Με το που φτάνει το λεωφορείο των επισκεπτών στον Πύργο ακούω μια κυρία από το διπλανό περίπτερο: «Αχ επιτέλους ξεκίνησε το Φεστιβάλ!». Ο Δημήτρης Σπύρου έχει καταφέρει έναν μεγάλο άθλο τα τελευταία 25 χρόνια στην πόλη του Πύργου: Ίδρυσε, στήριξε, και θωράκισε μια Φεστιβαλική διοργάνωση που απευθύνεται στα παιδιά και αγκαλιάστηκε τόσο από κάθε Αρχή, όσο και από τους κατοίκους. Η δε κινηματογραφική αίθουσα του Απόλλωνα είναι γεμάτη κάθε βράδυ με παιδιά που χειροκροτούν ρυθμικά, συμμετέχουν, παρατηρούν και, κυρίως, μαθαίνουν να βλέπουν σινεμά. Εκπαιδεύονται, με άλλα λόγια.
Εκπαιδευόμαστε κι εμείς όμως. Γιατί πόσοι από εσάς γνωρίζατε την περίπτωση της Μαρίκας Μπότση που, τη δεκαετία του 1930, ως πρώτη γυναίκα Δήμαρχος στη χώρα, έδρασε καταλυτικά για τη δημιουργία ενός φεμινιστικού πυρήνα στην Αμαλιάδα, εισάγοντας μάλιστα ταινίες από το εξωτερικό επειδή «το σινεμά διαμορφώνει θετικά τους νέους», ενίοτε συνεργαζόμενη με τον Νίκο Μπελογιάννη; Όλα αυτά ακούστηκαν χθες, στην Αμαλιάδα, λίγο πριν την προβολή της ιστορικής Ουγγρικής ταινίας «Κάποτε στην Ευρώπη», παραγωγής 1947, που πρωτοπροβλήθηκε σε αυτή την πόλη χάρη στην Μαρίκα Μπότση, δίχως ποτέ να διανεμηθεί και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μιλάμε για ένα από τα πρώτα κορυφαία αριστουργήματα της χώρας, ένα αντιπολεμικό διαμάντι που πατά γερά στα χνάρια του νεορεαλισμού για να αφηγηθεί την περιπέτεια μιας ομάδας χαμινιών που βρίσκει καταφύγιο σε έναν παρατημένο πύργο, εκεί όπου κρύβεται επίσης ένας μεσήλικας μουσικός που τους παίρνει υπό την προστασία του.
Στον Απόλλωνα πάλι, προβλήθηκε χθες η Ινδική ταινία «Η τελευταία προβολή», όπου ένα 9χρονο αγόρι που ζει με την οικογένειά του σε ένα απομακρυσμένο χωριό, ανακαλύπτει τον κινηματογράφο και μαγεύεται. Κόντρα στις επιθυμίες του πατέρα του, καταβροχθίζει όσο περισσότερο σινεμά μπορεί, και συνδέεται φιλικά με τον μηχανικό προβολής, ο οποίος τον αφήνει να βλέπει τις ταινίες δωρεάν, με αντάλλαγμα το κολατσιό του. Σας θυμίζει το «Σινεμά ο Παράδεισος», αλλά η ταινία του Παν Νάλιν δεν πατάει καθόλου στη ρετρό νοσταλγία. Είναι αντιθέτως μια ταινία φρέσκια, ολοζώντανη, γεμάτη νεανική ορμή. Ειλικρινά πιστεύω πως θα μπορούσε να κόψει εισιτήρια και στο ευρύ κύκλωμα διανομής.
Από τις Κάννες επίσης μας ήρθε το «Η τραβιάτα, τα αδέλφια μου, κι εγώ», όπου ο μικρότερος γιος μιας φτωχής οικογένειας που ζει στις εργατικές κατοικίες, φροντίζοντας σε βάρδιες την άρρωστη μητέρα τους, ανακαλύπτει πως αγαπά τη μουσική. Μια δασκάλα φωνητικής εντυπωσιάζεται από τις ικανότητες του και τον δέχεται στην τάξη της. Η ζωή όμως «τρέχει» σε διαφορετικούς ρυθμούς για αυτά τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού, η ταινία του Γιόχαν Μάνκα όμως δεν «κάθεται» ποτέ βαριά, παρά το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται. Ο σκηνοθέτης δε ξεχνά πως όλη αυτή η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, διατηρώντας μια πηγαία και ειλικρινή ελαφράδα από την αρχή μέχρι το τέλος – ο ορισμός του εφηβικού σινεμά. Σημειώστε εδώ πως ο Μάνκα γύρισε την ταινία του σε φιλμ, κάτι που περιορίζει κατά πολύ τον χρόνο γυρίσματος (δεν μπορείς δηλαδή να φιλμάρεις τις άπειρες ώρες και να διαλέξεις το καλύτερο υλικό). Που σημαίνει πως δεν ενδείκνυται όταν κινηματογραφείς παιδιά. Κι όμως, το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό.
Είναι ένα ευτύχημα αυτό που συμβαίνει εδώ. Πέραν απ’ αυτό, είναι και η μόνη κινηματογραφική διοργάνωση για παιδιά που έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.