Η αγάπη που ενώνει τον Λεό και τον Ρεμί, δυο αγόρια που είναι αγαπημένα σαν αδέλφια, και που ετοιμάζονται να πάνε μαζί στην Α’ Γυμνασίου, καταγράφεται με σπάνια ευαισθησία από τον Βέλγο κινηματογραφιστή Λούκας Ντοντ στο «Close» που προβλήθηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο της κριτικής επιτροπής. Όπως και ο Τέρενς Μάλικ στο «Δέντρο της ζωής», ο Ντοντ προσπαθεί – και πετυχαίνει – να αποτυπώσει την αθωότητα που ριζώνει στην αγάπη αυτών των δυο παιδιών. Από μόνο του αυτό θα ήταν αρκετό για να μας μαγέψει – όμως η ταινία θέτει άλλους στόχους: Τα παιδιά πάνε σχολείο και αμέσως γίνονται το επίκεντρο μιας «κριτικής», που ενώ δε δείχνει κακοποιητική, εντούτοις αφήνει τα σημάδια της. «Γιατί είστε τόσο κοντά;» τους ρωτούν δυο κορίτσια (που είναι εξίσου αγαπημένα και διαχυτικά, αλλά κανείς δε δείχνει να ενοχλείται). «Επειδή είμαστε καλοί φίλοι, σαν αδέλφια» απαντά ο Λεό, και η κουβέντα τελειώνει εκεί. Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας «ενηλικίωσης» όμως ξεκινά, και το αγόρι αρχίζει να αποστασιοποιείται από τον αγαπημένο του φίλο. Αποζητά την αποδοχή, και η συμμόρφωση του στον αυστηρό ετεροφυλικό κώδικα δείχνει μονόδρομος. Και τότε, συμβαίνει κάτι τραγικό. Δύσκολο να μιλήσεις για το «Close» δίχως να προδώσεις τα μεγάλα μυστικά της πλοκής, αρκεί όμως να πούμε πως από το σημείο αυτό (που έρχεται στο τέλος της πρώτης πράξης), το φιλμ αλλάζει ρότα, δίχως ποτέ να κοντοστέκεται στο επίπεδο μιας μονοσήμαντης καταγγελίας. Ελάχιστα εξηγούνται, και αυτό αφορά στις προθέσεις του Ντοντ που δε θέλει να μιλήσει μονάχα για τα ομοφοβικά στερεότυπα, αλλά κυρίως για το ζήτημα της φιλίας, της ευθύνης και της απώλειας. Και φτιάχνει ένα δράμα καμωμένο με χρώματα έντονα, σιωπές, χαμόγελα και δακρυσμένα βλέμματα.
Πάμε στο «1976», ντεμπούτο της σκηνοθέτιδας Μανουέλα Μαρτέλι, που διαδραματίζεται στην Χιλή της δικτατορίας του Πινοσέτ. Εκεί, η Κάρμεν φτάνει στο παραλιακό εξοχικό της. Πλησιάζει το καλοκαιράκι, κι εκείνη θέλει να επιβλέψει την ανακαίνισή του. Είναι, με άλλα λόγια, μια ευκατάστατη, προνομιούχα γυναίκα, λίγο στη «φούσκα» της (στη σκιά του ιατρού συζύγου της), μέχρι που ένας φίλος ιερέας την πείθει να φροντίσει, κρυφά από την οικογένεια της, έναν τραυματισμένο νεαρό επαναστάτη. Διαβάζω ένα κείμενο της σκηνοθέτιδας – που δηλώνει πως εμπνεύστηκε από τις ιστορίες της γιαγιάς της – στο δελτίο τύπου: «Το 1976 ήταν μια από τις πιο σκληρές χρονιές της Δικτατορίας του Πινοσέτ. Στην οικογένειά μου θεωρούσαν πως την εποχή εκείνη η γιαγιά μου είχε κατάθλιψη, αλλά σκέφτηκα πως δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε πως όσα γίνονται έξω από τους τοίχους του σπιτιού μας δεν παρεισφρέουν στον ιδιωτικό μας χώρο. Αναρωτήθηκα: Ποιοι είναι οι μηχανισμοί που μας επιτρέπουν να συνεχίζουμε να ζούμε τις ζωές μας, όταν εκεί έξω κάποιοι πετάνε τους συμπολίτες μας στη θάλασσα;». Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό το ερώτημα είναι εξίσου καίριο το 2023, έστω κι αν δεν ζούμε σε μια δικτατορία. Και η ηρωίδα της Μαρτέλι φτάνει στην αφύπνιση καθώς εμείς αγωνιούμε, καθηλωμένοι χάρη σε μια υπαινικτική σκηνοθετική γραφή που ανεβάζει τους τόνους του – σχεδόν Χιτσκοκικού – σασπένς, την ίδια στιγμή που γνωρίζουμε πολύ καλά πως δεν βρισκόμαστε σε μια ταινία του Χίτσκοκ και, ως εκ τούτου, το Καλό δεν έχει και μεγάλες πιθανότητες να θριαμβεύσει. Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας, 2022.
Στην εντελώς άλλη άκρη του αφηγηματικού σινεμά, το «Ant-Μan & Wasp: Κβαντομανία» έχει χαζό τίτλο, ένα σενάριο με γενναία κενά αλλά και μια καλοδεχούμενη ελαφράδα (βαρεθήκαμε τα «σοβαρά» κόμικ – δεν βοηθάει το υλικό της Marvel παιδιά). Επίσης, δεν ξεπερνά τις δυο ώρες σε διάρκεια και διαθέτει ένα καλό και έμπειρο καστ, με τον Πολ Ραντ να πλαισιώνεται από τους Μισέλ Φάιφερ, Μάικλ Ντάγκλας και Μπιλ Μάρεϊ. Η ώρα περνά ευχάριστα, τα εφέ αποζημιώνουν, είμαι βέβαιος πως σε λίγες μέρες δε θα θυμάμαι ούτε μια σκηνή. Θα μου πείτε, δεν σε πείραξε που από ένα σημείο και μετά δεν καταλάβαινες τι ακριβώς γινόταν; Θα σας απαντήσω πως δεν έχω πλέον ούτε καν αυτές τις απαιτήσεις. Το μόνο που θέλω απ’ αυτές τις ταινίες είναι: Α) Να μην παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά και Β) Να μην τραβάνε για τρεις ώρες ενώ στην πραγματικότητα είναι B-Movies με αναβολικά. Ούτως ή άλλως, ΔΕΝ απευθύνονται σε κινηματογραφόφιλο κοινό. Με άλλα λόγια, προτιμώ ένα Ant-Μan από ένα “Wakanda Forever”. Όπως και να’ χει, άντε μετά να πεις στον Σκορσέζε πως είχε άδικο…
Το «Ξεκουράσου» (που, στην ελληνική του μετάφραση, μοιάζει σαν να εντάσσεται σε έναν κύκλο… «προστακτικών» ταινιών τρόμου που συμπεριλαμβάνει το «Χαμογέλα» – ενώ ο αγγλικός τίτλος της ταινίας είναι απλά «Bed rest») είναι μια μικρού μεγέθους ταινία που όμως ξεκινά από μια όμορφη ιδέα: Μια έγκυος γυναίκα μετακομίζει μαζί με τον άντρα της στο νέο τους σπίτι. Μαθαίνουμε πως έχουν χάσει ένα παιδί στη γέννα, μια εμπειρία τραυματική για την άμοιρη ηρωίδα που χρειάστηκε να περάσει κάποιο καιρό σε ίδρυμα φρενοβλαβών μέχρι να μπορέσει ξανά να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Όλα όμως μοιάζουν ισορροπημένα, το ζευγάρι είναι έτοιμο να προσπαθήσει ξανά, όμως μια παράξενη συγκυρία στέλνει τη γυναίκα στο νοσοκομείο: Βλέπει (ή νομίζει πως βλέπει) το φάντασμα του νεκρού της παιδιού, πέφτει από τις σκάλες και τραυματίζεται. Ευτυχώς δεν χάνει το παιδί, είναι όμως υποχρεωμένη να περάσει τις επόμενες οκτώ εβδομάδες στο κρεβάτι. Με τον άντρα να λείπει διαρκώς για δουλειές, αντιλαμβάνεστε πως τα πράγματα δε θα πάνε πολύ καλά. Οι εκπλήξεις είναι ελάχιστες μέχρι να φτάσουμε στο ομολογουμένως ταιριαστά γλυκόπικρο φινάλε, όμως η Λόρι Έβανς Τέιλορ (και είναι προς τιμήν της) δεν πετσοκόβει την ταινία στο μοντάζ χάριν κάποιου εύκολου σοκ. Το «Ξεκουράσου» είναι μια μάλλον αργή, και αρκετά ατμοσφαιρική ταινία τρόμου, που ναι, δεν πρωτοτυπεί και τόσο, ναι, καταπιάνεται με συνθήκες που έχουμε δει και ξαναδεί στο Φανταστικό, αλλά μεταξύ μας, έχουμε δει και πολύ χειρότερα.
Στο δε Ιρανικό «Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος», ένας άστεγος εργάτης του μεροκάματου, ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ την απώλεια της γυναίκας και του γιου του από έναν σεισμό, αναλαμβάνει ρόλο κομπάρσου για τις ανάγκες μιας ταινίας. Μόνο που πρόκειται για μια καταγραφή των φρικαλεοτήτων που διέπραξε ο Χίτλερ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – και λόγω «κοψιάς», ο σκηνοθέτης του δίνει τον ρόλο του Φύρερ. Την ίδια στιγμή, ο ήρωας προσπαθεί να προστατέψει τη σύντροφο του, μια κωφάλαλη ιερόδουλη που έρχεται σ’ αυτόν για προστασία. Όλα αυτά ενώ οι συντελεστές του φιλμ μετατρέπονται σε αληθινούς δυνάστες που θα έκαναν τα πάντα για να πετύχουν τους στόχους τους. «Στις δικτατορίες όλα πάνε καλά ως τα 15 λεπτά πριν την ολοκληρωτική κατάρρευση» έγραφε η Χάρα Άρεντ, και ο σκηνοθέτης Χουμάν Σεγιεντί – που αναφέρει τη φράση στις συνεντεύξεις του – πηγαίνει από το κατάμαυρο χιούμορ στο μελόδραμα, υπερτονίζοντας μεν τις σημάνσεις του, αλλά κορυφώνοντας τες σε ένα ορμητικό φινάλε. Φιλμ παράδοξο, αλλά και δουλεμένο, επωφελείται από την εκπληκτική ερμηνεία του Μοσέν Ταναπαντέ, που βραβεύτηκε στη Βενετία. Δεν είναι σε καμία περίπτωση μια «εύκολη» ταινία, αλλά τουλάχιστον δεν παίζει το χαρτί της πρόκλησης για την πρόκληση. Δυσφορείς ναι, αλλά υπάρχει λόγος σοβαρός.