Η απογοητευτική εμπορική πορεία του φιλμ της Μαρίας Σράντερ είναι στα χείλη όλων όσων ασχολούνται με το σινεμά αυτές τις μέρες – πολύ περισσότερο από την ταινία την ίδια. «Δυο χρόνια πριν θα έκοβε εισιτήρια», λένε αρκετοί, το πρόβλημα όμως είναι πως δυο χρόνια θα βλέπαμε μια άλλη, ενδεχομένως καλύτερη ταινία.
Οι άρρωστοι κινηματογραφόφιλοι, αυτοί δηλαδή που αγοράζουν συχνά βιβλία για το σινεμά, ενδεχομένως και να είχαν πέσει πάνω στο «Down and Dirty Pictures» του Πίτερ Μπίσκιντ. Ήταν ένα πυκνογραμμένο χρονικό της ανοδικής πορείας της Miramax, και κυρίως του συν-ιδρυτή της, Χάρβεϊ Γουάινστιν, από τα πρώτα του μεγάλα indie σουξέ στα 90s μέχρι την επικύρωση της Χολιγουντιανής πρωτοκαθεδρίας του. Από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, το 2004, μέχρι το 2017, έτος δημοσίευσης του άρθρου στους New York Times που τον οδήγησε στη φυλακή, πολλά αποσιωπήθηκαν και άλλα πολλά διέρρευσαν – λίγοι πάντως έπεσαν από τα σύννεφά όταν «έσκασαν» οι πρώτες κατηγορίες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Γουάινστιν ήταν ένα συμπαθές κάθαρμα για κάποιους ή ένα σκέτο κάθαρμα για τους υπόλοιπους. Με θυμάμαι να διαβάζω σοκαρισμένος το βιβλίο: Ο τύπος είναι επικίνδυνος σκεφτόμουν, ποιος θα τον κλείσει μέσα;
Δεκατρία χρόνια μετά από το βιβλίο, και πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, τώρα έχουμε μια ταινία. Το «Κάποια μίλησε» της Μαρία Σράντερ πιάνει το κομμάτι της δημοσιογραφικής έρευνας αυτού του άρθρου, ακολουθώντας πιστά το μοντέλο που έστησε ο Άλαν Τζ. Πάκουλα στο «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου»: H Κάρι Μάλιγκαν και η Ζόι Καζάν (έξοχες – και με ωραία χημεία) ενσαρκώνουν τις ρεπόρτερ Μέγκαν Τόουι και Τζόντι Κάντορ που, αναλαμβάνοντας να ερευνήσουν φήμες σεξουαλικών επιθέσεων με θύτη τον παντοδύναμο μεγιστάνα της Miramax, ανακαλύπτουν μια σοκαριστική στο εύρος της κακοποιητική αλυσίδα. Παρά τον άκαμπτο «δημοσιογραφικό» σκελετό του μοντέλου (που μόνο «γραμμικά» μπορεί να αναπτυχθεί), η Σράντερ κατορθώνει να τον παρακάμψει σε μια στιγμή που εντέλει κουβαλά και όλο το δραματικό υπόβαθρο της αληθινής ιστορίας: Ένα ηχητικό ντοκουμέντο, που πολλοί από εμάς είχαμε ακούσει εκείνες τις μέρες, δραματοποιείται με ακίνητα, παγωμένα πλάνα στον τόπο του εγκλήματος, μια «σύνθεση» που διαθέτει αληθινή κινηματογραφική έμπνευση. Την ίδια στιγμή όμως, πάλι όπως επιτάσσει το μοντέλο, τίποτα εδώ δεν είναι ηχηρό: Η ταινία δεν διαθέτει ακραίες εντάσεις και μελοδραματικές κορώνες. Μονάχα η φωνή του Γουάινστιν ξεχωρίζει, με την οργισμένη της ένταση να διαπερνά το sound design της ταινίας.
Είναι άραγε αυτή η δημοσιογραφική ψυχρότητα υπεύθυνη για την τόσο ηχηρή εμπορική της αποτυχία; Και δεν αναφέρομαι μονάχα στο άνοιγμα της στις ελληνικές αίθουσες (δεν έχει καν νόημα να αναφέρουμε τα νούμερα, αλήθεια) αλλά και στον καταποντισμό της στην Αμερική. Ο κόσμος δεν ήθελε να συναντήσει στα σινεμά αυτή την ιστορία. Ίσως το internet να έχει «σκοτώσει» το συγκεκριμένο genre. Από μια λογική, στέκει: Tο κοινό που πήγε να δει την ταινία του Πάκουλα ήθελε και να ενημερωθεί – όμως τότε είχαμε 1976. Η είδηση πλέον φτάνει παντού σε δευτερόλεπτα. Ούτε καν η τηλεόραση δεν προλαβαίνει, θα προλάβει ο κινηματογράφος; Την ίδια στιγμή, οι ταινίες των μεγάλων στούντιο κάνουν πλέον αποκλειστικά μεγάλα ανοίγματα (κι ό,τι πιάσουμε το πρώτο σαββατοκύριακο), κάτι που απέτρεψε το «Κάποια μίλησε» από το να προκαλέσει ένα ισχυρό ρεύμα σε λίγες επιλεγμένες αίθουσες και να «ανοιχτεί» αμέσως μετά. Αυτός άλλωστε ήταν και ο κανόνας για κάθε «σοβαρό» χολιγουντιανό φιλμ που έβαζε πλώρη για τα Όσκαρ, όπως συμβαίνει και με την ταινία της Σράντερ. Δυστυχώς, η νέα κινηματογραφική πραγματικότητα που διαμορφώνεται – ή που έστω επικρατεί αυτές τις μέρες – επιτάσσει άλλους, πιο απάνθρωπους ρυθμούς.
Σίγουρα πάντως δεν παράγει καλύτερες ταινίες. Παρά την κατασκευαστική του ακρίβεια, το «Κάποια μίλησε» δεν παύει να είναι μια ταινία βασισμένη σε στοιχεία που γνωρίζουμε, σε ντοκουμέντα που έχουν δημοσιοποιηθεί. Η Μαρία Σράντερ σκηνοθετεί με προσοχή και σύνεση, από τη στιγμή όμως που ξέρουμε τι να περιμένουμε, θα μπορούσε κι εκείνη να επενδύσει ενδεχομένως σε μια άλλη αφήγηση, ένα άλλο μοντέλο. Μόνο που οι «σοβαρές» ταινίες στο Χόλιγουντ σήμερα δεν είναι ταινίες δημιουργών, αλλά «θεμάτων». Το «θέμα» δηλαδή, μετριέται πλέον από τους παραγωγούς (που έχουν τον λόγο στο τελικό προϊόν) ως κάτι πιο σημαντικό από την ίδια την ταινία.
«Καλό θα ήταν να μην επικρατήσει αυτή η τάση», θα έγραφα αν το κοινό δεν την είχε επανειλημμένως απορρίψει: Ναι, το μοντέλο της κινηματογραφικής αίθουσας πρέπει να αλλάξει (είναι μεγάλη κουβέντα αυτή), αλλά και οι ταινίες έχουν πάψει πια να μας συναρπάζουν, να μας προκαλούν, να μας αφήνουν να αναρωτιόμαστε τι είδαμε, να μας επιτρέπουν να το επεξεργαστούμε: Όλες γυρίζονται γρήγορα (γιατί content) και όλες πρέπει να «διαβάζονται» γρήγορα (μηδέν αμφισημία δηλαδή), για να δεις στα καπάκια την επόμενη, να «τρέξει» η αγορά. Όπως είπε και η Γκλόρια Σουάνσον στη «Λεωφόρο της Δύσης», “It’s the pictures that got small”. Το «Κάποια μίλησε» είναι μια καλογυρισμένη, υπέροχα ερμηνευμένη, και εντέλει «ζεστή» ταινία για μια σημαντική (και σημαίνουσα) αληθινή ιστορία. Μόνο που φεύγεις ίδιος απ’ αυτήν, όπως ήρθες. Έτοιμος να δεις την επόμενη.