Ένας πρώην αρχιμαφιόζος προγραμματίζει τη συνταξιοδότησή του, ο αλλοπρόσαλλος γιος του ονειρεύεται να κληρονομήσει το πατρικό «βασίλειο» της νύχτας αλλά ένας τρίτος που «ανέβηκε σαν το φίδι» και πια «τρέχει» την Αθήνα, δεν προτίθεται να παραχωρήσει τίποτα.
«Τάο», μια άγρια κωμωδία με στιγμές που παγώνουν το αίμα και έχουν δραματικά μοιραίες συνέπειες.
Σπαράγματα ιδεολογιών, μύθων, θρησκειών, φαντασιώσεων. Το χάος των ημερών. Και μέσα σε όλο αυτό αναζητείται ο δρόμος. Ο δρόμος που θα σε κάνει «μάγκα», ή θα φέρει τη «φώτιση». Θα μπορούσαν οι άνθρωποι να είναι καλύτεροι; Η ιστορία μιας βίαιης ενηλικίωσης, μεταφερμένη σε έναν ειρωνικά αλληγορικό κόσμο της νύχτας.
Με τον Γιώργο Καφετζόπουλο, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο;
«Βρισκόμαστε στο σαλόνι του σπιτιού του Ανδρέα Καραμούτσου. Ενός πρώην αρχιμαφιόζου που, πλέον όμως, έχει παρατήσει τα πάντα. Μετά από εννέα χρόνια στη φυλακή, ονειρεύεται ήρεμα γεράματα και έχει ένα σχέδιο συνταξιοδότησης. Από την άλλη, ο γιος του ο Γιάννης, είναι σε έξαλλη κατάσταση γιατί όλοι οι μεγάλο-μαφιόζοι της πιάτσας τον θεωρούν “μαύρο πρόβατο” και “καμένο χαρτί”.
Γιος και πατέρας, λοιπόν, υποδέχονται στο σπίτι τους έναν από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της νύχτας· τον Ιωσήφ Μωυσίδη, ο οποίος αγαπάει, θαυμάζει και σέβεται τον πατέρα, αλλά τον γιο δεν θέλει ούτε να τον βλέπει».
Τι σας προσέλκυσε, τι σας οδήγησε να πείτε μια ιστορία μέσα από τον κόσμο των γκάνγκστερ; Και ποια είναι τα κεντρικά θέματα που συναντούμε στον πυρήνα της;
«Μου αρέσει πολύ η ακρότητα που υπάρχει σε τέτοιους χαρακτήρες, παραβατικούς. Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στους εγκληματίες και σε τέτοιου είδους ανθρώπους, που για εμένα λειτουργεί, ίσως, σαν όχημα για να μιλήσω για πιο προσωπικά πράγματα.
Στο “Τάο” έχω προσπαθήσει να φωτίσω μια μάχη που υπάρχει μεταξύ τριών διαφορετικών γενεών. Αλλά με έναν κωμικοτραγικό τρόπο. Θυμίζει λίγο αμερικάνικες ταινίες -όπως των αδελφών Κοέν ή του Ταραντίνο, όπου βλέπεις περιθωριακούς τύπους ή γκάνγκστερς, οι οποίοι όμως έχουν κάτι το ελκυστικό, κάτι το οικείο και ευχάριστο, παρά το trash και τη βία που περιβάλλει όλη αυτή την κουλτούρα. Ο πυρήνας του έργου νομίζω ότι βρίσκεται στο πώς ένας νέος άνθρωπος προσπαθεί να κάνει ένα βήμα μπροστά για τη ζωή του, ενώ οι μεγαλύτεροι έχουν άλλα σχέδια για αυτόν».
Λίγα λόγια σας για τους τρεις χαρακτήρες;
«Ο Ανδρέας Καραμούτσος είναι ο τύπος που μέσα στη φυλακή άρχισε το διάβασμα. Και κόλλησε με το “Τάο”, μια αρχαία κινεζική φιλοσοφία. Προσπαθεί να το εξηγήσει στους άλλους δυο, χωρίς βέβαια να το πετυχαίνει και αυτό τους τρελαίνει. Είναι ο βετεράνος της παρέας που έχει ζήσει τη ζωή, έχει φάει την νύχτα με το κουτάλι και πλέον θέλει επιτέλους να συνταξιοδοτηθεί και να ζήσει ήρεμα σε κάποιο νησί του Αιγαίου.
Ο Ιωσήφ Μωυσίδης είναι ένας άνθρωπος που σήμερα είναι στα high του, στο αποκορύφωμα της καριέρας του. Λόγο των οικογενειακών καταβολών του, είναι θρήσκος από τη μεριά της μητέρας του και κομμουνιστής από τη μεριά του πατέρα του. Είναι αυτοδημιούργητος και τον τοίχο πίσω από το γραφείο του, κοσμεί ένας πίνακας με τον Πάμπλο Εσκομπάρ. Ο Μωυσίδης “τρέχει” όλη την παραλία (night clubs, σκυλάδικα), του ανήκουν τα περισσότερα Studios της πόλης και είναι ένας από τους σημαντικότερους διακινητές κοκαΐνης στην Αθήνα. Εκτιμάει και αγαπάει βαθιά τον Ανδρέα Καραμούτσο, ο οποίος έχει υπάρξει μέντοράς του στα πρώτα του βήματα στον κόσμο της νύχτας.
Ο Γιάννης Καραμούτσος, γνωστός και ως Young Kay, είναι γιος του Ανδρέα Καραμούτσου, σημαντικού προσώπου της ελληνικής μαφίας και προσπαθεί και αυτός να γράψει τη δική του ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα. Χωρίς, βέβαια, να το πετυχαίνει μέχρι στιγμής. Καλλιτέχνης της trap μουσικής και μια πιο παγκοσμιοποιημένη φιγούρα. Μηδενιστής, απολιτίκ, με φίλους κάθε λογής αλήτες. Είναι μέλος μιας ανερχόμενης συμμορίας και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ανέλθουν στην ιεραρχία και να βγάλουν γρήγορο και εύκολο χρήμα».
«Τάο»· μιλήστε μας για τη σημασία και την επιλογή του τίτλου.
«Το “Τάο” είναι η αρχέγονη συμπαντική δύναμη που γεννάει και ενώνει τα πάντα. Ο ταοϊσμός είναι κάτι σαν θρησκεία που άρχισε στην Κίνα τα αρχαία χρόνια. Ο Ανδρέας είναι εκείνος που μιλάει για αυτό. Είναι κάτι που του έκανε εντύπωση τα χρόνια που διάβαζε στη φυλακή και προσπαθεί να το μεταδώσει στους άλλους δυο. Το “Τάο” στο έργο παίζει έναν υπόγειο ρόλο. Εμφανίζεται ξαφνικά, για να προχωρήσει η ιστορία παρακάτω. Είναι κάπως άσχετο με αυτό που συμβαίνει μέσα στο σπίτι, αλλά απολύτως καταλυτικό για όλα όσα συμβαίνουν».
Ένα σχόλιό σας για τη σκηνοθεσία της Δανάης Σπηλιώτη;
«Η Δανάη θα έλεγα πως δούλεψε με εμάς με βάση το ρεαλισμό που έχει το κείμενο. Βασίστηκε πολύ στο κείμενο και τις σχέσεις των ηρώων. Αλλά διαφοροποίησε κάπως την πραγματικότητα του χώρου, φωτιστικά και σκηνογραφικά».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή από το έργο – ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«“Αν πετύχεις κάτι όμορφο στη ζωή σου, αυτό θα έχει ξεκινήσει χάρη στο “Τάο”, αλλά το “Τάο” ποτέ δεν θα σε αφήσει να πιστέψεις ότι έγινε χάρη σε αυτό. Κρύβεται το “Τάο” και εμείς νομίζουμε ότι τα κάνουμε όλα μόνοι μας”».
Το έργο ξεκίνησε μέσα από την ανάγκη να συναντήσετε τον πατέρα σας, κυριολεκτικά, μέσα στην Τέχνη σας· μιλήστε μας για την εμπειρία, πλέον, να μοιράζεστε μαζί τη σκηνή, και, μάλιστα, σε ρόλους πατέρα και γιου.
«Έχει πλάκα και είναι ωραία εμπειρία. Πραγματικά το λέω, γιατί ο πατέρας μου είναι κολλημένος με τα πιστόλια και όλα αυτά τα εφέ με τα αίματα· έδωσε πολύ σημασία στο να βγουν όλα αυτά με αληθοφάνεια. Μας εξηγούσε πράγματα που κάνουν οι αληθινοί πιστολάδες. Μας έδειχνε πώς να κρατάμε τα όπλα και διαφορά τέτοια. Το οποίο πολλές φορές είναι αστείο. Είναι πωρωμένος με κάτι τέτοια. Γενικά πιστεύω αρέσουν πολύ και στον πατέρα μου και στον Θοδωρή Σκυφτούλη οι ρόλοι που παίζουν. Όποτε και για μένα είναι διπλή η χαρά μου, όταν βρίσκομαι σε μια τέτοια συγκυρία. Είναι ωραίο όταν γράφεις ένα έργο και οι υπόλοιποι που ασχολούνται με αυτό, να το διασκεδάζουν και να το στηρίζουν όσο εσύ. Αλλά σίγουρα υπάρχει μια ιδιαίτερη χαρά και γλύκα όταν παίζω με τον πατέρα μου παρέα».
Έργα, καλλιτέχνες, συγγραφείς με επίδραση στην καλλιτεχνική σας ταυτότητα;
«Ο Γκυ ντε Μωπασάν έχει τρομερή ποικιλία στη θεματολογία του. Μιλάει για όλα. Και γράφει με φοβερά απλό τρόπο. Είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έπειτα, μου αρέσουν και αρκετοί θεατρικοί, όπως ο Σαίξπηρ, ο Μάμετ, ο Τσέχοφ.
Ο Μπρεχτ, είναι επίσης ένας από τους αγαπημένους μου. Και από κινηματογράφο με έχουν εντυπωσιάσει ο Κασσαβέτης, ο Ταραντίνο, ο Κόπολα, ο Γκοντάρ, ο Φελίνι και πολλοί πολλοί άλλοι. Αλλά και διάφοροι που μου έμαθε ο πατέρας μου όπως ο Όρσον Γουέλς, οι Marx brothers κ.ά.
Τέλος, θα αναφέρω την Λένα Κιτσοπούλου, η οποία μάλιστα ήρθε στην παράσταση και μου έδωσε συγχαρητήρια. Από τις πιο ξεχωριστές και αγαπημένες μου καλλιτέχνιδες».
Κάποιο επόμενο σχέδιό σας;
«Υπάρχουν διάφορα αλλά ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω για κάτι. Έχω αρχίσει και σκέφτομαι και ένα νέο έργο, αλλά αυτό παίρνει τον χρόνο του μέχρι να ετοιμαστεί».
Χαρακτηριστικά που εκτιμάτε ιδιαίτερα στους άλλους;
«Ευθύτητα, ειλικρίνεια, ευγένεια».
Και κάποια που σας απωθούν;
«Η αγένεια και η υπεροψία».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Το περπάτημα στην πόλη, ακούγοντας μουσική».
Κάτι που τη χαλά;
«Οι κόρνες των οδηγών, τα αμάξια, η κίνηση, η βαβούρα της πόλης».
Μια αγαπημένη συνήθεια;
«Το διάβασμα»
Μια χρήσιμη συμβουλή που σας έχουν δώσει;
«Τα πάντα είναι βαρετά, όταν δεν δίνεις τον εαυτό σου».
Ένα βιβλίο που αγαπάτε;
«“Σιντάρτα” του Έρμαν Έσσε»
Να κλείσουμε, με στίχους ενός τραγουδιού;
«“Λίνα, Λίνα, κι αν σε χάνω/ Δε θα σε ξαναπικράνω/ Λίνα, Λίνα παίρνω φόρα/ Κι όλα τ’ άπλυτα στη φόρα/ Έχεις ομορφιά φιδίσια,/ Τι γυρεύεις στα Πατήσια;”· από το τραγούδι “Λίνα” του Νικόλα Άσιμου».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Γιώργος Καφετζόπουλος
Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη
Σκηνικό: Γιώργος Χατζηνικολάου, Δανάη Σπηλιώτη
Κοστούμια: Μαρία Αναματερού
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Φωτογραφίες: Γιώργος Χατζηνικολάου
Τrailer παράστασης: Στέφανος Κοσμίδης
Σχεδιασμός οπτικής ταυτότητας: Ιωάννης Κ. Τσίγκας
Social media: Δανάη Γκουτκίδου
Υπεύθυνοι επικοινωνίας παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Αντώνης Καφετζόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Γιώργος Καφετζόπουλος
*στην παράσταση ακούγεται το τραγούδι «What’ s my name» των Goin’ Through ειδικά γραμμένο για το «Τάο»
Η παράσταση “Τάο” στο Θέατρο Επί Κολωνώ από τις 20/3 θα παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21.00 (αντί για κάθε Σάββατο & Κυριακή που παρουσιάζεται τώρα και μέχρι τις 12/03).