Κάθε ταινία που περιστρέφεται γύρω την τέχνη του Σινεμά δεν μπορεί παρά να είναι προσωπική για τον σκηνοθέτη της – πολύ συχνά, η πιο προσωπική απ’ όλες: Το «Εντ Γουντ» του Τιμ Μπάρτον είναι ένα καλό παράδειγμα. Το «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τζιουζέπε Τορνατόρε, ένα ακόμα.
Διαφορετικές ταινίες σε ρυθμό, ύφος, ματιά – αλλά με κοινό τόπο τη νοσταλγία. Δύσκολο να την απαρνηθείς όταν μιλάς για το Σινεμά: Με το που κινηματογραφείται ένα γεγονός, έχει ήδη συντελεστεί. Μπορείς να παίξεις το φιλμ ξανά και ξανά, όμως η «δράση» που αποτυπώθηκε σε φιλμ ανήκει πλέον στο παρελθόν. Και κάθε επαναπροβολή αποτελεί και μια «φωτογραφική» αναπόληση του. Ένας τρόπος λοιπόν να διαφυλάξεις το παρελθόν, είναι να το κινηματογραφήσεις. Κι αν δεν είχες μια κάμερα στα χέρια εκείνη την ώρα, μπορείς να το σκηνοθετήσεις αργότερα.
Τι συνιστά όμως πραγματικά αυτό που αποκαλούμε «προσωπικό» σινεμά; Προσωπικό για ποιόν; Οι ταινίες είναι προσωπικές γι’ αυτόν που τις κάνει, κάποιες φορές όμως είναι προσωπικές και γι’ αυτόν που τις βλέπει. Ένα μικρό θαύμα συμβαίνει όταν συμπίπτουν και τα δυο, ένα μεγάλο όταν μια ταινία «προσωπική» γεμίζει τις αίθουσες. Και προσέξτε, το «8½» δεν ήταν λιγότερο προσωπικό για τον Φελίνι απ’ ότι το «Ρόκι» για τον Σιλβέστερ Σταλόνε (αμφότερες μεγάλες εμπορικές επιτυχίες και τα δυο). Μ’ αυτό θέλω να πω πως, κάθε «προσωπική» ιστορία συνιστά όντως και μια αναστοχαστική διαδικασία γι’ αυτόν που την έκατσε και έγραψε, το θέμα της ιστορίας όμως δεν χρειάζεται να είναι απαραιτήτως ο ίδιος ο αναστοχασμός.
Όταν συμβαίνει αυτό το τελευταίο, εύκολα τρως τα μούτρα σου, ενίοτε σκοντάφτοντας στην αυταρέσκεια του σινεμά σου (η περίπτωση του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου με το «Bardo»). Ο Σπίλμπεργκ πάντως δεν σκοντάφτει πουθενά εδώ. Η ταινία με συνεπήρε από το πρώτο λεπτό, και οι δυόμιση ώρες της πέρασαν «νεράκι» που λένε. Που είναι όσο προσωπική γίνεται: Ο σκηνοθέτης την αφιερώνει στους γονείς του, που έχασε πρόσφατα. Είναι αυτή η απώλεια που τον οδήγησε στη μυθοπλασία: Το επίθετο που επέλεξε («Φέιμπελμαν»), σημαίνει αφηγητής στα γερμανικά.
Αρχές δεκαετίας του ’50 και η Μίτσι, η μαμά του Σάμι (το alter-ego του Σπίλμπεργκ), παρακολουθεί έκθαμβη τον μικρό να κινηματογραφεί μια αναπαράσταση του εκτροχιασμού από το «The Greatest Show on Earth», χρησιμοποιώντας το παιδικό του τρενάκι και την οικογενειακή κάμερα οκτώ χιλιοστών. Γίνεται η πρώτη θεατής του δηλαδή – αλλά την ίδια στιγμή βρίσκει σ’ αυτόν μια «συνέχεια» της καλλιτεχνικής φλόγας που την σιγοκαίει εδώ και χρόνια.
Εδώ, η Μισέλ Ουίλιαμς παραδίδει μια ερμηνεία – κέντημα, ισορροπώντας ανάμεσα στην τρυφερότητα και την κυκλοθυμία, όπως και κάθε καλλιτέχνης που υποχρεώθηκε να διαλέξει ανάμεσα στο έργο του, και την οικογένεια. Δίπλα της, ο Πολ Ντέινο, στην πιο συγκρατημένη ερμηνεία της καριέρας του, ένας σύζυγος που αγαπά την επιστήμη του, αλλά και τη σύζυγο του, με το ίδιο αδιαπραγμάτευτο πάθος.
Καθώς όμως ο μικρός φιλμάρει ένα οικογενειακό home-movie κατά τη διάρκεια μιας ανέμελης εκδρομής, έρχεται η στιγμή του μοντάζ – και εκεί ανακαλύπτει ένα μεγάλο μυστικό, που θα αλλάξει τις ζωές όλων τους. Στο μεταξύ, έχει προηγηθεί η υπέροχα νοσταλγική σεκάνς της ίδιας της εκδρομής, γεμάτη τρυφερές στιγμές και χιουμοριστικά πειράγματα. Ούτε εμείς δηλαδή έχουμε παρατηρήσει αυτό που τελικά καταγράφει η κάμερα του Σάμι. Μόνο μέσα από αυτήν όμως, μπορούμε τελικά να φτάσουμε στην αλήθεια – ακόμη κι όταν αυτή είναι μπροστά στα μάτια μας.
Από εδώ μοιάζει να ξετυλίγεται ο αναστοχασμός του Σπίλμπεργκ, και άλλες δυο εκπληκτικές στιγμές μας το υπενθυμίζουν: Στην πρώτη, ο Σάμι κινηματογραφεί την συντετριμμένη αδελφή του (και τον ίδιο, μέσα από έναν καθρέφτη) καθώς οι γονείς τους ανακοινώνουν πως χωρίζουν. Στη δεύτερη, ο μικρός αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει την εκδρομή του γυμνασίου του, και το μοντάζ που παραδίδει εξευτελίζει έναν από τους νταήδες που τον ταλαιπωρούν – την ίδια ώρα που «εξυψώνει» έναν άλλο (ταπεινώνοντας παραδόξως και τους δύο).
Σε κάθε μια από αυτές τις στιγμές, ο σκηνοθέτης μοιάζει να θέτει και από ένα ερώτημα σχετικά με τα όρια του κινηματογραφημένου θεάματος. Και το κάνει ενώ ενορχηστρώνει στην εντέλεια μια ταινία συναρπαστική, φτιαγμένη θαρρείς από κλισέ που όμως αντηχούν με μια αδιαπέραστη ειλικρίνεια, επικυρώνοντας εντέλει το επιμύθιο: Μόνο το σινεμά έχει τις απαντήσεις.