To πολυβραβευμένο έργο «Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια» του Σαμ Στάινερ παρουσιάζεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα· ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Βαρβάρας Νταλιάνη και μετάφραση Λίνας Πάτσιου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Studio Μαυρομιχάλη [Μαυρομιχάλη 134].
Τι συμβαίνει όταν δεν μπορείς να πεις παραπάνω από 140 λέξεις ημερησίως; Πώς συνδυάζονται η επανάσταση και η λογική; Ποιος είναι ο καλύτερος επικήδειος για μία γάτα που την έλεγαν Ντένις;
Ο Όλιβερ –που ερμηνεύει ο Νίκος Κουκάς, και η Μπερναντέτ συναντιούνται στην κηδεία μίας γάτας, καθώς η κυβέρνηση επιβάλλει ημερήσιο όριο λέξεων. Θα καταφέρουν οι δυο τους να γνωριστούν, να επικοινωνήσουν και να αγαπηθούν ή θα χαθούν στη σιωπή; Επίκαιρο όσο ποτέ, το έργο διαπραγματεύεται μια μετ’ εμποδίων επικοινωνία σ’ έναν κόσμο που απομονώνει.
Ο συγγραφέας, σε μια αφήγηση με μη γραμμική χρονολογική σειρά εξερευνά το διαχρονικό ερώτημα: πώς θα έρθουμε εντέλει κοντά;
Τη Μπερναντέτ ερμηνεύει η Λίνα Πάτσιου· μιλήσαμε μαζί της.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο; Τι διαδραματίζεται στην υπόθεσή του;
«Το έργο μας παρακολουθεί ένα ζευγάρι και τη ροή της σχέσης του, ενώ ψηφίζεται ένας νόμος που επιβάλλει ημερήσιο όριο 140 λέξεων ανά άτομο. Η νέα συνθήκη τούς φέρνει αντιμέτωπους με τις διαφορές τους αλλά και με την έλλειψη επικοινωνίας στη σχέση τους».
Ποια κεντρικά θέματα συναντούμε στον πυρήνα του;
«Πρόκειται για ένα δυστοπικό έργο -με πολλά κωμικά στοιχεία· όμως και αυτό συμβαίνει γιατί, αν και η θεματική βέβαια ορίζεται από μια κρατική παρέμβαση που ξαφνικά δημιουργεί μια οργουελική συνθήκη, ο συγγραφέας δεν το αντιμετωπίζει σαν ένα πολιτικό έργο. Μελετάει το πώς οι άνθρωποι αντιδρούν σε μια τέτοια συνθήκη, πόσο έτοιμοι είναι να ακολουθήσουν ένα κατεστημένο ή να επαναστατήσουν ενάντια σε ένα καθεστώς, αλλά και πόσο συνειδητά ακολουθούν τη μία ή την άλλη γραμμή. Οι δύο ήρωες του έργου επιλέγουν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης -κάτι που, φυσικά, έχει αντίκτυπο στη σχέση τους, αλλά το ενδιαφέρον -και το κωμικό- είναι ότι κανείς από τους δύο δεν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του ως προς τις επιλογές του, μεταξύ άλλων. Αυτό τους κάνει και φοβερά ελκυστικούς σαν ρόλους. Δεν υπάρχει ήρωας και αντιήρωας, μόνο δύο άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν με τον ατελή τρόπο που διαθέτουν».
«Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια Λεμόνια»· ένα σχόλιο για τον τίτλο του έργου;
«Όταν οι λέξεις είναι περιορισμένες, η επανάληψη είναι απόφαση. Η επιλογή του τίτλου είναι ευφυέστατη από την πλευρά του συγγραφέα, ένα από τα πολλά-πολλά πανέξυπνα στοιχεία του έργου».
Σκέψεις, συναισθήματα από την πρώτη επαφή σας με το κείμενο; Και τι σας προσέλκυσε στη μετάφρασή του;
«Άκουσα πρώτη φορά έναν μονόλογο της Μπερναντέτ σε μία ακρόαση και μου κέντρισε το ενδιαφέρον το πόσο ρεαλιστικός, σύγχρονος ήταν ο λόγος του. Το παρήγγειλα την ίδια μέρα, και μόλις το διάβασα ήξερα πως έπρεπε να το κάνω κάποια στιγμή. Ήταν πριν τον COVID, μιλάμε για αρχές του ’20, αλλά τα δυστοπικά έργα με ενδιαφέρουν πολύ· υπάρχει κάτι φοβερά ισχυρό στο να παρουσιάζεις μια φαινομενικά ακραία συνθήκη και μέσα σε αυτήν να βρίσκεις τόσα κοινά με την πραγματικότητα. Και επειδή γράφω και εγώ και έχω ζήσει στο Λονδίνο 12 χρόνια -και το έργο στο πρωτότυπο έχει έναν πολύ σύγχρονο βρετανικό και νεανικό λόγο, ήξερα ότι πρέπει η μετάφραση να γίνει από μένα. Ήταν και ωραία πρόκληση, με τον περιορισμό λέξεων και με κάποιες λέξεις που εφευρίσκουν οι ήρωες να κρατηθεί και το νόημα και ο ρυθμός και το χιούμορ, με τρόπο που περνάει στο ελληνικό κοινό αλλά παραμένει και πιστό στην αρχική πρόθεση».
Όλα ξεκινούν στην κηδεία μιας γάτας· μας λέτε κάτι παραπάνω για τη γάτα, τον θάνατό της και την τελετή αποχαιρετισμού;
«Αυτό που πρέπει να ξέρετε, είναι ότι η γάτα είναι το πρώτο θύμα του νέου νόμου· πεθαίνει στην πρώτη πορεία κατά του νομοσχεδίου. Εκεί αρχίζουν όλα».
Μια περιγραφή σας για τη Μπερναντέτ -που ερμηνεύετε;
«Πεισματάρα, εργατική, καταπιεσμένη -από τον εαυτό της, ανασφαλής, λογική, φοβερά ευαίσθητη, ρομαντική σε βαθμό αφέλειας, δυνατή. Πολύ δυνατή».
Και λίγα λόγια για τον Όλιβερ;
«Drama Queen. Γοητευτικός, με αυτοπεποίθηση -πιθανώς και περισσότερη από όση του αναλογεί. Ψάχνει το νόημα της ζωής. Ονειροπόλος και φαμφαρολόγος. Έχει το φοβερό προσόν να κρύβει την αδυναμία του πίσω από τη χαρισματική του παρουσία».
Με ποιον σκοπό η κυβέρνηση επιβάλλει ημερήσιο όριο χρήσης λέξεων;
«Το κείμενο δεν μας το λέει. Σαν άσκηση, η σκηνοθέτης μας, η Βαρβάρα Νταλιάνη μάς ζήτησε να το σκεφτούμε. Δυστυχώς, βρήκαμε έναν πολύ πειστικό, αλλά δεν θα σας τον πω, γιατί το να ψάξουμε να βρούμε τον λόγο ήταν ενδιαφέρουσα άσκηση, σας την προτείνω».
Είναι γεγονός πως ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας τείνει να μην εμφανίζεται στην καθημερινή μας χρήση, σε σχέση με το παρελθόν. Πόσο θεωρείτε ότι επηρεάζει αυτό την ποιότητα της επικοινωνίας;
«Φοβάμαι ότι είναι ανάποδα η αιτία και το αιτιατό. Δηλαδή, ότι οι άνθρωποι δεν μοιράζονται τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων τους ή των σκέψεών τους, κι έτσι η ανάγκη για τον πλούτο που αναφέρετε, εκλείπει. ΄Άλλωστε, όταν δεν έχουμε λέξεις να περιγράψουμε κάτι, τις εφευρίσκουμε ή τις δανειζόμαστε. Η εξάλειψή τους, νομίζω, δηλώνει κάτι άλλο. Δεν χρειάζεται να μαθαίνουμε στους ανθρώπους 50 συνώνυμα. Να σκέφτονται αναλυτικά πρέπει να τους μάθουμε. Τα συνώνυμα θα τα μάθουν μόνοι τους όταν τα χρειαστούν, αρκεί να έχουν την επιθυμία ακριβούς έκφρασης, που προέρχεται από την αναλυτική σκέψη».
Ποιους παράγοντες αναδεικνύει το έργο ως βοηθητικούς στην προαγωγή της ανθρώπινης επικοινωνίας; Και, αντίστοιχα, ποια τα σημαντικότερα, τα πιο συνηθισμένα εμπόδια;
«Οι ήρωές μας αρχίζουν να επικοινωνούν- καλύτερα από ποτέ- όταν πια δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Αυτό μας δείχνει κάτι -κατά τη γνώμη μου, απόλυτα σωστά- για τη φύση της επικοινωνίας. Γίνεται πάντα προβληματική, όταν προέρχεται από θέση φόβου. Και φυσικά, όταν είσαι ερωτευμένος, ο πρωταρχικός φόβος είναι ο φόβος της απόρριψης. Ο φόβος της αποτυχίας. Ο φόβος είναι μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις του ανθρώπου. Και η χειρότερη».
Μια δική σας σκέψη για το πώς θα έρθουμε, τελικά, κοντά;
«Με το να δούμε τους ανθρώπους σαν αυτό ακριβώς που είναι. Απλοί, τρωτοί, θνητοί άνθρωποι. Αν μπορούμε να δούμε τις δυσκολίες των άλλων σαν φυσικές, λογικές και αποδεκτές εντέλει, μπορούμε να δεχτούμε ευκολότερα και τον εαυτό μας. Και να σταματήσουμε να τον κρύβουμε».
Έχετε συμμετάσχει σε βρετανικές, ελληνικές και αμερικανικές κινηματογραφικές παραγωγές· θα μοιραστείτε μαζί μας, μια εμπειρία σας που θυμάστε ιδιαίτερα;
«Εντάξει, η πιο εντυπωσιακή ήταν η συμμετοχή μου στην ταινία “Rise”, με θέμα τη ζωή της οικογένειας Αντετοκούνμπο, σε παραγωγή της Disney. Είχα έναν πολύ μικρό ρόλο, μια καλή σκηνή ουσιαστικά, αλλά ήταν φοβερή εμπειρία. Για μένα, το πιο συγκινητικό ήταν ότι και πριν την πρώτη ανάγνωση που κάναμε πριν τα γυρίσματα με όλο το καστ αλλά και την ημέρα των γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης, ο Άκιν Ομοτόζο, μας μίλησε για τη συγκίνησή του για την ευκαιρία να μεταφέρει αυτή την ιστορία στη μεγάλη οθόνη, για το πόσο σημαντικό είναι να βλέπουμε ιστορίες μεταναστών που τα καταφέρνουν εντυπωσιακά, για τη βαρύτητα που φέρει μια ταινία για μια μαύρη οικογένεια που μπορεί να είναι σύμβολο για ανθρώπους όλων των φυλών. Μετά, μου είπαν τα παιδιά από το συνεργείο ότι κάθε μέρα ξεκινούσε το γύρισμα με έναν τέτοιο μικρό λόγο, σαν πρωινή προσευχή. Μπορεί κάποιος να πει πως αυτό είναι αμερικανιά, αλλά εγώ το βρίσκω εμπνευστικό· το να αντιμετωπίζει κανείς τη δουλειά του με τόση συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Με έκανε να νιώσω πως συμμετείχα σε κάτι σημαντικό».
Έργα, καλλιτέχνες με επίδραση στην καλλιτεχνική σας ταυτότητα;
«Δεν ξέρω αν έχω τόσο συμπαγή καλλιτεχνική ταυτότητα. Μου αρέσει το δίπολο του φαντασιακού και του δυστοπικού. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι πολύ πιθανό η μεγαλύτερη επιρροή να είναι η ελληνική μυθολογία. Τη διάβαζα πολύ φανατικά όταν ήμουν παιδί, ήξερα όχι μόνο όλους τους μύθους αλλά και τις διαφορετικές εκδοχές τους. Η ελληνική μυθολογία είναι ένα υπέροχο παραμύθι, αλλά περιέχει και φοβερά ζοφερές ιστορίες· μάλλον από κει προέρχεται η αγάπη μου για τον χώρο ανάμεσα στο ονειρικό και το εφιαλτικό».
Ένα βιβλίο που διαβάσατε τελευταία και σας άρεσε;
«To “Becoming” της Μισέλ Ομπάμα. Περιγράφει μια αφοσίωση στην αυτοβελτίωση μιας ολόκληρης οικογένειας, η οποία παρά τις πραγματικά δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει, δεν επιτρέπει στον εαυτό της ούτε αυτολύπηση, ούτε παραίτηση, ούτε μιζέρια. Πολύ κοινό με την ιστορία των Αντετοκούνμπο, αν το καλοσκεφτείς».
Ένας ρόλος που θα θέλατε να «συναντήσετε» στο μέλλον;
«Είμαι πολύ λίγο καιρό στον χώρο και ακόμη μαθαίνω. Οποιοσδήποτε μεγάλος ρόλος είναι δώρο, γιατί σου επιτρέπει να κάνεις τη μελέτη που ορίζει τη δουλειά μας. Κάποια στιγμή, πάντως, θα ήθελα πολύ να κάνω ταινία ή σειρά εποχής».
Συντελεστές:
Συγγραφέας : Σαμ Στάινερ
Μετάφραση: Λίνα Πάτσιου
Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Νταλιάνη
Σκηνικά: Ναταλία Λαμπροπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Άννα Δεληγιάννη
Κοστούμια: Κωνσταντίνα Δαούτη
Κινησιολογία: Χρυσάνθη Φύτιζα
Επιμέλεια Σκηνικού Λόγου: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Φωτογραφίες: Γιώργος Κασσαπίδης
Graphic Designer: Χριστίνα Μπιλιούρη
Κατασκευή Σκηνικού: Γίωργος Βουρνουσούζης
Παραγωγή: Rastonee Productions
Social media: Κορίνα Λαγουδάκη
Επικοινωνία – Δημόσιες σχέσεις: Γιώτα Δημητριάδη
Διανομή:
Μπερναντέτ: Λίνα Πάτσιου
Όλιβερ: Νίκος Κουκάς