνεργατική δέσµευση για την δηµιουργία Αρχιτεκτονικής.
Το γραφείο David Chipperfield στο Βερολίνο ιδρύθηκε το 1998, µετά τη διάκριση στο διαγωνισµό για την ανακαίνιση του Νέου Μουσείου (Neues Museum) στο ‘Νησί των Μουσείων’ της πόλης του Βερολίνου. Τα τελευταία 25 χρόνια το γραφείο του Βερολίνου αναπτύσσεται συνεχώς και σήµερα εκπονεί περισσότερες από 30 µελέτες για έργα σε όλο τον κόσµο. Με δυναµικό 140 ατόµων από 20 χώρες και 18 διαφορετικές γλώσσες το γραφείο του Βερολίνου αποτελεί ένα δυνατό πολυπολιτισµικό περιβάλλον.
Η δουλειά του γραφείου χαρακτηρίζεται από την έµφαση στην κεντρική ιδέα και την σηµασία στη λεπτοµέρεια του κάθε έργου, µια ασίγαστη προσήλωση στην διαρκή επεξεργασία των ιδεών µέχρι το αποτέλεσµα να διακρίνεται για την συνέπειά του αρχιτεκτονικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά και πνευµατικά δηµιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο.
Οι David Chipperfield Architects έχουν βραβευθεί και λάβει µνεία για αριστεία σε πάνω από 100 διεθνείς διαγωνισµούς και βραβεία, όπως το βραβείο RIBA Stirling για το Μουσείο Σύγχρονης Λογοτεχνίας στο Marbach της Γερµανίας και τα βραβεία Mies van der Rohe (Ευρωπαϊκό Βραβείο Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής) και Deutscher Architekturpreis (Γερµανικό Βραβείο Αρχιτεκτονικής) για το Νέο Μουσείο στο Βερολίνο.
Γραφείο Μελετών Αλέξανδρου Γ. Τοµπάζη Α.Ε.
Το Γραφείο Μελετών Αλέξανδρου Ν. Τοµπάζη ιδρύθηκε το 1963 από τον Αλέξανδρο Τοµπάζη. Στα 60 χρόνια της λειτουργίας του έχει εκπονήσει µελέτες έργων σχεδόν κάθε τυπολογίας και κλίµακας. Η δραστηριότητά του επεκτάθηκε πέραν του Ελλαδικού χώρου στην Πορτογαλία, τις Κάτω Χώρες, την Ουκρανία, τα Βαλκάνια, την Κύπρο, τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα και το Οµάν. Το έργο του γραφείου συνεχίζουν σήµερα σε δεύτερη γενιά οι συνεργάτες του Αλέξανδρου Τοµπάζη.
Το γραφείο υπήρξε πρωτοπόρο στην εφαρµογή του βιοκλιµατικού σχεδιασµού µε τις πρώτες «ηλιακές» κατοικίες που µελέτησε όταν ακόµα ο όρος ήταν άγνωστη έννοια στην Ελλάδα. Έκτοτε στο γραφείο ο βιοκλιµατικός σχεδιασµός επεκτάθηκε και εφαρµόστηκε σε πολλές διαφορετικές τυπολογίες κτηρίων, συχνά στα πλαίσια ερευνητικών προγραµµάτων, και σήµερα αποτελεί βασική σχεδιαστική παράµετρο της αρχιτεκτονικής δηµιουργίας.
Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Mies van der Rohe, ο Αλέξανδρος Τοµπάζης υποστήριξε ότι «το λιγότερο είναι πιο ωραίο». Η λέξη «λιγότερο» δεν σηµαίνει κατ’ ανάγκη το λίγο, αλλά µια ενσυνείδητη απόφαση για το τι είναι απαραίτητο στην κάθε περίπτωση. Αυτή η οικονοµία (µέσων, πόρων, ενέργειας, ακόµα και αισθητικής), πιστεύει ότι προσφέρει µια εσωτερική οµορφιά στο τελικό αποτέλεσµα. Κάθε έργο λοιπόν είναι προϊόν µιας ολιστικής σχεδιαστικής προσέγγισης που αντλεί έµπνευση από τα πολλά επιµέρους στοιχεία που συνθέτουν την αρχιτεκτονική: την ιστορία και τον πολιτισµό, τα κοινωνικά δεδοµένα και τους συµβολισµούς, τη λειτουργία, τον τόπο, το χρόνο και το κλίµα, τη βιωσιµότητα, τους νόµους της φυσικής, αλλά και το κόστος και την ανταποδοτικότητα.
Από τα πρώτα του χρόνια µέχρι και σήµερα το γραφείο συµµετέχει συστηµατικά σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισµούς. Αρκετά από τα έργα που αναλαµβάνει είναι αποτέλεσµα διακρίσεων σε διαγωνισµούς.
Στην πορεία του το Γραφείο Τοµπάζη ασχολήθηκε µε τη µελέτη διαφόρων µουσείων, όπως η ανακαίνιση και επέκταση των Αρχαιολογικών Μουσείων Δελφών και Ηρακλείου Κρήτης και τιµήθηκε µε βραβεία σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισµούς (α’ βραβείο για το Αρχαιολογικό Μουσείο της Βεργίνας, γ’ βραβείο για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης). Στο παρελθόν συντόνισε και έλαβε µέρος σε διάφορα έργα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την βιοκλιµατική και ενεργειακή αναβάθµιση κτηρίων µουσείων (µε έµφαση στα αρχαιολογικά µουσεία) στα πλαίσια των προγραµµάτων JOULE III, SAVE II και ENERGIE. Έχει µεγάλη εµπειρία σε διεθνείς συνεργασίες για την εκπόνηση µελετών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Wirtz International Landscape Architects
Το γραφείο Wirtz International NV είναι ένα γραφείο αρχιτεκτονικής τοπίου µε οικογενειακή παράδοση και έδρα στο Schoten, στα βόρεια της Αµβέρσας του Βελγίου. Το 1989 αποσχίστηκε από την Wirtz Landscape Architecture NV που ιδρύθηκε από τον Jacques Wirtz το 1956, προκειµένου να αυτονοµηθεί ο κλάδος των µελετών από την κατασκευαστική εταιρεία. Από το 2011 και οι δύο εταιρείες διοικούνται από τους αδελφούς Martin και Peter Wirtz. Μία νέα θυγατρική εταιρεία ιδρύθηκε το 2021 στο Αµβούργο, για να ανταποκριθεί στην πληθώρα των έργων που αναλαµβάνει το γραφείο στη Γερµανία. Η συνύπαρξη της µελετητικής και κατασκευαστικής δραστηριότητας αποτελεί αφετηρία έµπνευσης για το έργο της Wirtz International.
Με βαθιά γνώση των φυτών, του εδάφους, αλλά και των υλικών του περιβάλλοντος χώρου το γραφείο δηµιουργεί έργα µε ρεαλιστικές προοπτικές που αντλούν έµπνευση από την ίδια την φύτευση ως κεντρική ιδέα. Μια στυλιστική ελευθερία, χαρακτηριστική του Βέλγικου εκλεκτικισµού, και µια βαθιά ιστορική γνώση αποτελούν επιπλέον γόνιµο έδαφος για πειραµατισµό και την ανάπτυξη µιας φορµαλιστικής γλώσσας. Το γραφείο έχει σχεδιάσει πολλά δηµόσια και ιδιωτικά πάρκα και κήπους σε πολλές χώρες, όπως τα Carrousel Gardens στο Παρίσι, Boulevard Albert II στις Βρυξέλλες, Jubilee Park στο Λονδίνο, Alnwick Garden στο Northumberland του Ηνωµένου Βασιλείου, Wood Wharf στο Λονδίνο, Kunsthaus στη Ζυρίχη, Warsaw Spire στη Βαρσοβία, The Shida Garden στους βοτανικούς κήπους στο Σικάγο, καθώς και πληθώρα άλλων ιδιωτικών και εταιρικών κήπων.