Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, το έργο διαδραματίζεται στον Λίβανο, την εποχή που τρομοκράτες και επαναστατικές ομάδες έκαναν τυχαίες και αιφνίδιες απαγωγές· τρεις όμηροι -ένας Άγγλος, ένας Ιρλανδός κι ένας Αμερικανός- είναι έγκλειστοι σ’ ένα κελί, υπό το άγρυπνο βλέμμα των τρομοκρατών – απαγωγέων τους. Η προσπάθειά τους ν’ αντέξουν τις κακουχίες και την αγωνία του θανάτου εκδηλώνεται με δαιμονικό χιούμορ ή «παιχνίδια» διαφυγής. Μέσα από συγκρούσεις ή συναισθηματικές εξάρσεις, οι τρεις τους θα αγαπήσουν ο ένας τον άλλο και θα δεθούν με ισχυρότερα δεσμά και από τις αλυσίδες που τους κρατούν.
Η Αθανασία Καραγιαννοπούλου μίλησε μαζί μας.
Πότε «συναντηθήκατε» για πρώτη φορά με το έργο και τι ήταν αυτό που σας κέρδισε και αποφασίσατε να το σκηνοθετήσετε;
«Πριν από είκοσι χρόνια είδα στο Λονδίνο το συνταρακτικό αυτό έργο του Ιρλανδού Frank McGuinness και το κράτησα σαν όνειρο. Ένα κατάμεστο θέατρο, ένα διάσημο ήδη έργο. Θυμάμαι έντονα τις ερμηνείες, το… άγχος του εγκλεισμού που ένιωσα, αλλά κυρίως το απίστευτο χιούμορ. Κάθε λίγο, το κοινό “έσπαγε” στα γέλια. Και καταλάβαινα πως ήταν γέλιο από το αστείο αλλά και γέλιο ανακούφισης από τη συγκινητική συνθήκη. Το μετέφρασα και περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Και η κατάλληλη στιγμή στο θέατρο είναι μόνο οι κατάλληλοι ηθοποιοί: Αλμπάνης, Μάριζας, Ραντλ έδωσαν σάρκα και οστά στην αληθινή ιστορία του Ιρλανδού, του Αμερικανού και του Άγγλου που είχε κάνει κάποτε τον γύρο του κόσμου σαν πρώτη είδηση».
Πώς ένα έργο με τρεις κρατούμενους στον Λίβανο, κάποιες δεκαετίες πριν, καταφέρνει να συγκινεί το σημερινό κοινό, όπως αποδείχθηκε από την επιτυχημένη πορεία της παράστασης στη Θεσσαλονίκη;
«Το έργο μιλά για την αναγκαστική απομόνωση του ανθρώπου, την αρπαγή της καθημερινότητάς του, τη στέρηση των δικών του και των απλών πραγμάτων στη ζωή όπως μια αγκαλιά, μια βόλτα… Σας θυμίζει κάτι; Πέρα, λοιπόν, από την προφανή παγκοσμιότητα της ποιητικής σχέσης αυτών των τριών ανδρών, πέρα από την αναφορά σε έννοιες όπως η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, η πίστη -έννοιες που τρυπούν βαθιά την καρδιά του θεατή σε όποια εποχή και να παρακολουθήσει το έργο- υπάρχει η έννοια του αναγκαστικού εγκλεισμού και οι συνέπειές του που κάνει το έργο σύγχρονο, τωρινό. Και το κυριότερο: προσφέρει τρόπους διαφυγής. Το χιούμορ, τη φαντασία, τα ταξίδια του μυαλού, το στήριγμα του ενός στον άλλον».
Ποιοι είναι οι μηχανισμοί που αναπτύσσει ο άνθρωπος, σε δύσκολες συνθήκες προκειμένου να επιβιώσει;
«Ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει στερούμενος τα πάντα, εκτός από ένα: τον άλλον άνθρωπο. Το “μαζί” είναι ο σημαντικότερος μηχανισμός επιβίωσης. Μαζί στην προσπάθεια, μαζί στην πλάκα, μαζί σε αυτοσχεδιασμούς που θα μας φέρουν πιο κοντά στους δικούς μας (όπως π.χ. όταν γράφουν φανταστικά γράμματα στην οικογένειά τους) ή θα μας θυμίσουν την κανονική μας ζωή (όταν π.χ. κάνουν πάρτυ με φανταστικά ποτά και τραγούδια). Μαζί, για να μην τρελαθούμε. Μαζί στον πόνο, μαζί στην ανταλλαγή αναμνήσεων ή στον σχεδιασμό ονείρων. Μαζί, για την ελευθερία».
Πώς επιλέξατε τους τρεις σημαντικούς ηθοποιούς της παράστασης, Αντίνοο Αλμπάνη, Δημήτρη Μάριζα, Πήτερ Ραντλ; Έχετε συνεργαστεί και στο παρελθόν μαζί τους;
«Αρχικά, ο Αντίνοος Αλμπάνης ζήτησε να συνεργαστούμε γι’ άλλη μια φορά. Μαθητής μου, φίλος μου χρόνια και ηθοποιός μου, ο Αντίνοος ξεκίνησε μαζί μου όλη αυτή την ιστορία του “Κάποιος να με Προσέχει” και ουσιαστικά το “πήρε επάνω του”. Θεωρώ πως στον ρόλο του Έντουαρντ ξεφεύγει από κάθε τι άλλο που έχει κάνει στην καριέρα του: από το εξωφρενικό χιούμορ στην ειρωνεία, από την “ανδρική” σκληρότητα στη “θηλυκή” τρυφερότητα, από την παιδική αθωότητα στον ξαφνικό θρήνο, ο υπέροχος Αντίνοος φτιάχνει έναν θερμοκέφαλο Ιρλανδό που σου σπαράζει την ψυχή. Ύστερα απευθύνθηκα στον Πήτερ Ραντλ, αγαπημένο μου μαθητή που με το αγγλοσαξωνικό του αίμα άγγιξε μια βαθιά πτυχή του Άνταμ, συγκλονιστική και πολύπλευρη. Ο Πητ μελέτησε βαθιά κάθε λέξη του ρόλου του Αμερικάνου–από τις φράσεις του Κορανίου, στα αραβικά παραληρήματα και από τον αμερικάνικο ορθολογισμό, στον έρωτα μέσα από το “Άσμα Ασμάτων” και μετουσιώθηκε μαγικά σε εκείνον τον ήρωα. Τέλος, για το ρόλο του Άγγλου Μάικλ, ζήτησα από τον Δημήτρη Μάριζα να μας χαρίσει όλο τον υποκριτικό θησαυρό του που ξέρω από χρόνια. Ο Μάριζας είναι μεγάλος ηθοποιός. Θα δείτε πόσο εντυπωσιακά αληθινός είναι σε κάθε στιγμή του ευαίσθητου Καθηγητή που βρίσκεται ξαφνικά σε ένα μπουντρούμι: στο εξωφρενικό του υποκριτικό χιούμορ, στον συναισθηματισμό του που ξεχειλίζει από κάθε λέξη του, στον τρόπο που μιλάει σαν ρόλος για τον μοναδικό του έρωτα ή στον τρόπο που στηρίζει –πιο γενναίος και από τους γενναίους- τους δύο άλλους ομήρους χωρίς να λυγίζει στιγμή, χωρίς να “πέφτει”. Ευλογημένη συνεργασία και με τους τρεις τους».
Το εγχείρημα του ανεβάσματος μιας παράστασης πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα, ενώ αρχικά φαίνεται παράτολμο, στη δική σας περίπτωση λειτούργησε θετικά. Μιλήστε μας για την εμπειρία.
«Κατ’ αρχάς, η ιδέα να ξεκινήσουμε από τη Θεσσαλονίκη και από το Θέατρο Αυλαία (με παραγωγούς μας τους Παύλο και Πέτρο Παλάκα και Παναγιώτη Φανταγμά), ήταν του Αντίνοου Αλμπάνη. Πριν από χρόνια, είχα πάλι ξεκινήσει μια παράστασή μου από το Αυλαία (“Το Πορτρέτο του Όσκαρ Ουάιλντ” με τον Γιάννη Φέρτη) και ενθουσιάστηκα με την ιδέα. Η εμπειρία ήταν πράγματι θεατρικά τέλεια: με τις δυσκολίες της μεν τις πρακτικές, αλλά με τόση αγάπη και ζεστασιά από την παραγωγή που δώσαμε το εκατό τοις εκατό μας. Το κοινό της Θεσσαλονίκης μάς αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή και δεν σταμάτησε ούτε μέρα να μας τιμά με την υπερπληρότητα στο θέατρο. Νομίζω πως βοήθησε η Θεσσαλονίκη στο να γίνει μια δουλειά όπως ονειρευόμασταν κάποτε το Θέατρο: αποκλειστική, συγκεντρωμένη, απερίσπαστη με σεβασμό στο έργο, στα μηνύματά του και στον θεατή».
Κάποιο βασικό κριτήριο επιλογής των έργων που σκηνοθετείτε;
«Το κριτήριο μου για την επιλογή των έργων είναι η αντανακλαστική μου αντίδραση σ’ αυτό που διαβάζω ή βλέπω για πρώτη φορά: Το γέλιο μου ή το κλάμα μου. Κάτι δικό μου κρυμμένο εκεί μέσα ή μια φωνή που μπορεί να ξεσηκώσει τους ανθρώπους. Σίγουρα μ’ ενδιαφέρει η πολιτική διάσταση του κάθε έργου -και ο έρωτας είναι πολιτικός, ενίοτε, φυσικά. Και σίγουρα μ’ ενδιαφέρει να είναι σχετικά άγνωστο το έργο στο κοινό. Ή να έχει ανέβει με τρόπους που εγώ θεωρώ πως έχει παραμείνει άγνωστο! Πιστεύω πως οι καλλιτέχνες έχουμε στα χέρια μας το πιο ισχυρό μέσο αντίστασης και διαμαρτυρίας στα δεινά του κόσμου: τη δουλειά μας. Ε, τέτοια έργα επιλέγω: Έργα- Επανάσταση».
Μελλοντικά σας σχέδια;
«Είμαι χαρούμενη γιατί άμεσα ξεκινώ να δουλεύω πάνω σε ένα έργο που έχω ανεβάσει ξανά στο παρελθόν. Πιστεύω πως και με τη νέα διανομή θα ηχήσει δυνατά η επικαιρότητά του και θα μιλήσει εκ νέου στις καρδιές των ανθρώπων -συγγνώμη, δε λέω ακόμα περισσότερα. Παράλληλα, συζητάω για μια συνεργασία στο εξωτερικό και φυσικά η πορεία του “Κάποιος να με Προσέχει” είναι το πρώτο μου και πιο αγαπημένο μέλημα και για το μέλλον!»
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Σκηνοθεσία: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Σκηνικά- Κοστούμια: Μαίρη Τσαγκάρη
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Βοηθός Σκηνογράφου: Κωνσταντίνα Παπαθανασίου
Ερμηνεία
Αντίνοος Αλμπάνης, Δημήτρης Μάριζας, Πήτερ Ραντλ