Είναι το δεύτερο «Avatar» εντυπωσιακό; Η προφανής απάντηση κλείνει με ερωτηματικό: Πως θα μπορούσε να μην είναι; Άλλωστε, εδώ κρίνεται το μέλλον των αιθουσών, και των φιλόδοξων blockbuster, αυτών δηλαδή που δεν αποτελούν remake, ούτε ασχολούνται με μπέρτες, κολάν και υπερδυνάμεις. Να το θέσω διαφορετικά: Πήξαμε στα γνώριμα σύμπαντα.
Ο θεατής του σινεμά έχει ανάγκη να ταξιδέψει σε νέους, απάτητους κόσμους. Τους super heroes τους χόρτασε. Τα προβλήματα των αδικημένων, τα εμπέδωσε. Και ο ιδιοφυής Τζέιμς Κάμερον φτιάχνει με το «Avatar: Ο δρόμος του νερού», μια ταινία που είναι και υπερηρωική, και καταγγελτική, και παραμυθένια, καθώς οι ήρωες του αφήνουν τα δάση για να ζήσουν, πλέον, δίπλα στα πλάσματα (και στις φυλές) του νερού, δίνοντας την ευκαιρία στο δημιουργό της να ανασυνθέσει από την αρχή έναν νέο παράδεισο. Είναι επίσης σχεδιασμένη μέχρι και την τελευταία της λεπτομέρεια, έστω κι αν διαρκεί (κρατηθείτε) τρεις ώρες και δώδεκα λεπτά. Και ναι, είναι μια εμπειρία που μόνο μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα μπορεί να ολοκληρωθεί.
Από την άλλη άκρη του κινηματογραφικού φάσματος έρχεται το «Ραμπιγιέ Κουρνάζ εναντίον Τζορτζ Μπους», και με βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Βερολίνου (κάπως αδικαιολόγητο), όπου μια Τουρκάλα νοικοκυρά που ζει στη Βρέμη αγωνίζεται για την απελευθέρωση του γιου της από τις φυλακές του Γκουαντάναμο. Η στρουμπουλή ηρωίδα θα φτάσει μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουάσινγκτον, έχοντας στο πλευρό της έναν δικηγόρο ανθρωπίνων δικαιωμάτων που της συμπαραστέκεται ενώ οι δυο τους, φτιάχνουν ένα χαριτωμένο δίδυμο (οξύθυμη και φωνακλού η πρώτη, μετρημένος και μειλίχιος ο τελευταίος). Το δε φιλμ διαγράφει μια ευθυτενή πορεία, παρακολουθώντας από κοντά το επώδυνο ταξίδι της Ραμπιγιέ, δίχως όμως να χάνει την αισιόδοξη ματιά του.
Πιο ριζοσπαστικός ο Μπερτράν Μπονελό (που σπάνια μας έχει απογοητεύσει): Με το «Zombi Child» παραδίδει ένα περίτεχνο φιλμ όπου ο μύθος των ζόμπι της Καραϊβικής – έτη φωτός μακριά από τα σαρκοβόρα πλάσματα του Ρομέρο – συναντά την άνοδο του φιλελευθερισμού στην Ευρώπη, πηγαίνοντας πότε στην Ταϊτή του 1962 και πότε στη Γαλλία του σήμερα. Από τις ταινίες που σχεδόν σε προκαλούν να τις καταβροχθίσεις μέχρι το τέλος, αλλά οι φίλοι του Φανταστικού δεν θα απογοητευτούν: Το τελευταίο ημίωρο είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα τρόμου, που λειτουργεί παρά τους υπερτονισμένους συμβολισμούς του.
Στους «Νυχτερινούς επισκέπτες», η Σαρλότ Γκένσμπουργκ ενσαρκώνει μια τηλεφωνήτρια ραδιοφωνικής εκπομπής, στο Παρίσι των 80s. Μιτεράν, μελωδική pop, ανύπαρκτη ψηφιακή τεχνολογία, οικογένειες που αναζητούν μια συνοχή, και ένα τρυφερό, εξαίσια φωτογραφημένο όσο και νοσταλγικό πορτραίτο μιας εποχής που ο σκηνοθέτης Μικαέλ Ερς αναπαριστά με μεγάλη ακρίβεια.
Τέλος, στον «Χειροπαλαιστή», ο σκηνοθέτης των «Μαγνητικών πεδίων» Γιώργος Γούσης, κινηματογραφεί τον αδελφό του Παναγιώτη όπου, με αφορμή έναν επικείμενο αγώνα στην Αθήνα, στήνει ένα πορτρέτο του νέου άνδρα που ταλαντεύεται καθημερινά μεταξύ των ονείρων του και της ζωής στην ελληνική επαρχία.