Ο «Λευκός θόρυβος» του Νόα Μπάουμπαχ βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Ντον ΝτεΛίλο και είναι, με διαφορά, η πιο φιλόδοξη ταινία του μέχρι σήμερα, και ως μεταφορά, αλλά και ως παραγωγή, καθώς το κόστος της ανέρχεται στα 80 εκατομμύρια δολάρια. Και φυσικά δεν αποτελεί παραγωγή κάποιου μεγάλου κινηματογραφικού στούντιο, αλλά του Netflix: Ποιος άλλος θα έβαζε τόσα λεφτά για κάτι τόσο φιλόδοξο; Πικρές αλήθειες αυτές, αλλά καλό είναι να γράφονται, για να θυμόμαστε πως το πρόβλημα των άδειων αιθουσών είναι περίπλοκο. Και δυστυχώς, το πρόβλημα εδώ ξεκινά από την ίδια την ταινία: Μπορείς άνετα να τη φανταστείς και σε μια τηλεοπτική οθόνη. Και με αυτό δεν εννοώ πως της λείπει η εντυπωσιακή φωτογραφία ή ο κινηματογραφικός ρυθμός, μια χαρά τα διαθέτει και τα δύο. Αλλά πως, εντέλει, λίγα επουσιώδη έχουν απομείνει κάτω από αυτή την ανώδυνη σάτιρα – τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, έχουν χαθεί. Πόσο κρίμα όταν η ταινία σου προκύπτει απ’ αυτό το βιβλίο – ένα από τα πιο διεισδυτικά (και πιο σαγηνευτικά, στον μεταμοντερνισμό τους) αμερικάνικα μυθιστορήματα της νεότερης λογοτεχνίας, γραμμένο με ένα ύφος που παραμένει «φρέσκο», σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία.
Όλα ξεκινούν από την οικογένεια του Τζακ, καθηγητή σε ένα μικρό σχολείο της Αμερικής περιφέρειας, ειδικευμένο στις Χιτλερικές σπουδές. Πέμπτη φορά παντρεμένος (και ευτυχισμένος, στο νέο γάμο του) με ένα σπίτι γεμάτο παιδιά, συχνά πιο «ξύπνια» από τους γονείς τους, έρχεται αντιμέτωπος με το φόβο του θανάτου όταν ένα πελώριο τοξικό σύννεφο σκεπάζει την πόλη. Γύρω από το νέφος απλώνεται και το εύρος της μεγάλης παραγωγής, καθώς απεικονίζεται αρκούντως θεαματικά. Παράλληλα, ο Μπάουμπαχ ξεδιπλώνει μια γουντι-αλλεν-ικής ιδιοσυστασίας σάτιρα πάνω στον μικροαστισμό, την καταναλωτική τρέλα αλλά και το θάνατο. Κάθε χαρακτήρας και μια ψηφίδα σε ένα σαρκαστικό μωσαϊκό, το οποίο και αποκρυσταλλώνεται κάθε φορά που μπαίνουμε σ’ ένα σούπερ μάρκετ: Είναι και οι μοναδικές στιγμές που η παιγνιώδης αφήγηση του ΝτεΛίλο «μεταφράζεται» εμπνευσμένα και στη μεγάλη οθόνη, με τις αιθέριες κινήσεις της Steadicam, και την άτυπη «χορογραφία» των, σχεδόν υπνωτισμένων πελατών. Ομολογουμένως, ο Μπάουμπαχ κρατά τους πνευματώδεις διαλόγους, η απόφαση του όμως να «συμμαζέψει» φιλμικά το πρωτότυπο υλικό, το αποφορτίζει από την διαβρωτική, σατιρική του δύναμη. Εκεί βλέπεις πως παίζει εκ του ασφαλούς: Όλα τα «κομμένα» ευρήματα από το βιβλίο θα απαιτούσαν μια κινηματογραφική υπέρβαση που ο Μπάουμπαχ, ξεκάθαρα, δεν είναι πρόθυμος να κάνει.
Στο «R.M.N.» του Κριστιάν Μουνγκιού, ένας Ρουμάνος μετανάστης αφήνει τη δουλειά του στη Γερμανία (εργάζεται σε ένα σφαγείο που μοιάζει με φυλακή τόσο για τα ζώα όσο και για τον ίδιο) και φτάνει στην Τρανσιλβανία για να βρει την οικογένεια του, μια πρώην ερωμένη, αλλά και έναν τόπο ρημαγμένο από την ξενοφοβία. Ο επαναπατρισμός εδώ έχει τις συνέπειες του. Οι δε ξένοι εργάτες που φτάνουν στην περιοχή (τρεις όλοι κι όλοι – κι αυτοί επειδή υπάρχουν ευρωπαϊκά κονδύλια προς εκμετάλλευση, άλλωστε κανείς ντόπιος δεν αναλαμβάνει τις δουλειές τους) θα αποτελέσουν την αφορμή για ένα ξέσπασμα βίας, μέσα από το οποίο η κοινωνία του τόπου μοιάζει να αποκτά επιτέλους συνοχή – όπως ακριβώς συμβαίνει και στον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού. Η δε ταινία του βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτη, φέρει όλες τις αρετές του Ρουμάνικου σινεμά: Μεγάλα μονοπλάνα εντός των οποίων πολλές φορές αλλάζουν τα πάντα χωρίς να συμβαίνει τίποτα, οξυδερκείς και παιδεμένες παρατηρήσεις, αλλά και μια υποβόσκουσα αγωνία που κορυφώνεται στο τελευταίο μέρος: Όπως ακριβώς συνέβαινε και στο «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες, δυο μέρες», έτσι και εδώ, ο Μουνγκιού αποδεικνύει πως είναι ένας μεγάλος μάστορας του σασπένς – μόνο που σε αντίθεση με αυτούς, δεν κρατάει το «τέρας» για το τέλος. Εδώ το τέρας είναι πανταχού παρών. Αυτό έδιωξε τον ήρωα από τη Γερμανία, αυτό υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει και εδώ. Και ο Μουνγκιού, ένας από τους πιο ευφυείς σκηνοθέτες της εποχής μας, ξέρει πως οι ρίζες του κακού φτάνουν βαθιά.
«Η ιστορία της γυναίκας μου» φέρει την υπογραφή της Ίλντικο Ενιέντι, της Ουγγαρέζας σκηνοθέτιδας του «Ψυχή και σώμα» και είναι μια φιλόδοξη σε μέγεθος παραγωγή που μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα μυθιστόρημα του Μιλάν Φιστ. Όλα ξεκινούν αναπάντεχα: Κάπου, σε ένα παρισινό καφέ των αρχών του 20ού αιώνα, ένας ναύτης βάζει ένα παράξενο στοίχημα: Να παντρευτεί την πρώτη γυναίκα που θα δει να μπαίνει μέσα. Ε, και μπαίνει η Λία Σεϊντού. Είναι να μην πηγαίνεις γυρεύοντας: Την αρχική ευθυμία του γάμου διαδέχεται η αρρωστημένη ζήλια, όταν ο ναύτης μας δείχνει βέβαιος πως η σύζυγος τον απατά με έναν συγγραφέα που, ξεκάθαρα, την γλυκοκοιτάζει. Είπα «ξεκάθαρα» όμως, και είναι η λάθος λέξη: Η Ενιέντι εδώ επιχειρεί κάτι πιο έντεχνο. Προσπαθεί δηλαδή να αναπαραστήσει την ματιά του ήρωα της, ένα «αντρικό», όπως λέει και η ίδια, βλέμμα, που φυσικά και δεν μπορεί να αντιληφθεί την πραγματικότητα, παρά μόνο μέσα από τις εμμονές του. Γι αυτό και οι κριτικές περί «μονόπλευρης» παρουσίασης μοιάζουν να έχουν χάσει το νόημα: Αυτό δηλώνει εξ’ αρχής πως είναι η ταινία, και αυτό προσπαθεί να μεταγράψει σε γλώσσα κινηματογραφική. Πέραν τούτου, η ανασύσταση εποχής είναι φιλική στο μάτι, και η Ενιέντι έχει αποδείξει προ πολλού πως ξέρει πολύ σινεμά. Όμως η τρίωρη διάρκεια εξαντλεί ένα momentum που φτάνει ασθμαίνοντας.
Πιο ολοκληρωμένο στις προθέσεις του, το συγκινητικό γαλλικό δράμα «Πιο πολύ από ποτέ»: Εδώ, μια γυναίκα ανακαλύπτει πως πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια και αποφασίζει να αφήσει τον σύζυγο της (ο γάμος των οποίων παρέμενε ευτυχής για χρόνια) για να πεθάνει στη Νορβηγία, όπου και ανακαλύπτει τη ζωή που της απέμεινε από το μηδέν. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από το «Love story» του Άρθουρ Χίλερ και έχουμε ξεχάσει πως υπάρχουν και ρομάντζα με στενάχωρο τέλος. Η ταινία της μοιάζει να πηγαίνει πίσω σε αυτή την παράδοση, την οποία και ενδυναμώνει, τοποθετώντας στο επίκεντρο ένα ζήτημα ακόμα πιο βαθύ από την ταινία του Χίλερ: Η ηρωίδα έχει την επιλογή να δεχτεί μια μεταμόσχευση πνευμόνων που όμως έχει μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Και η κάμερα στέκεται απέναντι της, αφήνοντας μας να αφουγκραστούμε την αγωνία της. Εκστατικά φωτογραφημένη σε σινεμασκόπ, απολύτως τίμια απέναντι στα διλλήματα της ηρωίδας της, η ταινία είναι συνάμα και μια δυνατή ερωτική ιστορία που κρύβει, δυστυχώς, μια ακόμη πιο τραγική διάσταση: Το κινηματογραφικό ζεύγος Βίκι Κριπς και Γκασπάρ Ουλιέλ ήταν ζευγάρι και στη ζωή. Η ταινία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του τελευταίου, που έχασε τη ζωή του σε ένα τραγικό ατύχημα στο σκι μετά τα γυρίσματα.
Από τη Γαλλία έρχονται «Οι πέντε διάβολοι», ένας αναπάντεχος (και όχι πάντα πετυχημένος) συνδυασμός κοινωνικού δράματος και Φανταστικού: Ένα κορίτσι που διαθέτει υπεράνθρωπη όσφρηση, ανακαλύπτει το παρελθόν της μητέρας της μέσα από τη μυρωδιά της – ένα παρελθόν που περιλαμβάνει απαγορευμένους έρωτες αλλά και φονικά πάθη. H Λία Μίσιους που σκηνοθετεί, επιδεικνύει κοφτερή κινηματογραφική ματιά, γυρίζοντας σε σινεμασκόπ (και μάλιστα σε φιλμ) ένα δράμα που αναπαράγει έξοχα τους ρυθμούς της επαρχιακής ζωής. Τα πρώτα πλάνα μιας πυρκαγιάς βέβαια μας έχουν προετοιμάσει για μια πιο σκοτεινή ταινία, όμως η σκηνοθέτιδα αποτυπώνει αποτελεσματικά ανάσες πραγματικής ζωής. Ο ρεαλισμός του σύμπαντος που στήνει, είναι μελετημένος και καλοζυγισμένος – και αυτό θα ήταν ήδη ένας άθλος από μόνος του. Από τη στιγμή όμως που εισχωρεί στην πλοκή το στοιχείο του Φανταστικού, το σύμπαν αυτό μοιάζει να καταρρέει. Η Αντέλ Εξαρχόπουλος είναι πειστική στον δύσκολο ρόλο της – ακόμα καλύτερη η Δάφνη Πατακιά. Όμως εδώ υπάρχει ένα βαθύτερο πρόβλημα, μια δραματουργική πλεονεξία που θέλει να χωρέσει σε μια ταινία το Φανταστικό της αμφιβολίας, το διαφυλετικό gay ρομάντζο, την ταινία ενηλικίωσης, την αντιρατσιστική καταγγελία, και το οικογενειακό δράμα. Ε κάπου ώπα.
Στην παγωμένη καλλιέπεια της ταινίας του Χρήστου Πασσαλή «Ησυχία 6 – 9» κρύβεται και η καρδιά της, με τους ήρωες της να ερωτεύονται σε μια μελλοντική κοινωνία όπου οι κεραίες εκπέμπουν παράξενους ήχους και τις φωνές των Εξαφανισμένων, κατοίκων που έχουν ανεξήγητα χαθεί. Εκεί, ο Άρης συναντά τυχαία την Άννα (ο Χρήστος Πασσαλής και η Αγγελική Παπούλια, στο τρίτο τους φιλμικό σμίξιμο μετά «Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών» και τον «Κυνόδοντα»). Είναι μόνοι, χαμένοι, σαν παιδιά. Κάνουν παρέα. Αγαπιούνται. Και μετά, εκείνη εξαφανίζεται. Ανάμεσα στον «Κυνόδοντα» και τη σειρά «The leftovers», ένα φιλμ εσωστρεφές όσο και ευαίσθητο (πιο κοντά στις «Άλπεις» απ’ αυτή την άποψη), που ναι, αντλεί έμπνευση από το ρεύμα του λεγόμενου Greek Weird Cinema, μόνο που ο Πασσαλής πάει ένα βήμα παραπέρα από την μηχανιστική αναπαραγωγή όλων των γνωστών κλισέ του. Υπάρχει κάτι βαθιά μελαγχολικό, μια συνάντηση του Καφκικού σύμπαντος με το cyberpunk που αποδεικνύει πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ματιά προσωπική – κι ας είναι γνώριμα τα εργαλεία της.
Μια οικογένεια (μαμά / κόρη / παππούς) ζει στα δάση του Βόρειου Κοσόβου. Μόνοι, απομονωμένοι, ζουν υπό το φόβο μιας αόρατης απειλής που κρύβεται «Στο σκοτάδι», όπως είναι ο τίτλος αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας ταινίας του Ντούσαν Μίλιτς. Τη μέρα, ο βίος δεν διαφέρει: Το κορίτσι πάει σχολείο με ένα τεθωρακισμένο άρμα των κυανόκρανων. Η ένταση κορυφώνεται μέρα με τη μέρα. Ο κόσμος παροτρύνεται από τους στρατιώτες του ΝΑΤΟ να εγκαταλείψει την περιοχή. Όλοι φεύγουν, εκτός από την οικογένεια που μας απασχολεί, σε άλλη μια ταινία που προσπαθεί να «μπερδέψει» δυο διαφορετικά μεταξύ τους είδη, το πολιτικό σινεμά καταγγελίας, με το θρίλερ τρόμου. Ομολογουμένως, είναι δυο είδη που έχουν πολλές κοινές δυναμικές. Και ο Μίλιτς, σκηνοθετεί επιδέξια, και συχνά με Καρπεντερ-ική έμπνευση, ένα αγωνιώδες θρίλερ που αγγίζει στιγμές υπαρξιακής τραγωδίας. Μια, κυριολεκτικά, τρομακτική ταινία.
Ομολογουμένως βέβαια, ο Άγιος Βασίλης που πετσοκόβει – στην κυριολεξία – τους κακούς κλέφτες στο «Άγρια Νύχτα» (ο Ντέιβιντ Χάρμπορ του «Stranger Things») έχει περισσότερη πλάκα, αν ψάχνετε κάτι τέτοιο. Όχι πως και εδώ δεν υπάρχει υφολογικό ζήτημα: Η ταινία διακηρύττει πως στέκεται απέναντι στον «κυνισμό» όσων μισούν τα Χριστούγεννα, την ίδια στιγμή που, εντελώς κυνικά, εκστασιάζεται όποτε ο Άι Βασίλης της βρίσκεται σε φονικό ντελίριο. Για να το πούμε πιο καθαρά, θυμόσαστε το «Scrooged» που γύρισε ο Ρίτσαρντ Ντόνερ με τον Μπιλ Μάρεϊ; Στα πρώτα λεπτά της ταινίας, ο Μάρεϊ παρουσιάζει στο Δ.Σ. του τηλεοπτικού καναλιού του ένα trailer για μια αιματοβαμμένη, και εντελώς κυνική περιπέτεια με ήρωα τον Άι Βασίλη. Ε, σήμερα κάποιος πέταξε την ίδια ιδέα σε έναν παραγωγό, και αυτός έβαλε 20 εκατομμύρια δολάρια και το έκανε ταινία. Αλλά ψέματα δε θα πω, γέλασα αρκετά.
Τέλος, έχουμε και έναν Μπέργκμαν – και μάλιστα, μια από τις καλύτερες δουλειές του: Στην «Πηγή των παρθένων» που ο σκηνοθέτης γύρισε το 1960, μας αφηγείται την ιστορία δυο θεοσεβούμενων γονιών στη Σουηδία του 14ου αιώνα που παίρνουν φρικαλέα εκδίκηση από τους φονιάδες της κόρης τους. O άνθρωπος αντιμέτωπος με την ανυπαρξία του Θεού – η καλύτερα με έναν Θεό που παρακολουθεί δίχως να πονά το δημιούργημα του. Άλλωστε βρισκόμαστε στον 14ο αιώνα: Ο παγανισμός φθίνει, ο νέος Θεός κυριαρχεί. Τι αλλάζει όμως στον άνθρωπο; Παρεμπιπτόντως, το διαβόητο φιλμ «Βιασμός στο τελευταίο σπίτι αριστερά» του Γουές Κρέιβεν, παραγωγής 1974, αποτελεί ρημέικ αυτού του αριστουργήματος.