«Ζουβέ – Ελβίρα», ένα σημαντικό «έργο» που αναφέρεται στον μαγικό κόσμο της Υποκριτικής, ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Θόδωρου Γράμψα στο ατμοσφαιρικό Θέατρο Πράξη Επτά [Βαλτετσίου 45, Εξάρχεια].
Το κείμενο εστιάζει στο πάθος της διδασκαλίας, αλλά και στον μόχθο της μαθητείας των σπουδαστών για να κατακτήσουν την Τέχνη της Υποκριτικής. Το έργο δεν είναι μυθοπλασία. Πρόκειται για επτά μαθήματα του σπουδαίου ηθοποιού, σκηνοθέτη, και δάσκαλου Υποκριτικής Λουί Ζουβέ, στη δραματική σχολή που διδάσκει, στο Παρίσι το 1940, όπως τα κατέγραψε η γραμματέας του Σαρλότ Ντελμπό, μετά από δική του απαίτηση. Μέσα σ’ ένα περιβάλλον πολέμου, διδάσκει την μαθήτριά του Κλαούντια, τον ρόλο της Ελβίρας, από το έργο Ντον Ζουάν του Μολιέρου. Συμμετέχουν, επίσης, δύο συμμαθητές της που «κρατούν» τους ρόλους του Ντον Ζουάν και του Ζγαναρέλου.
Χρόνια μετά, τη δεκαετία του ’80, η Μπριζίτ Ζακ, Καθηγήτρια στην Εθνική Σχολή Τέχνης διαπιστώνοντας την «θεατρικότητα» αυτών των μαθημάτων τα «μετέφερε» στη σκηνή. Κι έτσι ξεκίνησε η θεατρική τους διαδρομή. Ο Θόδωρος Γράμψας με τους μαθητές του μεταφέρουν με τη σειρά τους στη σκηνή τη διδασκαλία του Ζουβέ και την αγάπη του για το Θέατρο, μέσα από τη διαχρονική σχέση διδάσκοντος και διδασκόμενου που παραμένει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου.
Ο Θόδωρος Γράμψας μίλησε μαζί μας.
Τι σας οδήγησε να ανεβάσετε το «Ζουβέ – Ελβίρα»;
«Οι επιλογές των έργων που ανεβάζω, έχουν να κάνουν κυρίως με το πώς θα νιώσω όταν θα τα διαβάσω για πρώτη φορά. Τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον. Πόσο θα με “αγγίξει” το θέμα και ο τρόπος, φυσικά, που ξεδιπλώνει ο συγγραφέας την ιστορία αυτού του θέματος.
Αν κινητοποιηθούν οι αισθήσεις, η περιέργεια και τα συναισθήματά μου, αν μου γεννήσει ερωτηματικά, αν μου δημιουργηθεί η ανάγκη να γνωρίσω αυτόν τον κόσμο του έργου, να συνομιλήσω με τα πρόσωπα που ζουν μέσα σ’ αυτόν, να θέλω πάρα πολύ να κάνω παρέα μαζί τους, να κατανοήσω αυτά τα πρόσωπα συμπάσχοντας μαζί τους, έτσι ώστε, να με εμπιστευθούν για να πω την ιστορία τους, αν μου συμβούν όλ’ αυτά τα πράγματα, τότε είναι που δεν σταματάω να σκέφτομαι πότε θ’ αρχίσω να συναναστρέφομαι μαζί τους.
Το θέμα είναι, λοιπόν, το έργο να “τσιγκλήσει”, επιτρέψτε μου να πω, το υποσυνείδητο, για να αρχίσουν να ενεργοποιούνται, οι αισθήσεις, και τα συναισθήματά μου.
Όσον αφορά το “Ζουβέ – Ελβίρα”, είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνια που ποθούσα να ξεκινήσω να συναναστρέφομαι με τα πρόσωπα αυτά και έφτασε, επιτέλους, η ώρα να τα “λέμε” μαζί και να κάνουμε τις πρώτες μας συναντήσεις. Μόνος μου στην αρχή -πριν από τουλάχιστον έξι μήνες, και πριν τρεις μήνες συναντηθήκαμε, όλοι μαζί με τους άλλους ηθοποιούς του θιάσου».
Είστε ηθοποιός, σκηνοθέτης και δάσκαλος. Πόσο γνώριμες σας φαίνονται οι καταστάσεις που αναφέρονται στο έργο;
«Πρώτα θα ήθελα να μου επιτρέψετε να “αμφιβάλω” για τον τιμητικό αυτό χαρακτηρισμό, “δάσκαλος”, που μου αποδίδετε. Το γεγονός ότι κάποιος διδάσκει σε μια δραματική σχολή, όσο σημαντική και να είναι, δεν σημαίνει ότι αυτό από μόνο του, καθιστά το πρόσωπο αυτό δάσκαλο. Αν και έχω την ευθύνη μιας σημαντικής, θέλω να πιστεύω Δραματικής Σχολής, θα αποδεχόμουν τον όρο καθηγητής. Δάσκαλος είναι κάτι άλλο. Μάλλον δυσεύρετο.
Τουλάχιστον, όπως αντιλαμβάνομαι εγώ αυτή την έννοια. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν νομίζω ότι είναι το αντικείμενο της συζήτησής μας αυτό. Το αντικείμενο της ερώτησή σας λοιπόν είναι, το πόσο γνώριμες μου φαίνονται οι καταστάσεις που αναφέρονται στο έργο.
Πάρα πολύ γνώριμες. Υπερβολικά πολύ. Γνωρίζοντας ότι αυτά τα μαθήματα του Λουί Ζουβέ διεξήχθησαν στο Παρίσι το 1940, εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ με το πόσο γνώριμα μου φάνηκαν τα πρόσωπα. Οι καταστάσεις. Οι συμπεριφορές τους. Αλλά και τα συναισθήματα γενικότερα, που αναπτύσσονται κατά τη διαδικασία αυτών των μαθημάτων. Πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι το κείμενο της παράστασης που παίζουμε, δεν είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας.
Το κείμενο αυτό, είναι ακριβώς η καταγραφή της διαδικασίας επτά μαθημάτων του Λουί Ζουβέ. Τα λόγια αυτά που ακούγονται στην παράσταση, είναι ακριβώς τα λόγια που ακούστηκαν, που ειπώθηκαν από τον Ζουβέ και τους μαθητές του σε μια αίθουσα δραματικής Σχολής.
Όλες, λοιπόν, αυτές οι συμπεριφορές και οι καταστάσεις, μου είναι πολύ γνώριμες, γιατί είκοσι επτά χρόνια που διδάσκω και τρία χρόνια μαθητής, τριάντα χρόνια τώρα, έχω βιώσει πολλές ανάλογες καταστάσεις. Ανάλογα συναισθήματα: Απογοητεύσεις, ενθουσιασμούς, στενοχώριες, χαρές, όλα αυτά που βίωναν και τότε τα πρόσωπα του έργου, σ’ αυτόν τον μικρό, αλλά και συγχρόνως απέραντο κόσμο της Σκηνής.
Είναι πολύ συγκινητικό για μας, σήμερα, να υποδυόμαστε ανθρώπους που υπήρξαν πραγματικά. Να προφέρουμε λόγια που δεν γράφτηκαν πρώτα και μετά ειπώθηκαν, αλλά, το αντίθετο· πρώτα ειπώθηκαν απ’ τον Ζουβέ, την Κλαούντια, τον Οκτάβιο και τον Λεόν και μετά γράφτηκαν -τα μαθήματα καταγράφηκαν στενογραφικά από την βοηθό του Ζουβέ, μετά από απαίτησή του. Πρόκειται, λοιπόν, για πρόσωπα που έζησαν και περπάτησαν στ’ αλήθεια στους δρόμους του Παρισιού. Που βίωσαν τη γερμανική εισβολή, που δεν έχασαν, ακόμη και μέσα στην κατοχή, την αφοσίωσή τους αλλά και την πίστη τους στο “θαύμα”, συνεχίζοντας ακόμη και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες τα μαθήματά τους κανονικά, δάσκαλος και μαθητές.
Είναι πράγματι συναρπαστικό αν το καλοσκεφτείς, να προφέρεις τα λόγια τους, να προσπαθείς να νιώσεις τα συναισθήματα που γέννησαν τα λόγια τους αυτά. Ν’ ακούγονται ξανά οι άνθρωποι αυτοί, μετά από τόσα χρόνια. Κατά κάποιον τρόπο, να ξαναζούν μέσα από μας· την Ανδριανή, τον Στέλιο, τον Νίκο, εμένα. ΄Η τους εκάστοτε ηθοποιούς, κάθε φορά. Πραγματικά, είναι εκπληκτική η Τέχνη του ηθοποιού. Μου έρχεται στο νου η φράση του Άμλετ: “…Δεν είναι θαύμα αυτός ο θεατρίνος…”; Ναι είναι».
Ποια είναι η σχέση δασκάλου – μαθητή στο Θέατρο; Πώς πιστεύετε ότι έχει μεταβληθεί στο πέρασμα του χρόνου;
«Ας ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι και ο μαθητής επιλέγει τον δάσκαλό του, αλλά και ο δάσκαλος επιλέγει τον μαθητή του. Νομίζω ότι σ’ αυτή την περίπτωση, αυτό που καθορίζει τη σχέση τους, πρώτα απ’ όλα είναι η αφοσίωση. Αφοσίωση και από τις δυο πλευρές. Η Υποκριτική, όπως έχει πει ο Βασίλης Παπαβασιλείου -ελπίζω να μην τον παραφράζω, δεν διδάσκεται. Μεταβιβάζεται από τον παλαιότερο στον νεότερο, μέσω του παραδείγματος.
Ο μαθητής, λοιπόν, θα πεισθεί ότι το μονοπάτι που τον οδηγεί ο δάσκαλός του είναι αυτό που ενδείκνυται, όταν και ο δάσκαλος ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι. Όχι μόνο στην εργασία του, αλλά και στη ζωή του. Στην καθημερινότητά του. Δηλαδή, εφαρμόζει στην πράξη τα λεγόμενα της διδασκαλίας του. Είναι λοιπόν μια σχέση αμφίδρομη. Θα αφοσιωθώ σ’ αυτό που μου λες, βλέποντας ότι και συ είσαι αφοσιωμένος σ’ αυτό που μου λες.
Τώρα. Αν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο πλευρές “παρεισφρήσει” η αμφισβήτηση, είτε από τη μια, είτε από την άλλη πλευρά, τότε νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσουν περισσότερο. Τα σημαντικότερα, ας μου επιτραπεί, “συστατικά” μιας υγιούς σχέσης, οποιασδήποτε υγιούς σχέσης, είναι η εμπιστοσύνη και η αφοσίωση. Έτσι πιστεύω.
Τώρα, όσον αφορά στο πώς πιστεύω ότι έχει μεταβληθεί αυτή η σχέση στο πέρασμα του χρόνου, έχω την εντύπωση ότι όντως έχουν αλλάξει τα πράγματα και η σχέση δασκάλου – μαθητή έχει μεταβληθεί, κατά πολύ, σε σχέση διδάσκοντος – διδασκόμενου, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό».
Πόσο εύκολο η δύσκολο είναι να μοιράζεστε τη σκηνή με μαθητές σας; Αισθάνεστε ίσως διπλά (και ως σκηνοθέτης και ως καθηγητής) την ευθύνη για τη δική τους απόδοση;
«Για να είμαι ειλικρινής, αισθάνομαι πολύ καλύτερα, πολύ ευχάριστα να συνεργάζομαι με ηθοποιούς μαθητές μας, παρά με ηθοποιούς που θα γνωρίσω για πρώτη φορά στην πρόβα. Όταν αποφασίσω να ανεβάσω ένα έργο, να κάνω μια παράσταση, δεν το κάνω για λόγους επαγγελματικούς, με ό,τι σημαίνει αυτό. Το κάνω γιατί θέλω πολύ να βρεθώ, μέσα στον κόσμο αυτού του έργου. Τον κόσμο των αισθημάτων και των αισθήσεων που εμπεριέχει. Είναι μια, ας το πούμε, ανάγκη. Σ’ αυτό το “ταξίδι”, λοιπόν, που ξεκινώ, θέλω να γνωρίζω τους “συνταξιδιώτες” μου. Να τους εμπιστεύομαι και να με εμπιστεύονται. Να στηριχτώ πάνω τους κι αυτοί σ’ εμένα. Άρα, λοιπόν, είναι λιγότερο δύσκολη η εργασία μου, όταν μοιράζομαι τη σκηνή με ηθοποιούς, που είναι μαθητές μας.
Τώρα, για την ευθύνη. Ναι, είναι αλήθεια ότι αισθάνομαι, όχι ακριβώς ευθύνη, αλλά μια ιδιαίτερη έγνοια για το αποτέλεσμα της προσπάθειας που κατέβαλαν. Θέλω πολύ να νιώσουν την πλήρωση, την ικανοποίηση που προσφέρει ένα αποτέλεσμα αποδεκτό από μας τους ίδιους πρώτα απ’ όλα, αλλά και κοινά αποδεκτό, ως αντίτιμο για την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλαν για πάνω από τρεις μήνες εντατικών προβών. Αυτό με ενδιαφέρει, κυρίως. Αισθάνομαι ευθύνη, λοιπόν, με τη σημασία της έγνοιας».
Υπήρξατε μαθητής του Κάρολου Κουν και του Γιώργου Λαζάνη. Τι έχετε κρατήσει απ’ αυτά που σας δίδαξαν και τώρα με τη σειρά σας το μεταλαμπαδεύετε στους μαθητές σας;
«Ο Δάσκαλός μου στο Θέατρο Τέχνης ήταν ο Γιώργος Λαζάνης. Τον Κουν, ουσιαστικά, δεν τον πρόλαβα. Τέλειωσα τη Σχολή το 1986 και ο Κουν έφυγε από τη ζωή αρχές του 1987. Οπότε, δεν μπορώ να πω ότι ο Κουν ήταν δάσκαλός μου· τουλάχιστον, άμεσα. Απ’ αυτούς, λοιπόν, τους σημαντικούς ανθρώπους, απ’ αυτούς τους δασκάλους -να τι εννοούσα όταν σας έλεγα ότι ο δάσκαλος είναι κάτι άλλο· αυτούς και λίγους ακόμη σαν αυτούς, εννοούσα- από τους καλλιτέχνες αυτούς, λοιπόν, αυτό που κρατώ, είναι την αφοσίωση, το πάθος, την σχεδόν ασκητική τους ταπεινότητα και την πίστη τους ότι γίνονται θαύματα. Το θαύμα είναι θέμα πίστης. Αν δεν πιστεύεις ότι μπορεί να γίνει, θαύμα δεν θα γίνει ποτέ. Αυτά κρατώ συνειδητά κι αυτά θέλω να μεταδώσω στα παιδιά.
Ύστερα από τόσα χρόνια στο Θέατρο Τέχνης, μετά από τόσες παραστάσεις είτε σαν ηθοποιός, είτε σαν σκηνοθέτης, είτε στα πρώτα χρόνια μου εκεί, σαν παιδί για όλες τις δουλειές, σίγουρα φέρω πράγματα υποσυνείδητα και, αναπόφευκτα, υποσυνείδητα θα “περάσουν” στους νεότερους. Γιατί η μεταβίβαση της γνώσης αυτής, της πείρας αυτής, γίνεται συνειδητά με υποσυνείδητο τρόπο».
Δημιουργήσατε πριν 15 χρόνια τη Δραματική Σχολή Πράξη Επτά. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε στο άνοιγμά της;
«Το προηγούμενο θέμα μας ουσιαστικά ήταν το Θέατρο Τέχνης.
Το Θέατρο Τέχνης, λοιπόν, όπως πολλοί παλαιότεροι θα έχουν ακούσει, λειτουργούσε σαν μια μεγάλη οικογένεια. Ένιωθε κανείς εκεί μια ασφάλεια. Υπήρχε μια έγνοια πραγματική τού ενός για τον άλλο. Ένιωθες ότι είχες να κάνεις με δικούς σου ανθρώπους. Τουλάχιστον, με τους περισσότερους. Ένιωθες ότι υπήρχε μια ομπρέλα προστασίας. Βέβαια αυτή η ομπρέλα, πολλές φορές έκρυβε τον ουρανό, για άλλους αρκετά, για άλλους τελείως. Δεν έχει σημασία.
Μπήκα στη διαδικασία, λοιπόν, να ιδρυθεί η Εταιρεία Θεάτρου Πράξη Επτά και μετέπειτα η Δραματική Σχολή Πράξη Επτά, για να δημιουργήσω, είτε συνειδητά είτε ασύνειδα, έναν “κόσμο” ανάλογης προστασίας με την προηγούμενη “οικογένειά” μου, που να εξασφαλίζει και σ’ εμένα αλλά και σε όσους βρίσκονται εκεί, μαθητές και καθηγητές και ηθοποιούς, αυτήν την ασφάλεια που σας έλεγα πριν. Από την οικογένειά μου στη Ζάκυνθο, μπήκα στην “οικογένεια” του Θεάτρου Τέχνης. Θα μου ήταν πολύ δύσκολο να συνεχίσω να ασκώ την Τέχνη μου, χωρίς την “κάλυψη” μιας “οικογένειας”. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να κάνω κι εγώ τη δική μου. Γι’ αυτό νομίζω έκανα τη Σχολή. Γιατί έτσι έχω μάθει να εργάζομαι. Να ζω και να εργάζομαι σ’ ένα προστατευμένο ανθρώπινο και δημιουργικό περιβάλλον».
Τι θα συμβουλεύατε σήμερα ένα νέο παιδί που θέλει να ασχοληθεί με το Θέατρο;
«Ένα νέο παιδί που θέλει πραγματικά να ασχοληθεί με το Θέατρο, γνωρίζοντας ότι μπορεί να μην ασχοληθεί ποτέ επαγγελματικά με το Θέατρο, θα του έλεγα να το κάνει».
Ταυτότητα Παράστασης
Προσαρμογή κειμένου: Μπριζίτ Ζακ
Μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Γράμψας
Σκηνικό: Χριστίνα Κωστέα
Κοστούμια: Λίνα Σταυροπούλου
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Μουσικές επιλογές: Ο θίασος
Βοηθός σκηνοθέτη: Τιγκράν Αμπραμιάν
Φωτογραφίες: Ίρις Κατσούλα
Social media: Νάντια Καφετζή
Κατασκευές: Νίκος Δεντάκης
Ερμηνεύουν:
Θόδωρος Γράμψας
Ανδριανή Κυλάφη
Στέλιος Γιαννακός
Νίκος Παλιούρας