Να το πούμε από την αρχή: Σπάνια ταινία «Tár» του Τοντ Φιλντ. Γιατί σπάνια σήμερα βλέπεις ταινίες που παίρνουν τέτοια ρίσκα όπως αυτή, που θέτουν καίρια ερωτήματα και, με έναν τρόπο, ξαναμοιράζουν την τρέχουσα διαλεκτική τράπουλα. Και είναι μια ταινία που απαιτεί προσοχή στο χειρισμό της: Αν μπείτε στην αίθουσα θεωρώντας πως έχετε τις απαντήσεις, θα σας πετάξει έξω από το πρώτο λεπτό. Κεντρικό πρόσωπο η Λίντια Ταρ, μια μαέστρος που βρίσκεται στην κορυφή της καριέρας της, έχοντας αποκτήσει ένα στάτους που ελάχιστα απέχει απ’ αυτό μιας ροκ σταρ. Την βλέπουμε στην αρχή της ταινίας να εξηγεί σε έναν δημοσιογράφο του New Yorker τη μεθοδολογία της, ενώπιον κοινού φυσικά, μια μεγαλειωδώς αβανταδόρικη σκηνή για την Κέιτ Μπλάνσετ που σηκώνει με άνεση στις πλάτες της ολόκληρη την ταινία – άλλωστε και ο Φιλντ αυτήν είχε κατά νου όταν έγραφε το σενάριο. Η Ταρ λοιπόν, που βάζει αμέσως στη θέση του έναν φοιτητή που δηλώνει την αντιπάθεια του απέναντι στον Μπαχ (επειδή τον θεωρεί μισογύνη), έρχεται αντιμέτωπη με την περιβόητη κουλτούρα της ακύρωσης – μόνο που τα αμαρτήματα της τελικά είναι πολλά, και βαριά. Γιατί αυτό κάνει η εξουσία. Γιατί η εξουσία δεν έχει φύλο, ούτε σεξουαλικές προτιμήσεις. Γιατί όλα, μα όλα μπορούν να εργαλιοποιηθούν για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Ο Φιλντ είναι ένας εστέτ, και σε ένα εστέτ σύμπαν διαδραματίζεται όλο το δράμα, και έχει σημασία που η κοινωνική του κριτική, έτσι όπως αρθρώνεται, προέρχεται από εκεί που προέρχεται. Διόλου τυχαίο το «θάψιμο» της ταινίας από το New Yorker που – τι ειρωνεία – μάλλον δεν αισθάνθηκε κολακευμένο από την (έστω σεναριακή) «συμπερίληψη» του.
Πόσο ιντριγκαδόρικο το concept πίσω από το «Peter Von Kant», τη νέα ταινία του Φρανσουά Οζόν – και ο τίτλος φυσικά σας θυμίζει «Τα πικρά δάκρια της Πέτρα Φον Καντ» που ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ γύρισε το 1972. Μόνο που εκεί είχαμε να κάνουμε με τον καταδικασμένο έρωτα μιας γυναίκας για μίαν άλλη, ενώ εδώ ο Οζόν αντιστρέφει τα φύλα. Γιατί; Μα για να ζωγραφίσει με τα δικά του χρώματα το πορτραίτο του ίδιου του Φασμπίντερ, το alter ego δηλαδή του Πίτερ Φον Καντ της δικής του ταινίας! Γιατί, σου λέει, όταν ο Φασμπίντερ τα έγραφε αυτά, εμπνεόταν από τη δική του ζωή. Αυτό δηλαδή που επιχειρεί ο Οζόν είναι ένα καθρέφτισμα της «Πέτρα Φον Καντ», όπου μόνο τα είδωλα στο γυαλί είναι εντέλει αληθινά. Γοητεύεται μάλιστα τόσο πολύ από την ιδέα του, που φιλμάρει την ταινία του σε φαρδύ σινεμασκόπ, «σπάζοντας» την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του πρωτότυπου που γυρίστηκε σε «τετράγωνο», ακαδημαϊκό φορμά. Αυτή εδώ δεν είναι μια βαριά ταινία, κι ας διατηρείται σχεδόν στο ακέραιο ο βασικός σεναριακός μύθος.
Πέραν τούτου, υπάρχει και «Ο τελευταίος χορός του Magic Mike» σε σκηνοθεσία Στίβεν Σόντερμπεργκ, όπου ο Τσάνινγκ Τέιτουμ επιστρέφει, κουνώντας προκλητικά τους γοφούς του, εκτελώντας εδώ ένα θεαματικό στριπτίζ μπροστά στη Σάλμα Χάγιεκ – η οποία τον παίρνει αμέσως μαζί της στο Λονδίνο, όπου και στήνουν θεατρική παράσταση ερωτικού περιεχομένου σε κλασσική «στέγη» της πόλης. Δεν έχει νόημα να κάνουμε την ταινία φύλλο και φτερό: Η ιστορία έχει χιούμορ, η αφήγηση είναι γοργή, και το τελικό αποτέλεσμα διασκεδαστικό.