Η έκθεση «Άγιοι Βρακοφόροι και Φουστανελάδες. Εικονογραφία Νεομαρτύρων από την Κρήτη και άλλες περιοχές» που παρουσιάζεται στο Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών» (Μουσείο Αγίας Αικατερίνης), παρατείνεται έως τις 23 Φεβρουαρίου [πλατεία Αγίας Αικατερίνης, Ηράκλειο Κρήτης].
Φιλοξενεί σπάνια έργα της χριστιανικής τέχνης, που παρουσιάζονταν για πρώτη φορά. Εικόνες Νεομαρτύρων της ελληνικής Εκκλησίας με παραδοσιακές φορεσιές, βράκες και φουστανέλες, που συλλέχθηκαν από εκκλησίες και μητροπόλεις από όλη την Ελλάδα εκτίθενται στον μοναδικής ομορφιάς χώρο του Μουσείου, που μέχρι στιγμής έχει υποδεχθεί χιλιάδες επισκέπτες.
Ο Πρόεδρος του Μουσείου, Νίκος Γιγουρτάκης, και η επιμελήτρια του Μουσείου και της έκθεσης, Δρ. Έφη Ψιλάκη μίλησαν μαζί μας.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για την, μέχρι τώρα, ανταπόκριση του κοινού στην έκθεση;
Νίκος Γιγουρτάκης: «Η Έκθεση παρουσιάστηκε στο κοινό για πρώτη φορά στις 22 Οκτωβρίου, οπότε και έγιναν τα εγκαίνια με παρουσία πολύ κόσμου. Από εκείνη τη μέρα παρατηρούμε μεγάλη επισκεψιμότητα κι ενδιαφέρον. Οι επισκέπτες εκδηλώνουν την ευχάριστη έκπληξή τους όταν διαπιστώνουν τη γλαφυρότητα και την αμεσότητα που αποπνέουν αυτές οι εικόνες με τους Νεομάρτυρες να έχουν ενδυθεί τις παραδοσιακές φορεσιές, αλλά και την πρωτοτυπία των αγιογράφων αντίστοιχα, οι οποίοι αναδεικνύουν με τις συνθέσεις και τη χρωματική κλίμακα των έργων τους τα λαϊκά στοιχεία κάθε τόπου.
Η βράκα, η φουστανέλα, το σαρίκι, το κεφαλομάντηλο και η ποδιά στις γυναίκες αντίστοιχα, το μαχαίρι ζωσμένο και ο σταυρός του μαρτυρίου στο άλλο χέρι. Μια οικειότητα προκύπτει αβίαστα για τον επισκέπτη, επειδή νιώθει πως οι “δικοί του άνθρωποι” -όπως έχει μάθει να τους αναγνωρίζει από τις παλιές φωτογραφίες των παππούδων και γιαγιάδων- μοιάζουν με τις μορφές των νεομαρτύρων, έτσι όπως εικονίζονται στα έργα της έκθεσης. Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως οι επισκέπτες στο σύνολό τους, έχοντας πληροφορηθεί από τον Τύπο ή τα μέσα ενημέρωσης για την Έκθεση, έρχονται να δουν από κοντά αυτές τις μορφές με ένα αίτημα αμεσότητας και περιέργειας, κάτι που δικαιώνει την εκτίμηση και επιλογή μας γι’ αυτό το εξόχως ζωντανό εικαστικό υλικό που, ταυτόχρονα, σημαδεύει τη νεοελληνική τοπική ιστορία στα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης.
Η προσέλευση του κόσμου είναι τέτοια που αποφασίσαμε να παρατείνουμε την έκθεση μέχρι και τα τέλη Φεβρουαρίου, άλλους δύο μήνες δηλαδή. Η ανταπόκριση αυτή μάς γεμίζει ικανοποίηση γιατί νιώθουμε πως η επιλογή μας να προβάλλουμε μία τέτοια ιδιαιτερότητα στην εικονογραφία των Νεομαρτύρων στα νεότερα χρόνια κατάφερε να συγκινήσει, δείχνοντας πόσο ζωντανή είναι αυτή η τόσο “οικεία” απεικόνιση».
Πώς επιλέχθηκε το θέμα της έκθεσης και πώς έγινε η συλλογή των έργων;
Έφη Ψιλάκη: «Η αρχική σκέψη ήταν να αποτελέσει η έκθεση αυτή τη δική μας συμμετοχή στον εορτασμό των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η πανδημία, όμως, δεν το επέτρεψε, καθώς θέλαμε η έκθεσή μας να αποκτήσει πανηγυρικό χαρακτήρα και να συμβάλει καθοριστικά στην καλύτερη κατανόηση των ιστορικών γεγονότων με την παράλληλη προβολή των ανθρώπων που αποτέλεσαν πρότυπα ζωής. Βλέπουμε το Μουσείο μας ως ζωντανό κύτταρο που λειτουργεί στο πλαίσιο της κοινωνίας μας, όχι σαν ένα απλό εκθετήριο εικόνων. Από την παρούσα περιοδική έκθεση, έχουν ήδη περάσει δεκάδες σχολεία, έχουν έρθει επισκέπτες από πολλές μακρινές περιοχές, ακόμη και εκτός Κρήτης. Μας συγκινεί η ανταπόκριση και αυτό αποτελεί απάντηση στο ερώτημά σας για το πώς επιλέχθηκε το θέμα της έκθεσης. Η κοινωνία ξέρει να αξιολογεί και να ανταποκρίνεται.
Η συλλογή των έργων στηρίχτηκε στην προθυμία και την ανιδιοτελή κινητοποίηση όλων. Ήταν μια μορφή εθελοντισμού που απέδωσε γρήγορα καρπούς. Δυστυχώς, η πανδημία δημιούργησε πολλές δυσκολίες και σ’ αυτόν τον τομέα. Ήταν δύσκολη η επιτόπια έρευνα και γι’ αυτό στηριχτήκαμε σε άλλες ερευνητικές μεθόδους. Με διαρκείς επικοινωνίες και ανταλλαγές φωτογραφιών. Ευτυχώς, καταφέραμε να επιλέξουμε αντιπροσωπευτικές εικόνες που παρέχουν μιαν ολοκληρωμένη εικόνα της ενδυματολογικής καινοτομίας, των συνθηκών που οδήγησαν τα χέρια των πρώτων περιπλανώμενων αγιογράφων να απεικονίσουν φουστανέλες, βράκες, ζιπόνια και σάρτζες, καθώς και της ιδιαίτερης σχέσης την οποία αναπτύσσουν σήμερα οι τοπικές κοινωνίες με τους Νεομάρτυρές τους».
Ποιες ήταν οι συνθήκες που οδήγησαν το πέρασμα από τον χιτώνα στην απεικόνιση των αγίων με τοπικές ενδυμασίες;
Έφη Ψιλάκη: «Η ανάγκη των τοπικών κοινωνιών να τιμήσουν εκείνους που ξεπέρασαν το ανθρώπινο μέτρο και θυσιάστηκαν για την πίστη τους, καθώς και η προσπάθεια να καταστήσουν πιο οικείο το παράδειγμά τους. Ο χιτώνας είχε καθιερωθεί από αρκετά νωρίς στην αγιογραφία, αλλά αντιπροσώπευε ένα διαφορετικό ενδυματολογικό πρότυπο, το οποίο δεν υπήρχε πια. Φιλοτεχνώντας έναν Νεομάρτυρα με φουστανέλα ή με βράκα, δημιουργούσαν συνθήκες μεγαλύτερης εγγύτητας του θεατή με το εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο. Άγιος δεν ήταν πια μονάχα εκείνος που είχε αγωνιστεί για την πίστη του σε μιαν άλλη μακρινή εποχή. Στη χορεία των αγίων μπορούσε να αναβιβαστεί ο διπλανός, ο συντοπίτης, ο συγγενής, ο γείτονας. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι οι κοινωνίες αυτές είχαν ανάγκη τους ήρωες, είχαν ανάγκη τους αγίους, τους οποίους μπορούσαν να εντάξουν πια στο παρόν τους.
Μελετώντας το φαινόμενο, καταλαβαίνουμε ότι αυτό έγινε αυθόρμητα και κάτω από συνθήκες μεγάλης ψυχικής έντασης. Οι αγιογράφοι δεν ήταν ξένοι, ούτε απλοί παρατηρητές των γεγονότων. Ήταν μέλη των κοινωνιών στις οποίες απευθυνόταν το έργο τους, είχαν την ίδια πίστη, τα ίδια ιδανικά και τον ίδιο κοινό πόθο για ελευθερία. Η μαρτυρική τελείωση του Νεομάρτυρα Γεωργίου εξ Ιωαννίνων συγκλόνισε την τοπική κοινωνία, το ίδιο και ο αποκεφαλισμός των Τεσσάρων Ρεθυμνίων Νεομαρτύρων. Πιστεύω ότι ήταν ανάγκη ψυχής η απεικόνισή τους με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα, μάλλον μια αυθόρμητη κίνηση που πήγαζε από το συναίσθημα. Η δύσκολη ζωή κάτω από συνθήκες βασανιστικής ανελευθερίας σε συνδυασμό με την πίκρα που ένιωθαν λόγω της μη ένταξης στο ελληνικό κράτος, άνοιξαν καινούργιους δρόμους στην αγιογραφική τέχνη».
Γιατί η παρούσα έκθεση είναι σημαντική για την πορεία του Μουσείου και πώς συνδυάζεται με τη μόνιμη συλλογή;
Νίκος Γιγουρτάκης: «Η Έκθεση “Άγιοι Βρακοφόροι και Φουστανελάδες” ξεδιπλώνεται ανάμεσα στα μόνιμα εκθέματα του Μουσείου Χριστιανικής Τέχνης “Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών”, ανάμεσα στα χρώματα και τις συνθέσεις των έργων της Κρητικής Σχολής, τα χειρόγραφα, τα χρυσοκέντητα άμφια και τα ξυλόγλυπτα που σηματοδοτούν τη μοναδική αυτή καλλιτεχνική παραγωγή στα πλαίσια της χριστιανικής τέχνης στην Κρήτη σε ένα σκηνικό ώσμωσης ανάμεσα σε δύο μεγάλα πολιτισμικά ρεύματα, τη βυζαντινή παράδοση και την αναγεννησιακή επιρροή της ευρωπαϊκής Δύσης.
Οι προθήκες που φιλοξενούν τις εικόνες της Έκθεσης παρεμβάλλονται ανάμεσα στα μόνιμα εκθέματα, μέσα στο εντυπωσιακό μνημειώδες “κέλυφος” του Μουσείου, τον Ναό της Αγίας Αικατερίνης που από μόνο του αποτελεί ένα ξεχωριστό έκθεμα. Να σημειώσουμε πως το εντυπωσιακό οικοδόμημα του μεσαιωνικού Ναού μαζί με την προσθήκη του παρεκκλησίου κτισμένο στα χρόνια της κρητικής αναγέννησης, είναι το παλαιότερο ακέραιο μνημείο στην πόλη του Ηρακλείου. Στους διαδρόμους και τους χώρους του Μουσείου με τον υποβλητικό φωτισμό και τη φιλόξενη στέγαση του μεσαιωνικού πωρόλιθου στη θολοσκέπαστη οροφή, τα περίφημα έργα του Άγγελου Ακοτάντου και του Μιχαήλ Δαμασκηνού “συνομιλούν” με τους βρακοφόρους και φουστανελάδες Νεομάρτυρες Αγίους.
Για το Μουσείο μας, αποτελεί αυτή η έκθεση την πεμπτουσία της βασικής μας επιδίωξης που είναι η ανάδειξη και προβολή της χριστιανικής τέχνης της Κρήτης, ακριβώς γιατί διαπιστώνουμε τη ζωντανή συνέχεια της τέχνης αυτής και στα νεότερα χρόνια. Να προσθέσω εδώ, πως στο νησί μας και ιδιαίτερα στο Ηράκλειο, κρατιέται ζωντανή και συνεχίζει να αναπαράγεται η τέχνη της αγιογραφίας με τον παραδοσιακό βυζαντινό τρόπο αλλά με έμφαση στις καινοτομίες της “Κρητικής Σχολής”, δηλαδή της καλλιτεχνικής παραγωγής της Κρήτης στα χρόνια της Κρητικής Αναγέννησης».