Στην πρώτη προβολή της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας, την περίφημη «Άφιξη του τρένου» των αδελφών Λιμιέρ γυρισμένη το 1896, το κοινό έτρεξε έντρομο προς την έξοδο θεωρώντας πως το τρένο είναι αληθινό. Το φιλμ βέβαια ήταν ασπρόμαυρο, γεμάτο κόκκο, η ψευδαίσθηση όμως λειτουργούσε. Ως κάθε γνήσιος junkie όμως, ο καταναλωτής φιλμικών εικόνων απαίτησε μια ολοένα και εντονότερη κινηματογραφική εμπειρία, πρόθυμος να σκάσει κάτι παραπάνω. Έτσι, ήρθε ο ήχος, ενώ στη συνέχεια το φιλμ έγινε έγχρωμο, πανοραμικό (σινεμασκόπ), ενώ διάφορα κολπάκια των παραγωγών έκαναν την εμφάνιση τους, προσπαθώντας να φέρουν περισσότερο κόσμο στα πολυάριθμα – ακόμα – σινεμά.
Το αγαπημένο μου από δαύτα ήταν το Odorama, όπου μαζί με το εισιτήριο, ο θεατής έπαιρνε μαζί και μια κάρτα με αριθμούς. Όταν ο συγκεκριμένος αριθμός εμφανιζόταν στην οθόνη, ο θεατής έπρεπε να ξύσει την κάρτα στο επίμαχο σημείο και να… μυρίσει ότι υποτίθεται ότι οσφραίνονταν οι πρωταγωνιστές. Ο Τζον Γουότερς χρησιμοποίησε την τεχνική στο «Polyester» (1981), μόνο που οι μυρωδιές που περίμεναν το ταλαίπωρο κοινό ήταν οι χειρότερες: κενώσεις, ρεψίματα, βρώμικες κάλτσες κ.ο.κ. Ήταν κι αυτό μια κάποιου είδους ανατροπή.
Από την δεκαετία του ‘50 βέβαια οι θαμώνες των σκοτεινών αιθουσών φορούσαν τα ειδικά 3D γυαλιά που προσέδιδαν στην εκάστοτε τρισδιάστατη ταινία ένα βάθος πεδίου που πλησίαζε, είτε πολύ, είτε ελάχιστα, αυτό της πραγματικότητας. Και αναλόγως του φιλμ, διάφορα αντικείμενα πεταγόντουσαν από την οθόνη. Ψαλίδια στο «Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως» (1954), σπλάχνα στο «Σάρκα για τον Φράνκενστάιν» (1973), μέχρι το «προσόν» του Τζον Χολμς στο πορνό «Hard Skin» (1977). Το δε 3D επανήλθε ως μόδα κάπου στις αρχές των 80s και χάθηκε μετά από μία σειρά μετριότατων ταινιών τρόμου.
Η ψηφιακή επανάσταση όμως (της οποίας πρωτοστάτησε ο Κάμερον με τον δεύτερο «Terminator» το 1991) ήρθε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο φθαρμένο αυτό «θέλγητρο». Κι έτσι, είδαμε ταινίες σαν το «Beowulf» και το «The Final Destination», που προσέφεραν ως κυριότερο προσόν τους την σιγουριά της ψευδαίσθησης. Το «εφέ» λειτουργούσε κάπως καλύτερα, κάποιες συμβάσεις όμως ήταν απαραίτητες: Οι ταινίες, για παράδειγμα, έδειχναν ακόμα πολύ σκοτεινές, προς αποφυγή μιας ενοχλητικής «θολούρας» – η τεχνική εξακολουθούσε να έχει προβλήματα. Επίσης ήταν απαραίτητες κάποιες περιστροφικές κινήσεις της κάμερας για να κάνει «κρα» το εφέ, και για τον ίδιο λόγο, η θέση λήψεως, πότε χαμηλή, πότε στα ουράνια μα ποτέ «στη θέση της», τοποθετούσε σε δεύτερη προτεραιότητα το όλο δράμα.
Μέχρι που ήρθε το «Avatar»: Λουσμένο στο φως, τρισδιάστατο όχι επειδή «πρέπει» αλλά επειδή «έτσι είναι» (ελπίζω να γίνομαι κατανοητός), έκανε τους πάντες να πεταχτούν μέχρι την πλησιέστερη κινηματογραφική αίθουσα για να απολαύσουν το θαύμα – ακόμα και τον «καναπεδάκια» που προτιμά να κλειδώνεται στο πολυαγαπημένο του home theater. Ο λόγος απλούστατος: αυτού του είδους η τρισδιάστατη εμπειρία δεν μπορεί να αναπαραχθεί πουθενά αλλού παρά μόνο σε ειδικά διαμορφωμένες κινηματογραφικές αίθουσες. Επίσης είναι απόρθητη στις διαθέσεις των εκάστοτε «πειρατών». Καμιά κρυμμένη βιντεοκάμερα, όσο καλή κι αν είναι, δεν θα μπορέσει να καταγράψει το «θαύμα» που μόνο τα μάτια σας μπορούν να δουν. Βλέπετε, δεν έχω μιλήσει ακόμη για την υπόθεση, και οι θεϊκοί όροι δίνουν και παίρνουν.
Ας κάνουμε ένα repeat στο μύθο της πρώτης ταινίας, άλλωστε έχει περάσει καιρός από το 2009: Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον λοιπόν, ο πλανήτης Πανδώρα σκυλεύεται από ανελέητους γήινους καπιταλιστές. Ο λόγος, ένα ορυκτό που αξίζει 20 εκατομμύρια δολάρια το κιλό. Μόνο που ο πλανήτης κατοικείται. Και οι κάτοικοι του δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν στους γήινους την επικείμενη καταστροφή της χλωρίδας και πανίδας τους. Γιατί η Φύση της Πανδώρας κουβαλά θεϊκή υπόσταση, σοφία, ακόμη και αναμνήσεις ενός λαού, ενός ολάκερου πολιτισμού. Για να διευκολύνουν όμως τη δουλειά τους, οι δαιμόνιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν ένα σύστημα που μεταφέρει τη συνείδηση ενός ατόμου σε ένα υβρίδιο ανθρώπων και ιθαγενών ανθρωποειδών του πλανήτη Πανδώρα, των λεγόμενων Na’vi, γνωστό ως “avatar”. Και ένας πεζοναύτης αναλαμβάνει να παρεισφρήσει στους Na’vi, με την ελπίδα να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους – ή τουλάχιστον τη συναίνεσή τους – στην εξόρυξη του ορυκτού. Φυσικά, θα «αλλαξοπιστήσει», και θα ταχθεί στο πλευρό των αδικημένων. Μοιάζει με sci-fi remake του «Χορεύοντας με τους λύκους», με τους Na’vi να αντικαθιστούν τους Ινδιάνους. Και, στο νο. 2, ο Κάμερον φιλμογραφεί μια σκηνή καταδίωξης σε στιλ παραδοσιακού γουέστερν – ακόμα και η χρήση της μουσικής παραπέμπει στη «χρυσή» δεκαετία του ’40 όπου και άνθισε πραγματικά το είδος.
Να σας πω την αλήθεια, αυτό το sequel μου άρεσε πολύ περισσότερο από το πρώτο μέρος. Προετοιμάζοντας αυτό το κείμενο έψαξα να διαβάσω την κριτική που είχα γράψει γι’ αυτό το 2009. Αντιγράφω: «Οι σημάνσεις, όσο προφανείς γίνεται. Δεν διαφέρουν καθόλου από αυτές του Τιτανικού αν το καλοσκεφτείς, μόνο που στον Τιτανικό υπήρχε το βάρος μιας αληθινής τραγωδίας. Και όλα αυτά σε μια εντελώς humor-less ταινία. Δεν υπάρχει ούτε στιγμή χαλάρωσης, μόνο μια σοβαρότητα που κρέμεται πάνω από τη δραματουργία. Το φιλμ αυτό όμως δεν δικαιούται να έχει έναν τόσο νεκρικά σοβαρό τόνο, όσο εντυπωσιακό, όλο καλοφτιαγμένο κι αν είναι. Γιατί πίσω από τη δράση και την καλλιέπεια, ο Κάμερον ρητορεύει άτσαλά, απλοϊκά και με μια αλαζονική επίφαση σπουδαιότητας». Ίσως και να ίσχυαν όλα αυτά, αλλά μάλλον δεν αφορούσαν και τόσο τον κόσμο που πήγε να δει το φιλμ. Τι άλλαξε όμως; Γιατί το sequel μου άρεσε τόσο πολύ; Δεν πρόκειται δα και για τόσο διαφορετικές ταινίες.
Αυτό που άλλαξε από το 2009 μέχρι σήμερα, είναι το ίδιο το σινεμά. Βλέποντας το «The way of water» συνειδητοποίησα πόσο ανάγκη είχα να βυθιστώ σε ένα ανεξερεύνητο σύμπαν. Πόσο είχα «γκώσει» με τους υπερήρωες, τους κατατρεγμένους και όλα τα τυπικά κινηματογραφικά στερεότυπα της τελευταίας δεκαετίας που κατάπιαν κάθε πτυχή δραματουργίας, πόσο ευτελές κατάντησε πλέον το μέσο – και πως θα μπορούσε να μην είχε καταλήξει έτσι, όταν γυρίζονται 100 ταινίες το μήνα για να χορτάσουν οι πλατφόρμες. Θα μου πείτε, τι πρόβλημα υπάρχει με αυτό, κακό είναι να γυρίζονται ακόμα περισσότερες ταινίες από πριν; Το πρόβλημα έγκειται στο ότι αυτός ο ορυμαγδός ταινιών γυρίζεται γρήγορα και πρέπει να καταναλωθεί εξίσου γρήγορα, για να πάμε στην επόμενη. Ως εκ τούτου, οι ταινίες «απαγορεύεται» πλέον να είναι αμφίσημες, να ξεδιπλώνονται σε γκρίζες περιοχές: Οι καλοί είναι σχεδόν «άγιοι», οι κακοί «τέρατα» και μόνο, η αφήγηση αυστηρά γραμμική, τα νοήματα ευθυτενή και «νιανιά», σαν βρεφική τροφή. Δεν υπάρχουν πλέον περισσότερα να αντιληφθεί κανείς σε ένα φιλμ από αυτά που σου προσφέρει στην πρώτη του θέαση. Και ναι, κακό είναι αυτό!
Σε επίπεδο ειδικών εφέ, το 3D μοιάζει να είναι η μόνη επιλογή για να απολαύσετε αυτή την ταινία στον μέγιστο βαθμό. Ποιος ξέρει, ίσως αν την είχα δει κι εγώ σε δυο διαστάσεις να είχα περισσότερα προβλήματα με τον ρυθμό της (τα 192 λεπτά πέρασαν σαν… 150 για μένα, not bad), τα επαναλαμβανόμενα σεναριακά μοτίβα (που, ok, την ίδια κατηγορία θα μπορούσε κανείς να απευθύνει και στη «Νύφη του Φράνκεσταϊν» – γι’ αυτό τα λένε sequel άλλωστε) και την αφέλεια των σεναριακών σημάνσεων που τόσο έδειχναν να με ενοχλούν στην πρώτη ταινία της σειράς. Βγήκα όμως από την αίθουσα ενθουσιασμένος, και τώρα θέλω να ξαναδώ το φιλμ.
Αν και, για να πούμε την αλήθεια, η μεγαλύτερη απόλαυση που παίρνεις από το «The way of water» είναι αυτή που προκύπτει από το ξεπάστρεμα (ενίοτε και τον διαμελισμό) των κακών humans: Εδώ οφείλουμε να παραδεχτούμε την ιδιοφυία του Τζέιμς Κάμερον. Έχουμε όλοι μας τόσα απωθημένα πλέον με την ανθρωπότητα, που με εξαιρετικά μεγάλη άνεση τασόμεθα στο πλευρό των γαλάζιων Na’vi καθώς αποδεκατίζουν το είδος μας, ερεθίζοντας με τον πιο ψυχαγωγικό τρόπο τα μισανθρωπικά μας ένστικτα. Αυτή κι αν είναι μια μεγάλη αλήθεια.
Τώρα, πόσα χρόνια λέτε να περιμένουμε για το τρίτο μέρος;